Με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο από τις εκδόσεις Πατάκη, με τίτλο «Μηχανικοί Καταρράκτες», η γνωστή συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου επανέρχεται στην κριτική της στην Αριστερά, μιλάει για τη ζωή και το θάνατο και εξηγεί γιατί τα τζαμιά έκαναν κακό στη Δύση.
Σε συνέντευξή της στην «Καθημερινή» και στην Μαριαλένα Σπυροπούλου η Σώτη Τριανταφύλλου εξηγεί καταρχήν πού ζει:
«Ζω σε διάφορες πόλεις, αλλά νιώθω πως το σπίτι μου βρίσκεται στο Παρίσι κι εκεί με φαντάζομαι όταν θα είμαι πια πολύ ηλικιωμένη. Περνάω τη φετινή χρονιά στην Αγγλία, κάνω κάποιες σπουδές και γράφω τα επόμενα βιβλία. Ζω με αυτόν τον τρόπο από τις αρχές του 1980, όταν πήρα πτυχίο από το ελληνικό πανεπιστήμιο και έφυγα για το Παρίσι. Οσο μπορώ να μετακινούμαι θα μετακινούμαι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απομακρύνομαι από την Ελλάδα. Επειδή αναφέραμε προηγουμένως τα περί ταυτοτήτων, η ταυτότητα του γενέθλιου τόπου είναι, θα λέγαμε, πρωταρχική ακόμα και για ανθρώπους σαν εμένα που διεκδικούν παγκόσμια ταυτότητα».
Λέει για την κριτική που έχει ασκήσει στην Αριστερά:
«Δεν ασχολούμαι με την κριτική, πολύ λιγότερο με τις ιδεολογικές συγκρούσεις. Εκφράζω τη γνώμη μου ως ιστορικός και ως δημοσιογράφος, αλλά δεν παίρνω μέρος σε «διάλογο»: δεν με ικανοποιούν οι παίκτες και το επίπεδό του. Ο χρόνος θα δείξει αν έχω δίκιο σε όλα, σε μερικά ή σε τίποτα. Για πολλά πράγματα ελπίζω να διαψευστώ».
Απαντάει τι θέλει να δει στην Ελλάδα μόλις επιστρέψει:
«Επειδή θα αργήσω να επιστρέψω, ελπίζω να έχει μειωθεί η ανεργία. Αυτό είναι το σοβαρότερο πρόβλημά μας και πηγή πολλών δεινών σε επίπεδο σκέψης και νοοτροπίας. Ο άνεργος άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά. Ο φτωχός μπορεί. Πιστεύω ότι έχουμε άφθονο δυναμικό που παραμένει αναξιοποίητο».
Και τέλος, αναπτύσσει το επιχείρημά της για τα τζαμιά στη Δύση:
«Οι μουσουλμάνοι οδηγούν τις ευρωπαϊκές Δημοκρατίες στην οπισθοδρόμηση. Ενώ είχαν γίνει βήματα στην κατεύθυνση της εκκοσμικευμένης δημοκρατίας, η παρουσία τους -συχνά υπερβολικά πιεστική για τους αυτόχθονες πληθυσμούς όπως εδώ στην Αγγλία- δημιουργεί ανάγκες θρησκευτικού τύπου οι οποίες είχαν, σε μεγάλο βαθμό, αρθεί από το νεωτερικό δημοκρατικό πνεύμα. Τα τζαμιά ήταν παταγώδης αποτυχία σε όλες τις δυτικές χώρες: έγιναν φυτώρια εξτρεμισμού, συνέβαλαν στην απομόνωση των μεταναστευτικών κοινοτήτων και εμπόδισαν την ενσωμάτωσή τους στον κοινωνικό κορμό. Το Ισλάμ, όπως ο χριστιανισμός πριν από τον Διαφωτισμό, είναι παράγοντας καθυστέρησης και δεν πρέπει να ευνοείται. Η θρησκεία θεωρείται ιδιωτικό ζήτημα στις δυτικές Δημοκρατίες ― πιστεύω ότι δεν πρέπει να υποχωρήσουμε σ’ αυτό. Το κτίσιμο τζαμιών θα προκαλέσει αναβίωση του χριστιανικού φονταμενταλισμού, πολιτιστικό εθνικισμό και, οπωσδήποτε, όλο και πιο θεαματική παρουσία των τρελών του θεού κάθε απόχρωσης. Ενα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ανθρώπου στη Δύση ήταν η απελευθέρωση από τον φανατισμό και τη θρησκεία ― τώρα βαδίζουμε προς τα πίσω. Οι θρησκείες που δεν έχουν πλαισιωθεί από κοινωνικό συμβόλαιο και που απειλούν να μετατρέψουν το δημοκρατικό δίκαιο σε θεοκρατικό πρέπει να αναχαιτιστούν. Το ότι οι δυτικές χώρες δεν διέκριναν τη διαφορά μεταξύ θρησκευτικής ελευθερίας και θεοκρατικού πειρασμού είναι κρίμα για όλους τους πολίτες, όχι μόνον για τους κοσμικούς και άθρησκους σαν εμένα. Τέλος, αν έχει κάποια σημασία, πιστεύω ότι δεν πρέπει να ξοδεύεται ούτε ένα ευρώ για τη θρησκεία. Ούτε μισό ευρώ. Το έχω επαναλάβει πολλές φορές και θα το επαναλάβω όσες χρειαστεί: η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Σταματώ εδώ αν και θα μπορούσα να συνεχίσω! Ισως μετανιώσατε που με ρωτήσατε».