Μετά από το μακελειό στο Charlie Hebdo, ο Εντ Βουλιαμί πέρασε χρόνο με τους επιζώντες σκιτσογράφους, όσο θρηνούσαν την απώλεια των συναδέλφων τους και προσπαθούσαν να στήσουν το τεύχος των επιζώντων.
Ο αρθρογράφος της εφημερίδας Guardian ήταν μαζί τους στην πρώτη σύσκεψη, σε μία brasserie και τους άκουσε για μία εβδομάδα να σχεδιάζουν το επόμενο τεύχος μετά από το θάνατο των συναδέλφων τους, να αστειεύονται ξανά και να αγανακτούν με τους πολιτικούς που δηλώνουν ότι είναι Charlie Hebdo.
«Την Παρασκευή το βράδυ, μετά από τις δύο ομηρίες που ακολούθησαν το μακελειό στο Charlie Hebdo ανεβάζοντας τον τραγικό απολογισμό σε 17 νεκρούς, τρία μακριά τραπέζια στήθηκαν, σαν τρεις πλευρές ενός τετραγώνου, σε μία brasserie που από το 19ο αιώνα ήταν γειτονιά για καλλιτέχνες.
Μία παρέα 16 ανθρώπων, 14 άνδρες και δύο γυναίκες, ήταν ζωηρή και έκανε φασαρία. Το κρασί έρεε, αν και όχι πολύ, το φαγητό ερχόταν συνεχώς. Οι γύρω ένιωθαν τη ζωηρότητα της συζήτησης, τις έντονες χειρονομίες και τη γεμάτη ζωή δύναμη που απέπνεαν αυτά τα τραπέζια, στο τέλος μίας σοβαρής εβδομάδας. Μόνο που αυτοί ήταν οι σκιτσογράφοι. Εκείνοι που έχασαν τη μοιραία σύσκεψη, ή επιβίωσαν από αυτή.
Είδα ανάμεσά τους έναν άνδρα που ήξερα, τον Μπερνάρ Βιλέμ Χόλτροπ έναν Ολλανδό αναρχικό σκιτσογράφο που ήταν σε τρένο από τη Βρετάνη όταν χτύπησαν οι ένοπλοι. Αναγνώρισα το πρόσωπο της Φλοράνς Σεστάκ... Τότε κατάλαβα. Ηταν η αγρυπνία τους και η σύσκεψη για τα επόμενα βήματα.
Ετσι αψηφούσαν. Αυτό ήταν το πραγματικό Charlie Hebdo, πλην των δολοφονημένων φίλων και συναδέλφων τους. Για τρεις ώρες η παρέα συζητούσε διεξοδικά, με κάποιες διαφωνίες, για το τι θα έκαναν. Δεν μιλούσαν για τη στιγμή που οι ένοπλοι αφαίρεσαν τη ζωή των φίλων τους, ή τις ευρύτερες συνέπειες στην ελευθερία και την ισότητα. Μιλούσαν για το επερχόμενο τεύχος του περιοδικού τους.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε σκίτσα. Δεν μπορούμε!», είπε μία φωνή. «Κάθισα όλη την ημέρα χθες, μερικά σκίτσα αλλά τίποτα που θα δημοσίευα», εξομολογήθηκε κάποιος άλλος. Υπήρξε μία πρόταση το επόμενο τεύχος να αποτελείται από γραπτά κείμενα. «ΟΚ, γράψτε κάτι και θα δω αν έχω τι διάθεση να σκιτσάρω κάτι που θα του ταιριάζει», απάντησε ένας. «Αυτό θα τους βόλευε», φώναξε ένας. «Αλλωστε, τι στο καλό θα γράψω; Είμαι καλλιτέχνης!», πρόσθεσε ο Βιλέμ.
Κάποιος μίλησε «για τις ευθύνες μας». «Εχουμε καθήκον να πούμε αυτό που πρέπει να πούμε και με σκίτσα. Υπάρχουν πολίτες εκεί έξω που περιμένουν!». Αρχισαν σιγά σιγά να φεύγουν. Η Φλοράνς Σεστάκ, στην κεφαλή του τραπεζιού κατέληξε πίνοντας καφέ ότι «Ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει αυτό που θέλει». «Οποιος θέλει ας φτιάξει σκίτσα, εξαρτάται από εσάς», συμπλήρωσε άλλος. «Αλλά ό,τι κι αν είναι, υπερασπιζόμαστε αυτό που κάνουμε», είπε ένας τρίτος.
Κάπως έτσι έγιναν όλα. Το τεύχος ετοιμάστηκε σε ένα μεγάλο οβάλ τραπέζι σε μία γωνία των γραφείων της Libération. Eκεί όπου είχε ετοιμαστεί το περιοδικό μετά από την εμπρηστική επίθεση του 2011. Και την περασμένη Τετάρτη, ένα πλήθος από επισκέπτες και ρεπόρτερ συγκεντρώθηκε για να ακούσει τον σκιτσογράφο Ρενάλντ Λουζιέ- ή Luz όπως είναι πιο γνωστός.
Αμήχανος, μίλησε για δημιουργικό μπλοκάρισμα στο οποίο πνίγηκε, όταν οι συνάδελφοί του συζητούσαν στην brasserie. «Εγραψα με κόκκινο μελάνι ''Ελευθερία της έκφρασης, τον κ@@ο μου'' και εκεί άρχισα να ξεμπλοκάρω».
Μετά άρχισε να καταρρέει, περιγράφοντας πώς ακριβώς δημιουργήθηκε το εξώφυλλο. «Προέκυψε αυτή η ιδέα του σκίτσου του Μωάμεθ και του ''Είμαι Charlie Hebdo''. Τον κοίταξα. Εκλαιγε. Και τότε έγραψα από πάνω ''Ολα συγχωρούνται''. Ηταν το εξώφυλλο. Επιτέλους, είχαμε βρει αυτό το καταραμένο εξώφυλλο. Δεν ήταν αυτό που ήθελε ο κόσμος, αλλά ήταν αυτό που θέλαμε εμείς να φτιάξουμε. Οχι το εξώφυλλο που θα ήθελαν οι τρομοκράτες γιατί δεν υπάρχουν τρομοκράτες σε αυτό. Μόνο ένας άνδρας που κλαίει, ο Μωάμεθ. Συγνώμη που τον σκιτσάραμε πάλι, αλλά ο Μωάμεθ που φτιάξαμε είναι, πάνω από όλα, απλά ένας άνδρας που κλαίει».
Κατά την προετοιμασία για το τεύχος 1.178, η πορεία των 1,5 εκατομμυρίων ανθρώπων στους δρόμους του Παρισιού, που διαδήλωσαν πίσω από πολιτικούς ηγέτες, ήταν μία παρέλαση εξουσίας που κλόνισε πολλούς στο περιοδικό και έκανε μερικούς από αυτούς να απέχουν. Η Ζινέμπ ελ Ραζουί, μία γαλλομαροκινή φεμινίστρια που δουλεύει στο Charlie Hebdo διαδήλωσε και το βρήκε σουρεαλιστικό. «Γιατί συνήθως είμαστε μόνοι, μας μισούν και τώρα ήμασταν μέρος αυτής της τεράστιας έκφρασης από τους ανθρώπους. Από την άλλη, ήταν άξαφνο το ότι διαπιστώσαμε ποιοι ήταν οι νέοι μας φίλοι». Ο Λορέν Λεγκέρ, ρεπόρτερ του Charlie Hebdo, δεν πήγε στην πορεία. «Εγινε όλο τόσο πολιτικό. Δεν ήθελα να είμαι δίπλα σε αυτούς τους πολιτικούς ή να τους σφίξω το χέρι», εξήγησε.
Στον σκληρό απόηχο, υπήρχε προβληματισμός, θλίψη και περιφρόνηση ανάμεσα σε εκείνους στην brasserie. Και μία μικρή αμηχανία για την παγκόσμια προσοχή, μαζί με ανησυχία για την αυξανόμενη ένταση στα γκέτο και την αντίληψη ότι, όπως το έθεσε ένας Γάλλος διπλωμάτης, «Το Charlie Hebdo είναι τώρα ένα παγκόσμιο brand».
Την παραμονή της πρώτης κηδείας των θυμάτων, του σκιτσογράφου Tignous, ένας συνάδελφός του, ο Μαξ Καμπανέ έλεγε έξαλλος «Τι στο καλό έκαναν ο Κάμερον, ο Νετανιάχου, ο Γιούνκερ και οι άλλοι εκεί, να λένε ''Je suis Charlie''». Tο Charlie Hebdo δεν είναι «παγκόσμιο brand», έλεγε από την πλευρά της η Φλοράνς. «Είναι ένα σύνολο διαφορετικών καλλιτεχνών με πολύ ιδιαίτερα ταλέντα», συμπλήρωνε. «Δεν είναι Charlie Hebdo και δεν θέλουν να είναι», πρόσθετε ο Βιλέμ.
Ποιος είναι λοιπόν πραγματικά Charlie Hebdo; Τι σημαίνει να λέει κανείς «Je suis Charlie»; «Πάνω από όλα σημαίνει να είσαι αστείος, καλλιεργημένος αρκετά ώστε να καταλάβεις τον κώδικα του χιούμορ. Δεν εννοώ πολιτισμό σαν την όπερα, εννοώ μία συμπεριφορά. Το χιούμορ είναι το μοναδικό πράγμα που όλοι οι ισχυροί και φανατικοί άνθρωποι φοβούνται. Γιατί δεν θέλουν και δεν μπορούν να το καταλάβουν», εξηγεί ο Βιλέμ.
Οι σκιτσογράφοι επιμένουν ότι το Charlie Hebdo ποτέ δεν ήταν ούτε πρόκειται να γίνει όχημα για τους πολιτικούς. Το αντίθετο. Πριν από δεκαετίες, το είχαν περιγράψει ως «κακό και άτακτο» και από τότε έχει ανταποκριθεί απόλυτα σε αυτή την περιγραφή.
Το προκλητικό τεύχος των επιζώντων είχε τον υπότιτλο «Ανεύθυνη εφημερίδα». Το Charlie Hebdo δεν θέλει να γίνει αποδεκτό από το κατεστημένο. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει γιατί, όπως λέει ο Βιλέμ, υπάρχει ένα πράγμα που κανένα κατεστημένο, δόγμα, θρησκεία ή ιδεολογία δεν μπορεί να ανεχθεί: τον εμπαιγμό.
Ο Μαξ Καμπανέ πήγε τελικά στην πορεία. Για τους νεκρούς αγαπημένους φίλους του και για να μην είναι οι δρόμοι άδειοι, όπως λέει. «Αυτό θα ήταν απαίσιο. Ετσι κάνουμε στη Γαλλία. Οταν συμβαίνει κάτι, βγαίνουμε στους δρόμους, είναι η ιστορία μας». Δεν καταλαβαίνει όμως την παρουσία των πολιτικών. «Ηταν τόσο ειρωνικό. Ηταν κωμικό από μόνο του, κωμικοτραγικό, όπως όλες οι μεγάλες κωμωδίες, γιατί η ίδια η εικόνα τους έδειξε σε όλο τον κόσμο ότι η κωμωδία ανατρέπει τον κόσμο της κούφιας δύναμης», λέει.
Η Φλοράνς από την άλλη πιστεύει ότι οι πολιτικοί που βρέθηκαν στην πορεία δεν έχουν την ευαισθησία να καταλάβουν το Charlie Hebdo. «Είναι ένας άλλος κόσμος από τον δικό τους και δεν καταλαβαίνω πώς θα συνδέονταν σε αυτόν. Μιλάμε για το άτοπο».
Και το «Je suis Charlie»; «Μπορούν να πουλήσουν τις ιδέες μας, αλλά δεν μπορούν να τις κλέψουν. Οσοι το δηλώνουν ή όσοι μας επιτίθενται δεν μας καταλαβαίνουν. Υπάρχουν άνθρωποι που λένε ''Je suis Charlie'' και δεν έχουν δει ποτέ το Charlie Hebdo. Υπάρχουν άνθρωποι που μας επιτίθενται και δεν το έχουν δει ποτέ ή πιστεύουν ότι ασχολείται μόνο με το Ισλάμ», λέει ο Βιλέμ. Το θέμα, όπως συμπληρώνει, είναι ότι δεν ξέρουν πώς να διαβάζουν τα σκίτσα. «Είναι γελοίο γιατί τελικά δεν θέλουν να είναι Charlie Hebdo. Και πώς να ήταν. Μας μισούν!».
Βέβαια, δεν θέλουν όλοι να είναι Charlie Hebdo. Για παράδειγμα η Μαρίν Λε Πεν και ο πατέρας της, ιδρυτής του Εθνικού Μετώπου, Ζαν Μαρί Λεπέν, δήλωσαν το αντίθετο. «Δόξα τω Θεώ που δεν είναι! Τουλάχιστον αυτοί το παραδέχονται», λέει ο Βιλέμ.
Για εκείνον, η Γαλλία θα έχει πάντα τα ίδια προβλήματα. Μία χώρα με οικονομική ανισότητα, πατριωτική, ρατσιστική, αντισημιτική και ισλαμοφοβική. «Δεν νομίζω ότι θα διαρκέσει πολύ η προσοχή». Μπροστά του, είναι το τεύχος των επιζώντων. «Ο Riss το σχεδίασε αυτό από το νοσοκομείο», λέει για τον τραυματισμένο συνάδελφό του, δείχνοντας το σκίτσο στο οπισθόφυλλο και κοιτάζοντας το εξώφυλλο προσθέτει: «Επρεπει να συνεχίσουμε όπως ήμασταν, ανεπηρέαστοι. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε αυτό να αλλάξει τα σκίτσα μας. Αλλιώς, θα έχουν κερδίσει οι ένοπλοι».