Ο Νομπελίστας οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Πρίνσετον και αρθρογράφος των New York Times, Πολ Κρούγκμαν, διευκρινίζει από την πρώτη κιόλας φράση του νέου του άρθρου, με τίτλο «Η τυραννία της Ελλάδας πάνω στη Γερμανία» πως δεν έχασε τα λογικά του.
Ο τίτλος, εξηγεί, είναι δανεισμένος από το ομώνυμο βιβλίο της Ελίζα Μάριαν Μπάτλερ στο οποίο υπάρχει το επιχείρημα ότι ο γερμανικός πολιτισμός παραμορφώθηκε από μία εμμονή με την αρχαία Ελλάδα, «κάτι βέβαια που δεν έχει καμία σχέση με τα τωρινά προβλήματα της μακροοικονομικής πολιτικής». Ωστόσο, ο Κρούγκμαν τονίζει ότι ήταν το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό, όταν διάβασε την ανάλυση του καθηγητή οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και του Μέρτον Κόλετζ, Σάιμον Ρεν Λούις, πάνω σε δύο διαφορετικές υποθέσεις εργασίας για το πώς η οικονομική καταστροφή του 2010 μετατράπηκε σε λιτότητα.
Η πρώτη υπόθεση εργασίας είναι ότι πρόκειται απλώς για κακή τύχη: Η Ελλάδα «ανατινάχθηκε» στο τέλος του 2009 και οι, όπως αποδείχθηκε, ψευδείς αναλογίες των υπόλοιπων κρατών-μελών της ευρωζώνης με την Ελλάδα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα κυριάρχησαν στο πολιτικό ντιμπέιτ. Αυτό αποκαλείται, όπως λέει ο Κρούγκμαν, και «Ελληνοποίηση της συζήτησης πάνω στην τυραννία της Ελλάδας, όχι τόσο πάνω στη Γερμανία, όσο στον ΟΟΣΑ ως σύνολο».
Η δεύτερη υπόθεση εργασίας είναι ότι «η Ελλάδα αποτέλεσε απλά ένα χρήσιμο εργαλείο για εκείνους που είχαν στρέψει την πολιτική σε εσφαλμένη κατεύθυνση έτσι κι αλλιώς». Αν η Ελλάδα δεν είχε συμβεί, διευκρινίζει ο Κρούγκμαν δανειζόμενος τη συλλογιστική του Σάιμον Ρεν Λούις, θα βρισκόταν μια άλλη δικαιολογία για να επανέλθουν στον σωστό δρόμο οι πολιτικές των κρατών-μελών.
Για να ενισχυθεί αυτό το επιχείρημα, ο Πολ Κρούγκμαν παραπέμπει τους αναγνώστες του στο άρθρο του Νικ Κλεγκ του επικεφαλής των Φιλελεύθερων Δημοκρατών που είναι μέλος του κυβερνητικού συνασπιμού στη Βρετανία στη βρετανική εφημερίδα Telegraph. Στο άρθρο αυτό ο Κλεγκ με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα στην Ελλάδα αναφέρει ότι ό,τι έχει συμβεί στη χώρα μας αποτελεί ένα επιχείρημα για τις πολιτικές λιτότητας και πως το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και στη Βρετανία. Ομως αυτό δεν συνέβη, επειδή αυτό που χρειάζονται και οι δύο χώρες, αλλά το έχει μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο είναι σταθερότητα, μια κυβέρνηση δηλαδή όπου ο κόσμος εντός και εκτός χώρας θα την εμπιστεύεται να πάρει ακόμα και δύσκολες αποφάσεις αν αυτές κριθούν αναγκαίες, ώστε να γυρίσουν την οικονομία σε σταθερή τροχιά.
Ο Κρούγκμαν συνεχίζει το άρθρο του τονίζοντας πως συμμερίζεται την άποψη του Ρεν Λούις, πως αυτό που συνέβη κυρίως ήταν η δεύτερη υπόθεση εργασίας. Κι αυτό επειδή, «το φθινόπωρο του 2009, προ-ελληνικής κρίσης εποχή: ακόμη κι εντός της κυβέρνησης Ομπάμα και παρά το πολύ χαμηλό κόστος δανεισμού, πολλοί αξιωματούχοι είχαν καταφέρει να πείσουν τον εαυτό τους κι ο ένας τον άλλο πως η δημοσιονομική θέση των ΗΠΑ ήταν εύθραυστη. [...] Ετσι, η Ελλάδα τους έκανε πιο εύκολη τη ζωή. Ωστόσο, η αποφασιστικότητα της κυριαρχίας πάνω στο έλλειμμα, έκανε τη μαζική ανεργία να βαθαίνει».