Οι κάτοικοι του Τσίζγουϊκ στη Βρετανία, έβλεπαν στην 77χρονη Αν Νάισμιθ, μία άστεγη ηλικιωμένη που τα τελευταία 26 χρόνια ζούσε σε ένα παλιό Φορντ. Ελάχιστοι όμως γνώριζαν την τραγική της ιστορία, η οποία πήρε νέα δημοσιότητα πρόσφατα, όταν την παρέσυρε και την σκότωσε διερχόμενο φορτηγό.
Η Αν Νάισμιθ, γνωστή στο Τσίζγουϊκ ως η «κυρία του αυτοκινήτου», λόγω του ότι έμενε σε ένα παλιό Ford Consul μετά την έξωση από το διαμέρισμά της το 1977, στα νιάτα της ήταν μία κορυφαία πιανίστρια και μία αντισυμβατική ύπαρξη, που όσοι την γνώρισαν λένε ότι παρά τις κακουχίες διατήρησε την αξιοπρέπεια της μέχρι το τέλος.
Γείτονες και φίλοι της θα χρηματοδοτήσουν την κηδεία της, ενώ άναψαν κεριά στο χορταριασμένο σημείο που βρισκόταν το Ford στο οποίο κατοικούσε τις τελευταίες δεκαετίες.
Η Μις Νάισμιθ γεννήθηκε ως Αννε Σμιθ το 1937, αλλά αργότερα πρόσθεσε το «Νάι» στο επίθετό της όταν η μουσική της καριέρα απογειώθηκε.
Σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής και έγινε γνωστή παίζοντας έργα του Μπετόβεν, του Μπαχ και του Ντεμπισί. Αργότερα έπαιξε σε συμφωνικές συναυλίες κάτω από το θρυλικό μαέστρο Σερ Αντριάν Μπόουλτ.
Έχει, επίσης, μια φορά παίξει στο περίφημο Wigmore Hall στο κεντρικό Λονδίνο, και το St Martin-in-the-Fields, και θεωρούνταν μία από τις καλύτερες πιανίστριες της γενιάς της.
Ομως, μία ερωτική απογοήτευση και μία οικονομική καταστροφή οδήγησε στο να μείνει άστεγη και δεν ξαναέπαιξε ποτέ πιάνο.
Από 39 ετών άρχισε να κοιμάται στο μπλε Ford της. Αλλά το 2002, οι γείτονες άρχισαν να διαμαρτύρονται γι 'αυτήν και το αυτοκίνητό της ρυμουλκήθηκε μακριά.
Στη συνέχεια, έχτισε ένα καταφύγιο σε ένα χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων υπερυψωμένο με χώμα και λίπασμα από κάδους, όμως της το κατέστρεψαν εργάτες που πίστευαν ότι είναι εγκαταλελειμμένο.
Στη συνέχεια κοιμόταν σε πόρτες και πεζούλια και τελικά εγκαταστάθηκε κοντά στο σταθμό Stamford Brook, ζώντας με υπολείμματα τροφίμων ή φρούτα από τα δέντρα.
Η μέρα της άρχισε με μπάνιο στις δημόσιες τουαλέτες και, στη συνέχεια, έπλενε τα ρούχα της με μια σωλήνα σε ένα πρατήριο βενζίνης και τα τύλιγε με εφημερίδα να στεγνώσουν.
Στη συνέχεια περνούσε τα πρωινά της γύρω από τα μαγαζιά περιμένοντας να πάρει τα σκουπίδια από τους κάδους για να φάει η ίδια και να ταΐσει τα περιστέρια.
Σύχνα πήγαινε και στο δικαστήριο να παρακολουθήσει δικαστικές υποθέσεις, απολαμβάνοντας ένα ενδιαφέρον για το νόμο που είχε από μικρή ηλικία.
Και μία φορά την εβδομάδα βυθιζόταν σε βιβλία και παρτιτούρες στη μουσική βιβλιοθήκη Μπάρμπικαν, αναπολώντας την προηγούμενη ζωή της, για την οποία αρνιόταν να μιλήσει.
Το 2012 εργάτες του δήμου στο Λονδίνο γκρέμισαν το αυτοσχέδιο καταφύγιό της από τις γραμμές του υπόγειου σιδηρόδρομου, κατά τις διαδικασίες ανέγερσης φράκτη.
Από τότε κοιμόταν στους δρόμους, κοντά στο τοπικό σχολείο, ενώ οι γείτονες της την έκρυβαν από τις αρχές.
Το τοπικό συμβούλιο είχε επανειλημμένα προσφέρει στην Αν ένα μέρος να ζήσει και δωρεάν εισιτήρια για τα λεωφορεία, αλλά εκείνη πάντα αρνιόταν ευγενικά. Ο δημοτικός σύμβουλος Τζον Τοντ είπε «Δεν είναι γνωστό γιατί επέλεξε να υιοθετήσει έναν τόσο σκληρό τρόπο ζωής, αλλά ποτέ δε την ακούσαμε να διαμαρτύρεται και ποτέ δεν ζήτησε οποιαδήποτε μορφή βοήθειας. Την είχαμε δει να περιφέρεται σε όλο το Λονδίνο.»
Η αστυνομία προσπαθεί τώρα να κατανοήσει τι συνέβη τη νύχτα που πέθανε. Ο οδηγός του φορτηγού που έπεσε πάνω της σταμάτησε αμέσως, αλλά ήταν πολύ αργά.