Με αφορμή τη συμπλήρωση 70 χρόνων από την απελευθέρωση των Εβραίων κρατούμενων του Άουσβιτς, ένα πλήθος ιστοριών που αποκαλύπτουν τη γενναιότητά τους έχουν βγει στην επιφάνεια.
Λίγες, όμως, ιστορίες έχουν τη δόση περιπέτειας που τις κάνει μοναδικές όπως αυτή του Φρέντι Νόλερ, ενός Εβραίου από την Αυστρία που κατάφερε να ξεφύγει από τα στρατόπεδα του θανάτου. Ο Νόλερ γεννήθηκε στη Βιέννη και μεγάλωσε σε μια μεσοαστική γειτονιά, όπου άνθρωποι όλων των θρησκευτικών πεποιθήσεων συνυπήρχαν αρμονικά. Η άφιξη των γερμανικών στρατευμάτων στη Βιέννη το 1938 άλλαξε τη ζωή του, καθώς οι Γερμανοί απαγόρευσαν στους Εβραίους να πηγαίνουν στο σχολείο και είχαν μια βάρβαρη συμπεριφορά απέναντί τους. Γι' αυτόν τον λόγο, ο πατέρας του Φρέντι αποφάσισε να στείλει τους γιους του εκτός Αυστρίας, για να τους σώσει από τη μανία των Γερμανών.
Στα 16 του, ο Νόλερ αναγκάστηκε να ταξιδέψει στο Βέλγιο για να μείνει σε μια φιλική οικογένεια, αλλά έναν χρόνο αργότερα αναγκάστηκε να ξαναπάρει τον δρόμο της εξορίας, όταν οι Ναζί κατέλαβαν το Βέλγιο: «Εφυγα με ένα κομβόι προσφύγων. Οι περισσότεροι πηγαίναμε με τα πόδια, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν ποδήλατα και αυτοκίνητα. Ξαφνικά εμφανίστηκαν τα γερμανικά αεροπλάνα, που άρχισαν να μας πυροβολούν. Πήδηξα σε ένα χαντάκι τρέμοντας και κόλλησα στο έδαφος, γύρω μου όλοι φώναζαν και έψαχναν τους δικούς τους. Οταν όλα τελείωσαν, οι επιζώντες σηκωθήκαμε και συνεχίσαμε την πορεία μας». Ο Φρέντι ήταν από τους λίγους τυχερούς που κατόρθωσαν να φτάσουν στη Γαλλία, αλλά η περιπέτειά του δεν σταμάτησε εκεί.
Το αυστριακό διαβατήριό του τον κατέτασσε στους εχθρούς της Γαλλίας και, αφού συνελήφθη, στάλθηκε σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων στα Πυρηναία Όρη. Βρισκόταν εκεί όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Γαλλία και απελευθέρωσαν τους Γερμανούς στρατιώτες. Ο Φρέντι, όπως και οι άλλοι Εβραίοι, παρέμεινε στο στρατόπεδο περιμένοντας να τον στείλουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Κατάφερε να δραπετεύσει, σκάβοντας μια τρύπα κάτω από το συρματόπλεγμα, και να φτάσει σε ένα χωριό όπου ζούσαν κάποια ξαδέλφια του. Δούλεψε στα χωράφια και με τα χρήματα που κέρδισε αγόρασε πλαστά έγγραφα και αποφάσισε να πάει στο Παρίσι.
Εκεί γνώρισε τον Χρήστο, έναν Έλληνα πρόσφυγα, που τον βοήθησε να βρει δουλειά στην κακόφημη συνοικία Πιγκάλ. Ο Φρέντι έγινε «ξεναγός» των Γερμανών στρατιωτών που ήθελαν να γνωρίσουν τη σκοτεινή πλευρά της νυχτερινής ζωής του Παρισιού. Ο ίδιος διηγείται: «Ο Χρήστος με σύστησε στους ιδιοκτήτες των καμπαρέ και των πορνείων. Γνώρισα πολλούς καλούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους. Εβγαζα πολλά λεφτά από αυτή τη δουλειά. Ουσιαστικά, ήμουν ένα είδος μαστροπού, αλλά δεν ντρεπόμουν για αυτό. Αυτή η δουλειά μού έσωσε τη ζωή». Γρήγορα, όμως, οι ωραίες μέρες τελείωσαν, όταν η Γκεστάπο έκανε έφοδο στη γειτονιά και ο Φρέντι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Παρίσι.
Μαζί με τον Έλληνα φίλο του, ο Φρέντι εντάχθηκε στη γαλλική αντίσταση, όπου εκπαιδεύτηκε στη χρήση όπλων και πυρομαχικών. Η ομάδα του είχε πολλές επιτυχίες, μεταξύ των οποίων και η ανατίναξη ενός τρένου που μετέφερε στρατιώτες των Ναζί. Δύο μήνες μετά, ο Φρέντι και τα μέλη της ομάδας του συνελήφθησαν και ο νεαρός Εβραίος στάλθηκε στο Άουσβιτς. Κατάφερε να επιζήσει μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης του στρατοπέδου, κλέβοντας μερικές φορές το ψωμί των νεκρών συγκρατουμένων του. Η επικείμενη άφιξη του ρωσικού στρατού υποχρέωσε τους Γερμανούς να μεταφέρουν τον Νόλερ και άλλους κρατούμενους στο στρατόπεδο του Μπέργκεν-Μπέλσεν, που θα ήταν ο τελευταίος σταθμός της οδύσσειάς του.
Ο Φρέντι διηγείται: «Φτάσαμε εκεί στις αρχές Μαρτίου του 1945. Οι φρουροί δεν ήταν μέσα στο στρατόπεδο, αλλά γύρω από αυτό. Δεν μας έδωσαν τίποτα να φάμε και σκάβαμε το έδαφος για να βρούμε ρίζες και να βάλουμε κάτι στο στόμα μας». Οταν το στρατόπεδο απελευθερώθηκε από τον βρετανικό στρατό, ο Φρέντι ζύγιζε 38 κιλά και ήταν στα πρόθυρα του θανάτου. Μετανάστευσε στην Αμερική για να βρει τους αδερφούς του, αλλά σύντομα γύρισε πίσω στην Ευρώπη και εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, όπου γνώρισε και τη σύζυγό του. Παρά τις κακουχίες και τις τραγωδίες που έζησε, ο Φρέντι λέει ότι είναι υπερήφανος για τις εμπειρίες που έζησε: «Αυτά που πέρασα στη ζωή μου με έκαναν να πιστέψω στον εαυτό μου. Είμαι περήφανος που έχω βιώσει όλες αυτές τις καταστάσεις και έχω αγωνιστεί για τη ζωή μου».