Πώς θα κατορθώσει το Ποτάμι να συγκυβερνήσει, ποιους όρους και ποιους συμβιβασμούς πρέπει να κάνει; Ο γνωστός καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και στέλεχος του Ποταμιού (κάποιοι τον «βλέπουν» μάλιστα σε εκλόγιμη θέση στο Επικρατείας) έγραψε στο προσωπικό του blog ένα άρθρο για το θέμα αυτό, προκαλώντας μια δυναμική συζήτηση.
Μεταξύ άλλων, λέει πως αν το Ποτάμι συγκυβερνήσει με τη Νέα Δημοκρατία, δεν θα πρέπει να είναι πρωθυπουργός ο Αντώνης Σαμαράς, ενώ αν συγκυβερνήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα πρέπει να είναι πολιτική προσωπικότητα ο υπουργός Οικονομικών.
Ακολουθεί αναλυτικά το κείμενο του Σταύρου Τσακυράκη και η εκτίμησή του για τον κίνδυνο που ελλοχεύει πιθανή δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, στα πρότυπα του Ιουνίου του 2012.
«Οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας είναι υποχρεωμένες να κάνουν μεγάλους συμβιβασμούς. Παρά το εξωφρενικό μπόνους των 50 εδρών, το πιο πιθανό αποτέλεσμα των εκλογών είναι να μην έχει κανένα κόμμα αυτοδυναμία. Στην περίπτωση αυτή το ενδεχόμενο νέας προσφυγής στις κάλπες, όπως έγινε το 2012, πρέπει να αποκλεισθεί τελείως γιατί ισοδυναμεί με την κατάρρευση της χώρας. Δεν υπάρχει το παραμικρό χρονικό περιθώριο. Η παράταση της συμφωνίας με τους εταίρους που λήγει τέλος Φεβρουαρίου, οι δόσεις δανείων που λήγουν τον Μάρτιο και πάνω απ’ όλα η παρατεταμένη ακυβερνησία που δεν την αντέχει το τραπεζικό σύστημα, καθιστούν τις δεύτερες εκλογές ισοδύναμες με χάος και πλήρη κατάρρευση.
Μερικοί φαντασιώνονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, που αποκλείει τις συνεργασίες με άλλες πολιτικές δυνάμεις, αν έρθει πρώτο κόμμα μπορεί να επιδιώξει την αυτοδυναμία σε δεύτερες εκλογές. Αστεία πράγματα. Ακόμη κι αν του λείπουν λίγες έδρες για την αυτοδυναμία, οι δεύτερες εκλογές θα διαλύσουν τη χώρα και θα τον απομακρύνουν οριστικά από κάθε προοπτική κατάκτησης της εξουσίας. Το ίδιο ισχύει και για τη Νέα Δημοκρατία. Αν επιδιώξει δεύτερες εκλογές, μάλλον αποχαιρετά οριστικά την εξουσία.
Η αναγκαιότητα κυβερνητικής λύσης υποχρεώνει σε συνεργασία και τις πολιτικές δυνάμεις του μεσαίου χώρου. Το Ποτάμι δεν μπορεί να την αρνηθεί είτε είναι πρώτο κόμμα η ΝΔ είτε είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι τραγικό για ένα νέο κόμμα που γνωρίζει ότι η ριζική αλλαγή της χώρας περνά μέσα από τη συντριβή του παλαιοκομματικού συστήματος να αναγκάζεται να συμπράξει είτε με μια λαϊκιστική Δεξιά είτε με μια αναχρονιστική Αριστερά. Όμως, αν ισχύει ότι βρισκόμαστε πάλι σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η συνεργασία αποτελεί πράξη ανάληψης ευθύνης.
Η ευθύνη, όμως, περιορίζεται στο να αποφευχθεί άμεσα η κατάρρευση της χώρας και προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να αναζητηθούν οι όροι μιας πιθανής συνεργασίας. Η συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ έχει ως λογική προϋπόθεση την διασφάλιση της θέσης μας στην Ευρώπη και το ευρώ πράγμα που σημαίνει ότι η όποια διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας εξυπακούεται ότι γίνεται με δεδομένη την αποδοχή και το πλαίσιο των δεσμεύσεων μας. Κι επειδή όλοι γνωρίζουμε ότι οι διακομματικές συμφωνίες στα χαρτιά δεν διασφαλίζουν τίποτα, η κρίσιμη θέση του Υπουργού Οικονομικών πρέπει να ανατεθεί σε μια μη πολιτική προσωπικότητα αναμφισβήτητων φιλοευρωπαϊκών πεποιθήσεων ώστε να μην υπάρξουν μονομερείς εκπλήξεις.
"Δύσκολο είναι να ζητάς από τον ΣΥΡΙΖΑ να καταπιεί κάτι τέτοιο" θα αντιτάξει κάποιος. Όμως, το Ποτάμι δεν μπορεί παρά να το ζητήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ καλά θα κάνει να το δεχτεί. Το Ποτάμι δεν μπορεί παρά να θέσει αυτόν τον όρο γιατί αλλιώς δεν σώζεται η χώρα και δεν έχει νόημα η κυβερνητική συνεργασία. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί παρά να τον δεχτεί, αλλιώς προχωρεί σε εκλογές ζητώντας αυτοδυναμία για να έχει λυτά τα χέρια ώστε να μας βγάλει από την Ευρώπη. Ακόμη κι αν ελπίζει ότι επιβιώνουμε του χάους των δεύτερων εκλογών είναι αφέλεια να πιστεύει ότι θα βγει ενισχυμένος με μια απροκάλυπτη αντιευρωπαϊκή πολιτική.
Στην παρούσα συγκυρία, το Ποτάμι ούτε στη Νέα Δημοκρατία, αν είναι πρώτο κόμμα, μπορεί να αρνηθεί τη συνεργασία. Όμως, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να συμπράξει σε μια διακυβέρνηση, η οποία όχι μόνο μας οδηγεί σε αργό θάνατο αναβιώνοντας το πελατειακό κράτος που μας έφερε στην δεινή θέση που είμαστε, αλλά όπως αποδείχθηκε με την νέα υπαρξιακή κρίση που διανύουμε θέτει ανά πάσα στιγμή σε κίνδυνο την ανάταξη της χώρας. Η αξιοκρατία αρχίζοντας από τους ανώτερους αξιωματούχους, η ανάπτυξη με κίνητρα και χρηματοδότηση ιδιαίτερα της νεανικής επιχειρηματικότητας, άμεσες θεσμικές αλλαγές όπως η αναθεώρηση του Συντάγματος και ο εκλογικός νόμος, είναι μερικά από τα παραδείγματα όρων που τίθενται για την διασφάλιση μιας νέας πορείας. Κι εδώ, όμως, επειδή οι διακομματικές συμφωνίες δεν αρκούν για τη τήρησή τους, πρέπει να υπάρξει νέο πρόσωπο στη θέση του Πρωθυπουργού που θα εκφράσει τη νέα κυβερνητική συνεργασία.
"Δύσκολο να ζητάς από τη Νέα Δημοκρατία να καταπιεί κάτι τέτοιο, όταν θα έχει έρθει πρώτο κόμμα στις εκλογές", θα αντιτείνει κάποιος. Ο όρος δεν είναι να μην προέρχεται ο Πρωθυπουργός από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά να μην είναι το πρόσωπο που θα εκφράζει μια δόση από τα παλιά. Η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να το αρνηθεί λέγοντας «αφού δεν θέλετε τον Σαμαρά πάω σε εκλογές», γιατί, ακόμη κι αν ελπίζει ότι θα επιβιώσουμε του χάους των δεύτερων εκλογών, δεν μπορεί να πιστεύει ότι θα βγει κερδισμένη αν οδηγήσει τη χώρα στην περιπέτεια χάριν ενός προσώπου.
Όσο και να φαίνεται περίεργο από την ακυβερνησία ο λιγότερο χαμένος θα είναι το Ποτάμι. Αφενός κανείς δεν θα του αποδώσει τεράστιες ευθύνες αφετέρου θα επιβεβαιώσει με τραγικό τρόπο τη θέση του ότι τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ ευθύνονται για το αδιέξοδο της χώρας. Αυτή τη τραγική για τη χώρα επιβεβαίωση δεν τη θέλει το Ποτάμι και είναι διατεθειμένο να "λερωθεί" πριν καλά-καλά μπει στην πολιτική κονίστρα. Δεν έχει, όμως, κανένα νόημα να το κάνει αν δεν αντιλαμβάνονται όλοι ότι η επείγουσα κατάσταση υποχρεώνει σε μεγάλους συμβιβασμούς. Και μην νομίζετε ότι οι μεγαλύτεροι είναι να μην πάρει ο Μηλιός το Υπουργείο Οικονομικών ή ο Σαμαράς την Πρωθυπουργία. Τον μεγαλύτερο συμβιβασμό θα τον κάνει το ίδιο το Ποτάμι, αν συμπράξει είτε με τη Νέα Δημοκρατία είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ, τα κόμματα που τρέφονται από την κρίση. Θα το κάνει μόνο και μόνο γιατί υπάρχει επείγουσα ανάγκη αποτροπής της καταστροφής».