Το επίθετό του είναι απόλυτα οικείο – αυτομάτως το «Πιστόριους» φέρνει στο νου τη δραματική ιστορία του διάσημου Παραολυμπιονίκη. Ωστόσο και η ιστορία του Μάρτιν Πιστόριους είναι ομοίως δραματική με εκείνη του συνεπώνυμου Όσκαρ. Μόνο που ο εν λόγω δεν σκότωσε κανέναν και δεν μπήκε ποτέ φυλακή.
Κι όμως, για 12 χρόνια ήταν δέσμιος του εαυτού του. Ζούσε μέσα σε ένα αδρανές κορμί και λειτουργούσε με ένα μυαλό που βρισκόταν σε κατάσταση βαθιάς ύπνωσης. Πρόκειται για την ιστορία ενός ανθρώπου που η ζωή του γνώρισε ουσιαστικές ανατροπές (επί τα χείρω) για να καταφέρει με ένα θαύμα να επιστρέψει από το βαθύ πηγάδι στο οποίο είχε πέσει και πλέον να ζει μια φυσιολογική ζωή.
Τα πρώτα 12 χρόνια της ζωής του Μάρτιν ήταν απολύτως φυσιολογικά. Ως πιτσιρικάς είχε πάθος με τα ηλεκτρονικά και μάλιστα έλεγε στη μητέρα του πως θέλει να ακολουθήσει ανάλογες σπουδές και να γίνει ένας κλασικός «electic man». Ξαφνικά, όμως, αρρώστησε. Οι γιατροί στην αρχή θεώρησαν πως προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα, ωστόσο ουδείς μπορούσε να δώσει μια ακριβή διάγνωση για την περίπτωσή του. Τα επόμενα δύο χρόνια η κατάστασή του χειροτέρεψε. Κοιμόταν επί πολλές ώρες, μόνο που ο ύπνος του ήταν βαθύς – λες και δεν βρισκόταν εν ζωή. Και κάπως έτσι συνέβη, καθώς σταμάτησε να κινείται, να κουνάει τα βλέφαρά του ή ακόμη και να κοιμάται. Έγινε αυτό που λέγεται σε απλή γλώσσα «φυτό». Τα τελευταία λόγια που είχε πει στη μητέρα του ήταν «πότε... σπίτι;» και έκτοτε σιώπησε.
Οι γονείς του τον πήγαιναν καθημερινά στους γιατρούς και τους φυσιοθεραπευτές και τις νύχτες τον μετακινούσαν, ανά δύο ώρες, στο κρεβάτι, έτσι ώστε να μην ανοίξει το σώμα του από την κατάκλιση. Επί οκτώ χρόνια οι γονείς του δεν έκαναν τίποτα άλλο από να ασχολούνται με την καθημερινή φροντίδα του γιου τους, καθώς αυτός δεν είναι σε θέση να αυτοεξυπηρετηθεί – πόσο μάλλον να δηλώσει την ύπαρξή του. Μια ημέρα η μητέρα του δεν άντεξε και ξέσπασε «ελπίζω να πεθάνεις» του είπε θεωρώντας πως ο γιος της δεν θα την ακούσει και δεν θα την καταλάβει.
Μέσα της ξέσπασε όλος ο πόνος, ο οίκτος και το πένθος -πριν καν συντελεστεί το απευκταίο- βλέποντας το παιδί της σε αυτή την κατάσταση.
Και τότε συνέβη το θαύμα. Ο Μάρτιν επέστρεψε και μάλιστα επέστρεψε για τα καλά. Στην αρχή κατάφερε να κουνάει το κεφάλι του. Εκ των υστέρων θυμάται: «Άρχισαν να αντιλαμβάνομαι κάποια πράγματα σαν φυσιολογικός άνθρωπος». Στη συνέχεια, με τη βοήθεια ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, άρχισε να μιλάει και εν συνεχεία να μετακινείται με καροτσάκι.
Παρομοιάζει τον εαυτό του με ένα φάντασμα που ξύπνησε από βαθύ λήθαργο χωρίς να γνωρίζει αν πέθανε ή αν συνεχίζει να ζει. Ο κόσμος τον κοιτούσε περίεργα κι εκείνος το αντιλαμβανόταν, έστω και αμυδρά. Ήθελε να φωνάξει, να διαμαρτυρηθεί και να μιλήσει, αλλά δεν μπορούσε.
Τώρα ο Μάρτιν μοιάζει με έναν πρώην αθλητή με αμαξίδιο. Το άνω μέρος του σώματός του έχει αποκτήσει ξανά όγκο και δύναμη, ενώ το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη του. Όπως και η ζωή του.
Όταν το ρωτούν πώς ένιωθε τότε, δεν είναι σίγουρος αν μπορεί να μιλήσει επακριβώς για τα συναισθήματά του. Ενιωθε παγιδευμένος, αυτό ήταν σίγουρο. Ήταν σαν να βρισκόταν σε ένα σκοτεινό κελί από το οποίο δεν θα μπορούσε ποτέ να δραπετεύσει. Παραδέχεται πως, όντως, κατάλαβε πως η μητέρα του ευχόταν να πεθάνει για να γλιτώσει από το μαρτύριο και αυτό αποτέλεσε ένα ισχυρό τεστ για τον εαυτό του. Κάπως τον ταρακούνησε, κινητοποίησε κρυφές δυνάμεις που βρίσκονταν θαμμένες βαθιά μέσα του – εκεί που βρισκόταν και ολόκληρος ο εαυτός του. Τώρα ο Μάρτιν είναι παντρεμένος, αφού προηγουμένως πήγε στο κολλέγιο και έμαθε να οδηγεί. Θέλοντας να μοιραστεί τη δραματική εμπειρία του έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Ghost Boy», το παιδί φάντασμα.