Υπάρχει ένας βασικός κανόνας που διέπει όλες τις κρίσεις κρατικού χρέους: δεν συζητάμε αν μια κυβέρνηση μπορεί να πληρώσει αυτά που οφείλει, αλλά εάν θέλει να το κάνει. Ο κανόνας φαίνεται να ισχύει και για την Ελλάδα. Τουλάχιστον σύμφωνα με την ανάλυση που κάνει η Wall Street Journal.
Κατά τον Στέφεν Φίντλερ, η νέα ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει να μειώσει τα χρέη της λέγοντας πως δεν μπορεί να τα αποπληρώσει. Την ίδια στιγμή ο Γιάνης Βαρουφάκης χαρακτηρίζει τη χώρα του πτωχευμένη. Η ένταση στις μέχρι τώρα διαπραγματεύσεις με τους δανειστές δείχνουν πως αυτοί δεν δέχονται όλους αυτούς τους ισχυρισμούς και με προεξάρχουσα τη Γερμανία καλούν την Ελλάδα να παραμείνει στενά συνδεδεμένη με τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις της.
«Τόσο το Βερολίνο όσο και η Αθήνα εμμένουν στις θέσεις τους, ενώ οι σχέσεις τους έχουν διαρραγεί από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Ελλάδας», γράφει ο Φίντλερ και παράλληλα διερωτάται αν η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να επιβάλει φόρους ή να πουλήσει κάποια δημόσια περιουσιακά στοιχεία της έτσι ώστε να εξυπηρετήσει το χρέος της.
Οι χώρες πληρώνουν
Η Ελλάδα, όμως, δεν είναι μια εταιρεία που χρεοκόπησε και οι πιστωτές έχουν το έννομο συμφέρον να ζητήσουν να εκποιηθούν κάποια περιουσιακά στοιχεία της. Ο Φίντλερ το έχει αυτό κατά νου και μάλιστα το χρησιμοποιεί ως μέρος της προβληματικής που αναπτύσσει στη συνέχεια.
«Οι πτωχεύσεις κρατών είναι διαφορετικά ''ζώα'' από τις πτωχεύσεις επιχειρήσεων, όπως λένε η Κάρμεν Ράινχαρτ και ο Κένεθ Ρόγκοφ στο βιβλίο τους ''This Time It's Different''. Οι δανειστές, απλά, δεν έχουν τα ίδια εκτελεστά δικαιώματα για την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων από τις κυβερνήσεις, όπως θα έκαναν με έναν ιδιώτη. Ωστόσο, σημειώνουν στο εν λόγω βιβλίο, έστω και με αρκετό πόνο και δυστυχία τα κράτη εξοφλούν τελικά τους ξένους πιστωτές τους».
Η περίπτωση Τσαουσέσκου
Στο βιβλίο αναφέρεται το παράδειγμα του Ρουμάνου δικτάτορα Νικολάε Τσαουσέσκου, ο οποίος ανάγκασε τους Ρουμάνους να ζουν χωρίς θέρμανση μέσα στον χειμώνα, ενώ δεν δίστασε να κλείσει εργοστάσια λόγω έλλειψης ηλεκτρικής ενέργειας, μόνο και μόνο για να αποπληρώσει το δάνειο ύψους 9 δισεκατομμυρίων δολαρίων που είχε λάβει από ξένες τράπεζες. Το τέλος του είναι παροιμιώδες και ενδεικτικό: εκτελέστηκε το 1989 έπειτα από δίκη-παρωδία. Για άλλους ηγέτες μπορεί οι κυρώσεις να μην είναι τόσο άγριες, αλλά πολλές φορές η πολιτική σταδιοδρομία ενός εκάστου, όπως και η πολιτική σταθερότητα μιας χώρας, εξαρτάται από τα αποτελέσματα.
«Ένας λόγος που η Γερμανία, ο μεγαλύτερος πιστωτής της Ελλάδας, και άλλα μέλη της Ευρωζώνης είναι οργισμένα με την επιθετική πολιτική του Τσίπρα είναι γιατί πιστεύουν πως η χώρα μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη της. Από την άλλη, η Αθήνα υποστηρίζει πως με το υπάρχον χρονοδιάγραμμα εξυπηρέτησης του χρέους θα αναγκαστεί να τρέξει ένα υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, κάτι που δεν είναι πολιτικά βιώσιμο», αναφέρει ο Φίντλερ.
Τι απαντούν οι πιστωτές; «Ανοησίες, τέτοιου είδους επιδόσεις σε προϋπολογισμούς δεν είναι ασυνήθιστες». Τον Ιούνιο του 2011 το μηνιαίο δελτίο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ανέφερε τέσσερις άλλες χώρες της Ευρωζώνης που έκαναν ακριβώς αυτό ή και περισσότερα στην πρόσφατη ιστορία: το Βέλγιο (1993-2004), η Ιταλία (1995-2000), η Ιρλανδία (1988-2000) και η Φινλανδία (1998 -2003). Ακόμα και η Ελλάδα τα κατάφερε την περίοδο 1994-1999. Σε σχεδόν όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι χώρες περιόρισαν το χρέος τους προετοιμαζόμενες να μπουν στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση.
«Αν η χώρα ήταν έτοιμη να αποδεχθεί τα πλεονάσματα κατά την προετοιμασία για την ΟΝΕ, θα πρέπει να μπορεί να κάνει το ίδιο για να παραμείνει στο ευρώ», υποστηρίζει ο Daniel Gros, διευθυντής του Κέντρο Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής στις Βρυξέλλες
Οι παραχωρήσεις
Επιπλέον, οι πιστωτές αναφέρουν πως η εξυπηρέτηση του χρέους της Ελλάδας γίνεται με σαφώς καλύτερους όρους από άλλα κράτη (επιτόκιο και διάρκεια των δανείων).
Σύμφωνα με στοιχεία από την ελληνική κυβέρνηση, οι πληρωμές για τόκους μειώθηκαν από 7,3% το 2011 σε περίπου 4,2% του ΑΕΠ το προηγούμενο έτος. Η σύγκριση με άλλα κράτη είναι καταφανής. Το 2013 η πορτογαλική κυβέρνηση χρειάστηκε να καταβάλει 5% του ΑΕΠ, η Ιταλία 4,8% και η Ιρλανδία 4,4%. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν κάποιες δυσκολίες για την Ελλάδα. Μερικά χρόνια θα είναι πιο προβληματικά (2015, 2019, 2022). Επίσης τα πλεονάσματα της δεκαετίας του '90 είχαν μια αισιόδοξη προοπτική, ενώ τώρα εμφανίζονται για να είναι χαρούμενοι οι πιστωτές.
Επιπροσθέτως, στην Ιταλία ή στο Βέλγιο το μεγαλύτερο μέρος του χρέους κατέχεται από τους ίδιους τους πολίτες, σε αντίθεση με την Ελλάδα, που βρίσκεται στα χέρια κρατών. Κατά τον Rogoff, είναι πολιτικά δύσκολο για οποιαδήποτε κυβέρνηση να διατηρήσει τις πληρωμές στους ξένους δανειστές, επί μακρά περίοδο, κοντά στο 2% του ΑΕΠ. Στην περίπτωση της Ελλάδας οι προοπτικές δεν είναι ευοίωνες για την αποπληρωμή του χρέους της. Το ερώτημα δεν είναι αν θα το πράξει στο ακέραιο, αλλά πώς δεν θα το κάνει. Μέσω διαπραγματεύσεων, ή η τωρινή κυβέρνηση ή κάποια επόμενη θα πάρει την κατάσταση στα χέρια της.