H δημιουργία ενός νέου τύπου μουσείου, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, μπορεί να λύσει το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα: Αυτή είναι η εισήγηση του γνωστού δημοσιογράφου Paul Mason – οι αναλύσεις του οποίου για τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη και την ελληνική οικονομία ε;iναι από τις πλέον επιδραστικές. Ο Μason έγραψε ένα άρθρο στην εφημερίδα Guardian για να υποστηρίξει αυτή του την άποψη.
Η εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας θα μπορούσε να μας επιτρέψει να φανταστούμε ένα νέο είδος μουσείου, σημειώνει ο Mason. «Οι διαδραστικοί οδηγοί ακουστικής ξενάγησης και οι ψηφιακές αναπαραστάσεις που χρησιμοποιούνται σε μερικά μουσεία είναι μόνο η αρχή. Είναι τώρα πιθανό να επεκτείνουν το ίδιο το μουσείο μέσα σε ένα ψηφιακό χώρο που να ζωντανεύει τις εκθέσεις μέσα από το ίδιο το περιεχόμενο και την πολυπλοκότητά τους. Οι επιμελητές των μουσείων θα πρέπει να σκεφτούν το πρωταρχικό τους υλικό και ως πληροφορία».
Ο γνωστός δημοσιογράφος δηλώνει εντυπωσιασμένος από το άγαλμα του θεού του Ιλισσού που βρέθηκε στο μουσείο Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη προκαλώντας σάλο: Οχι μόνο μετακινήθηκε για πρώτη φορά ένα γλυπτό από το σύνολο των Γλυπτών του Παρθενώνα, αλλά πήγε και στη Ρωσία τη στιγμή που ΕΕ και ΗΠΑ επιβάλλουν βαριές πηγές στη χώρα. Ο Mason γράφει: «Θέλω να ξέρω πολα περισσότερα για τον Ιλισσό απ' όσα αναφέρει η ενημερωτική πινακίδα μπροστά του στο Ερμιτάζ. Θέλω να ξέρω πληροφορίες για τις ικανότητες των ανθρώπων που τον δημιούργησαν. Θέλω να καταλάβω τι λέει το μυϊκό του σύστημα για το ανθρώπινο σώμα και την ψυχή. Επιπλέον, θέλω να αγγίξω το γλυπτό. »
Και στη συνέχεια, κόντρα σε όσα είναι γνωστά για την βαρβαρότητα του Ελγιν και των εργατών του, ο Mason κάνει ένα ... άλμα και σημειώνει: «οι εργάτες του Ελγιν αρχικά ζήτησαν άδεια για να σχεδιάσουν, να μετρήσουν και να φτιάξουν καλούπια για τα αριστουργήματα του Παρθενώνα: Αυτό ήταν σωστό αφού εκείνη την εποχή ήταν ένα ερείπιο. Ομως πέρα από την επιθυμία τους να μετρήσουν και να καταγράψουν, υποθέτω ότι ήθελαν και να το αγγίξουν, να δημιουργήσουν φυσική επαφή με τον εξιδανικευμένο Ελληνικό κόσμο. Δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε – κι όμως τα σύγχρονα μουσεία δεν το επιτρέπουν».
Επισημαίνει πως όλα τα παραπάνω είναι εφικτά με τη χρήση συσκευών εικονικής πραγματικότητας και ψηφιακής αναπαράστασης -θα μπορείς να περπατήσεις μέσα στον Παρθενώνα όπως ήταν το 400 π.Χ., ή όταν βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων «ή όταν τον βρήκε ερείπιο ο Ελγιν. Αν ξανασκεφτούμε τα μουσεία ως πληροφορίες και αντικείμενα τότε η τοποθεσία των αντικειμένων γίνεται διαπραγματεύσιμη και λιγότερο συναισθηματική», λέει ο Paul Mason. «Αν το κάνουμε αυτό αλλάζουμε τον τρόπο που κατανοούμε το βλέμμα του επισκέπτη ενός μουσείου. Δεν μπορεί τόσο εύκολα να παραμείνει παθητικό και βαρετό. Είναι ο ιμπεριαλισμός και ο σεξισμός αυτά που μπορούν να αμφβισβητηθεί από τις εκθέσεις, και όχι να ενδυναμωθούν από αυτές.»
Με την τεχνολογία μπορούν να επεκταθούν και οι επίσημοι κατάλογοι, προτείνει, να υπάρχει για τα έργα της Φρίντα Κάλο και του Ντιέγκο Ριβέρα, για παράδειγμα, ένας οδηγός για μια φεμινίστρια, ένας τροτσκιστικός, ένας νεοφιλελεύθρος κ.ο.κ. «Θα περνούσα ολόκληρες μέρες με αυτή την κακοφωνία στα αυτιά μου, να ακούω αντικρουόμενες απόψεις και επιχειρήματα...».
Ειδική αναφορά κάνει και στην 3D εκτύπωση για την αντιμετώπιση θεμάτων αφής και τοποθεσίας. «Μπορείς να σκανάρεις τον θεό Ιλισσό και να τον τυπώσεις σε κάθε πόλη σε όλο τον κόσμο. Δεν θα είναι το ίδιο με το αυθεντικό, αλλά θα μπορείς να τον αγγίξεις... Και θα μπορούσες να τερματίσεις τη διαμάχη για τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Σε έναν αναλογικό κόσμο, πάντα ένιωθα συμπάθεια για τα αιτήματα επιστροφής τους στην Αθήνα κυρίως τώρα που υπάρχει αυτό το υπέροχο μουσείο για να τα στεγάσει, Αλλα όπως λέει και η νέα ελληνική κυβέρνηση, στην πραγματικότητα ανήκουν σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.»