Βιασμοί, βασανιστήρια, μαζικές δολοφονίες: συνολικά 50.000 γυναίκες δολοφονήθηκαν στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης γυναικών του Ράβενσμπρακ. Το νέο βιβλίο της Σάρα Χελμ που περιλαμβάνει μαρτυρίες διασωθέντων, αποκαλύπτει την ανείπωτη φρίκη που έκρυβαν οι τοίχοι.
Στο στρατόπεδο αυτό στέλνονταν οι «ανεπιθύμητες» γυναίκες: τσιγγάνες, πολιτικοί κρατούμενοι, μέλη της αντίστασης και μικρο-εγκληματίες.
Σαν εργαστηριακά κουνέλια συμμετείχαν σε αποτρόπαια ιατρικά πειράματα, ενώ υποβάλλονταν σε βασανιστήρια και βιασμούς.
Η Καταρίνα Γουάιτζ, ήταν η πρώτη γυναίκα που κατάφερε να το σκάσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρακ σκαρφαλώνοντας τον τοίχο.
Ακροβάτρια στο επάγγελμα, το «έγκλημα» που την έστειλε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν η τσιγγάνικη καταγωγή της, που κατά τον Χίτλερ την κατέτασσε ως «εκφυλισμένη ύπαρξη» που «απειλούσε να μολύνει την Αρία φυλή»
Δύο φορές αυτή η γενναία νεαρή γυναίκα προσπάθησε ανεπιτυχώς να διαφύγει και πέρασε μήνες βασανιστηρίων μετά την σύλληψη της, ωστόσο απτόητη προσπάθησε ξανά και τα κατάφερε.
Μέσα στο σκοτάδι κατάφερε να περάσει απαρατήρητη από τους φρουρούς των SS και τα σκυλιά τους, σκαρφάλωσε στην οροφή του κυλικείου του προσωπικού και από εκεί, χρησιμοποιώντας την εμπειρία της στο τσίρκο, πήδηξε στον ηλεκτροφόρο φράκτη, τον οποίο κάλυψε με κουβέρτα, σκαρφάλωσε 5 σειρές συρματοπλέγματα και έναν τοίχο 5 μέτρων και κατάφερε να διαφύγει στο δάσος.
Ηταν ελεύθερη για τρεις μέρες και νύχτες, διάστημα κατά το οποίο όλες οι άλλες γυναίκες στο θάλαμο αναγκάστηκαν να σταθούν σε στάση προσοχής, χωρίς να κουνιούνται και χωρίς τροφή ή νερό. Την τέταρτη ημέρα το πρωί την έσυραν πίσω, καλυμμένη με αίμα και δαγκωνιές σκύλων.
Την έριξαν πίσω στο θάλαμο με τις τιμωρημένες συγκρατούμενες της και τους είπαν «κάντε την ότι θέλετε»,
Παρανοϊκές από την πείνα και την κούραση, πήραν καρεκλοπόδαρα και κυριολεκτικά τη σκότωσαν στο ξύλο, κάνοντας οι ίδιες τη βρώμικη δουλειά των φρουρών τους.
Πολλές χιλιάδες γυναίκες υπέστησαν παρόμοια μακάβρια μοίρα στα έξι χρόνια που υπήρχε το Ράβενσμπρακ. Εργάζονταν μέχρι θανάτου, χωρίς φαγητό, βασανίζονταν, απαγχονίζονταν, εκτελούνταν, δολοφονούνταν με αέρια ή καίγονταν ζωντανές στα κρεματόρια.
Παραδόξως, όταν οι πρώτες κρατούμενες έφτασαν στο Ράβενσμπρακ, 55 μίλια βόρεια του Βερολίνου, τον Μάιος του 1939 αντιμετώπισαν μία διαφορετική πραγματικότητα.
Πολιτικοί αντίπαλοι, πόρνες, και «ανεπιθύμητες», μεταφέρθηκαν εκεί από τα μπουντρούμια, τα σκοτεινά κελιά και τα ζοφερά πτωχοκομεία σε όλη τη Γερμανία, όπου ήταν κλειδωμένες γιατί δεν ανταποκρίνονταν στο «Kinder, Kuche, Kirche» (Παιδιά, κουζίνα, εκκλησία) ιδανικό των Ναζί για τη γυναικεία φύση.
Οταν κατέβηκαν από τα σκούρα λεωφορεία, αντίκρισαν τα καταγάλανα νερά της λίμνης και η μυρωδιά ενός πευκοδάσους γέμισε τους πνεύμονές τους. «Οι καρδιές μας φτερούγισαν από χαρά», θυμάται η Λίζα Ούλριχ, κομμουνίστρια και πρώην κρατούμενη στο στρατόπεδο.
Δεν υπήρχαν παρατηρητήρια. Μέσα από το συρματόπλεγμα φαίνονταν πολύχρωμα λουλούδια και ένα κλουβί με παγόνια και έναν παπαγάλο.
Η ψευδαίσθηση της ηρεμίας τους όμως αμέσως γκρεμίστηκε όταν «ορδές γυναικών φυλάκων με άγρια σκυλιά όρμησαν σε εμάς με εντάλματα και μας φώναζαν σκύλες και πόρνες».
Από τότε, κάθε λεπτό των ημερών που ακολουθούσαν ήταν πειθαρχία με σειρήνες και κανόνες, ενώ μέσα στον θάλαμο, οι γυναίκες ήταν στοιβαγμένες σαν ζώα. Μάλιστα η πειθαρχία τηρούνταν όχι μόνο από τους φρουρούς, αλλά και από τους συνεργάτες μεταξύ των κρατουμένων, οι «αρχηγοί των θαλάμων» που προσλαμβάνονταν ανάμεσα στις κρατούμενες, ήταν συχνά πιο απάνθρωποι και από τους φρουρούς.
Το Ράβενσμπρακ ήταν μία τεράστια μηχανή θανάτου, όπου τα πάντα οδηγούσαν εκεί. Οσοι ήταν πολύ άρρωστοι ή κουρασμένοι από τις κακουχίες ήταν οι επόμενοι στη λίστα εξόντωσης.
Τακτικά στο στρατόπεδο έφταναν φορτηγά τα επονομαζόμενα Himmelfahrt («του Παραδείσου») που έπαιρναν ομάδες γυναικών για άγνωστους προορισμούς από τους οποίους δεν θα επέστρεφαν ποτέ.
Αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν οι θάλαμοι αερίων των Ναζί σε μυστικά κέντρα στη Γερμανία ή την Αυστρία ή - πιο συχνά - στα στρατόπεδα θανάτου του Άουσβιτς ή του Μπέλσεν.
Η έμπνευση πίσω από αυτή την επίγεια αναπαράσταση της κόλασης ήταν ο Χάινριχ Χίμλερ, ο αρχηγός των SS, ο οποίος επέβλεπε το δίκτυο των στρατοπέδων συγκέντρωσης και ήταν ένας συχνός επισκέπτης στο Ράβενσμπρακ.
Ηταν αυτός που επικύρωσε τη χρήση του Pruegelstrafe, κατά το οποίο οι κρατούμενες δένονταν πάνω σε ένα ξύλινο άλογο και λάμβαναν 25 χτυπήματα με μαστίγιο στους γλουτούς.
Το χειρότερο όμως είναι τα ανατριχιαστικά ιατρικά πειράματα που διεξάγονταν στις κρατούμενες. Οι συνεδρίες αυτές ξεκίνησαν με το γιατρό του στρατοπέδου, Γουόλτερ Σόνταγκ
Ενθαρρυμένοι από τον Χίμλερ ξεκίνησε τη δοκιμή τρόπων για τη δολοφονία κρατουμένων. Η ένεση με βενζίνη ή φαινόλη στις φλέβες τους ήταν προσφιλής μέθοδος.
Ο Σόνταγκ ήταν σαδιστικά ωμός. Κάθε πρωί, ντυμένος με την άψογα μαύρη ομοιόμορφη SS στολή του, πέρναγε κατά μήκος της γραμμής των γυναικών που περίμεναν έξω από το στρατόπεδο του νοσοκομείου με δαγκώματα σκυλιών, χαρακιές από ξυλοδαρμούς ή κρυοπαγήματα και τις κλωτσούσε με τις μπότες του, ή τις χτυπούσε με ένα ραβδί από μπαμπού. Επίσης λέγεται ότι απολάμβανε ιδιαίτερα την εξαγωγή υγιών δοντιών χωρίς αναισθητικό.
Μία από τις εμμονές του Χίμλερ ήταν η πεποίθηση του ότι το τακτικό σεξ κάνει καλύτερους τους στρατιώτες, και ο ίδιος έδωσε εντολή στον Σονταγκ να βρει έναν τρόπο να έχουν σεξουαλική επαφή σε οίκους ανοχής, χωρίς να κολλάνε αφροδίσια νοσήματα. Ο γιατρός πειραματίστηκε με πόρνες στο Ράβενσμπρακ σε αναζήτηση μιας θεραπείας για τη σύφιλη και τη βλεννόρροια.
Δεν υπάρχουν αρχεία για το πώς διεξάγονταν αυτά τα πειράματα, αν και όλοι γνώριζαν ότι συνέβαιναν. Ένας επιζών από το στρατόπεδο είχε ακούσει ότι σε μία σειρά πειραμάτων η σύφιλη εγχέεται στο νωτιαίο μυελό.
Αλλά απτές αποδείξεις υπάρχουν για μία σειρά από μακάβριες ιατρικές δοκιμές που ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1942, όταν 75 από τις νεότερες και πιο υγιείς γυναίκες – όλες Πολωνές - κλήθηκαν στο έδαφος να στο προαύλιο, όπου ο χειρουργός των SS Καρλ Γκεμπχαρντ σήκωσε τις φούστες για να επιθεωρήσει τα πόδια τους. Εξι από αυτές επιλέχθηκαν και στάλθηκαν στο νοσοκομείο του στρατοπέδου.
Εκεί τις έκαναν μπάνιο και τις έβαλαν σε κρεβάτια με καθαρά σεντόνια. Στη συνέχεια, μια νοσοκόμα ξύρισε τα πόδια τους και τις οδήγησε στο θάλαμο του χειρουργείου.
Καθώς βυθίζονταν στο αναισθητικό, μία από αυτές επαναλάμβανε ξανά και ξανά: «Δεν είμαστε ινδικά χοιρίδια ... δεν είμαστε ινδικά χοιρίδια» αλλά αυτό ακριβώς ήταν και στο στρατόπεδο τις αποκαλούσαν Kaninchen (κουνέλια)
Όταν το πρώτο «κουνέλι» ξύπνησε, τα πόδια της ήταν στο γύψο. Μέσα σε λίγες ώρες η ίδια και οι άλλες ούρλιαζαν από τους πόνους καθώς τα πόδια τους άρχισαν να πρήζονται.
Είχαν χρησιμοποιηθεί σε πειράματα για να ανακαλύψουν καλύτερα φάρμακα για τη θεραπεία των πληγών του πολέμου των στρατιωτών της Γερμανίας. Τα πόδια των γυναικών είχε ανοιχτεί και μολυνθεί με βακτήρια, βρωμιές, γυαλιά και θραύσματα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η μόλυνση θα εξαπλωθεί περαιτέρω.
Μέρες αργότερα, ο γύψος αφαιρούνταν και οι πληγές τους αντιμετωπίζονταν με διαφορετικά πειραματικά φάρμακα. Τα «κουνέλια» που δεν συνεργάζονταν ή φώναζαν πολύ δυνατά λόγω του πόνου, δέχονταν θανατηφόρες ενέσεις.
Τα ιατρικά πειράματα υποτίθεται ότι ήταν άκρως απόρρητα, αλλά ολόκληρο το στρατόπεδο τα γνώριζε και ήταν τρομοκρατημένο.
Για να βοηθηθεί η μαζική σφαγή, ο Χίμλερ αποφάσισε ότι το Ράβενσμπρακ θα πρέπει να έχει το δικό του θάλαμο αερίων, που χτίστηκε τον Ιανουάριο του 1945. Το στρατόπεδο είχε γίνει υπερπλήρες σε οριακό σημείο και έπρεπε να κάνει χώρο για ακόμα περισσότερες κρατούμενες, ειδικά όταν έκλεισαν τα στρατόπεδα στην Ανατολή.
Οι εκτελέσεις και οι ενέσεις ήταν χρονοβόρες. Οι θάλαμοι αερίων ήταν ταχύτεροι και διπλασίαζαν τον αριθμό των νεκρών.
Αρχικά χρησιμοποιήθηκε μία παλιά αποθήκη. Με διαστάσεις 3χ5 ήταν όσο ένα γκαράζ αυτοκινήτων σε μέγεθος, ενώ τα κενά και οι τρύπες στους τοίχους καλύπτονταν με μαστίχα.
Οι γυναίκες ωθούνταν στο εσωτερικό, 150 τη φορά, και έκλεινε η πόρτα. Στη συνέχεια, ένα δοχείο αερίων έπεφτε από την οροφή. Σύμφωνα με έναν μάρτυρα, υπήρχαν φωνές και κλάμα για δύο έως τρία λεπτά, στη συνέχεια σιωπή.
Φυλακισμένοι στο πλησιέστερο θάλαμο άκουγαν τα φορτηγά να μαρσάρουν και αναρωτιόντουσαν γιατί οι κινητήρες παραμένουν σε λειτουργία για τόσο πολύ. Στη συνέχεια, κάποιος είπε ότι ήταν για να καλύψουν τις κραυγές από το θάλαμο αερίων.
Μέσα σε ένα μόνο σαββατοκύριακο μόνο, 2.500 γυναίκες δηλητηριάστηκαν με αέρια. Στόχος ήταν να μην υπήρχαν μάρτυρες ζωντανοί όταν θα έφταναν οι σύμμαχοι.
Αλλά υπήρχαν ακόμη χιλιάδες γυναίκες στο χώρο στις 30 Απριλίου 1945, όταν οι επιζώντες ξύπνησαν με το βρυχηθμό του ρωσικού πυροβολικού.
Οι φρουροί των SS είχαν φύγει, και οι γυναίκες ετοίμαζαν κόκκινη σημαία για να κρεμάσουν στο στρατόπεδο.
Αλλά οι «απελευθερωτές» του Κόκκινου Στρατού τους έφεραν μια νέα φρίκη, τους βιασμούς.
Από τότε που είχαν περάσει τα γερμανικά σύνορα, ο Κόκκινος Στρατός είχε εμπλακεί σε αρκετά σεξουαλικά εγκλήματα και τώρα βίασε και τις γυναίκες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ακόμα και τις Ρωσίδες.
Η Νάντια Βασιλίεβα, Ρωσίδα νοσοκόμα, θυμάται, ότι αρχικά τις υποδέχθηκαν σαν αδελφές και στη συνέχεια μετατράπηκαν σε τέρατα.
«Ήμουν σχεδόν πτώμα» θυμάται η Ιλσε Χάινριχ «και έπρεπε να υποβληθούν σε αυτό» Οι έγκυες γυναίκες και οι λεχώνες βιάστηκαν επίσης.
Μια άλλη γυναίκα κατήγγειλε ότι οι στρατιώτες απαιτούσαν πληρωμή για την απελευθέρωση. «Οι Γερμανοί ποτέ δεν μας βίασαν επειδή μας θεωρούσαν γουρούνια, αλλά οι δικοί μας στρατιώτες το έκαναν. Ο Στάλιν είχε πει ότι κανένας στρατιώτης δεν έπρεπε να πάρει αιχμαλώτους, έτσι μας αντιμετώπιζαν σαν σκουπίδια.
Δεδομένου ότι όλες οι γενναίες γυναίκες της Ράβενσμπρακ είχαν περάσει και επιβιώσει από τις αντιξοότητες, αυτή η παραβίαση ήταν η τελική ταπείνωση.
Τα αποσπάσματα του κειμένου είναι από το επερχόμενο βιβλίο της Σάρα Χελμ «If This Is A Woman: Inside Ravensbruck, Hitler’s Concentration Camp For Women» που θα κυκλοφορήσει στις 15 Ιανουαρίου.