«Τι θα ψηφίσουμε;», αναρωτιέται ο πρώην υπουργός αναλύοντας γιατί αυτή τη στιγμη ένα μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων που αποτελούν τη μεσαία τάξη δεν ξέρει με ποιο κόμμα να συμπορευτεί.
Την αύξηση των μεσαίων στρωμάτων στην Ελλάδα υπογραμμίζει σε άρθρο του ο Θεόδωρος Πάγκαλος, τονίζοντας ότι αυτά δεν έχουν τη δυνατότητα να εκπροσωπηθούν από ένα κόμμα όπως ήταν το ΠΑΣΟΚ, το οποίο πλέον έχει φθαρεί.
Κάνει μάλιστα και μια ιστορική αναδρομή στα κόμματα που εξέφραζαν πολιτικά τη μεσαία τάξη από την ΕΔΑ μέχρι το Σοσιαλιστικό Κίνημα.
Αναλυτικά αναφέρει στο άρθρο του:
«Μεγάλη συζήτηση γίνεται για το αν και πόσο θα αναστατωθεί η οικονομία της χώρας επειδή δυνάμεις του παρανοϊκού εθνικοσοσιαλιστικού μετώπου, που τορπίλισε την εκλογή Προέδρου, θα έρθουν ενισχυμένες σε μια προσεχή Βουλή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, βασικό κόμμα της αντιπολίτευσης, στηρίζει εδώ και χρόνια την προπαγάνδα του στην ατεκμηρίωτη υπόθεση ότι σ’ αυτό το σώμα θα διαθέτει μια πλειοψηφία που θα του επιτρέψει να κυβερνήσει.
Ακόμα και αν οι πιο κολασμένες φαντασιώσεις του αντιευρωπαϊκού μετώπου πραγματωθούν, μια τέτοια εξέλιξη φαίνεται απίθανη. Φανταστείτε μια κυβερνητική πλειοψηφία, που θα περιλαμβάνει οπαδούς της μετά-κομμουνιστικής διανόησης, τους φυγάδες από το χώρο της λογικής νέο-κομμουνιστές, από άλλες αντιευρωπαϊκές εθνικιστικές τάσεις και στο πλευρό τους βουλευτές από τα μεγάλα κόμματα που θα είναι έτοιμοι να πουλήσουν την ψυχή τους στο διάβολο για μια θέση στο Κοινοβούλιο ή ακόμα καλύτερα για ένα σκαμνί στο υπουργικό συμβούλιο.
Τα μεσαία στρώματα δεν έχουν εκπροσώπηση, όπως το 1958
Ενώ όμως αυτή η χωρίς νόημα συζήτηση δίνει και παίρνει είχε περάσει τελείως απαρατήρητη μια άλλη εξέλιξη, το γεγονός δηλαδή ότι 40 χρόνια μετά το 1974 η Ελλάδα ξαναβρέθηκε, όπως το 1958, χωρίς αξιόλογη πολιτική εκπροσώπηση των μεσαίων στρωμάτων της κοινωνίας.
Τότε μια δυναμική και ανοιχτόμυαλη ηγεσία της ΕΔΑ είχε καταφέρει να συσπειρώσει πολιτικούς του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου. Ο Νέστωρ της πολιτικής ζωής Γιάννης Πασαλίδης και προσωπικότητες που επέβαλαν σεβασμό στους αντιπάλους όπως ο Ηλίας Ηλιού, ο Αντώνης Μπριλάκης, ο Λεωνίδας Κύρκος, η Μαρία Καραγιώργη και άλλοι δημιουργούσαν κάθε μέρα με το λόγο και την πολιτική τους πρακτική τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ενός μεγάλου ρεύματος συνεργασίας, που είχε ονομαστεί από τη δεξιά «συνοδοιπορία». Εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος, που δικαιολογημένα μισήθηκε από τη δεξιά ήταν ο Ηλίας Τσιριμώκος και ο Γεώργιος Καρτάλης. Εναντίον τους ανέπτυσσαν φοβικά επιχειρήματα ανοίγοντας το δρόμο στις ψυχροπολεμικές κραυγές των δεξιών, οι δύο άνθρωποι που διεκδικούσαν με ανεξέλεγκτη φιλαυτία την ηγεσία του κεντρώου χώρου. Η μεγάλη ειρωνεία της τύχης είναι ότι και τότε τα ονόματα ήταν Παπανδρέου και Βενιζέλος. Η αλληλοϋποβλεπόμενη και αναξιόπιστη αυτή ηγεσία δεν μπορούσε να υπηρετήσει αποτελεσματικά τα συμφέροντα των μεσαίων στρωμάτων που αποτελούσαν και αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Σε βάθος χρονικού ορίζοντα δε δημιουργούσε καν στοιχειώδη εμπιστοσύνη: ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε χρηματίσει βουλευτής του στρατάρχη Παπάγου και ο Σοφοκλής Βενιζέλος μοίραζε με δυσκολία το χρόνο του ανάμεσα στη χαρτοπαιξία, τις εφοπλιστικές επιχειρήσεις και την πολιτική.
Στις εκλογές του 1958 η ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή παίρνει 41% και 171 έδρες, η ΕΔΑ, που περιλαμβάνει και τους κομμουνιστές, έρχεται δεύτερη με 24% και 79 έδρες και το Κόμμα Φιλελευθέρων των Γ. Παπανδρέου – Σ. Βενιζέλου, 21% και 36 έδρες.
Μετά τις εκλογές της βίας και της νοθείας του 1961 και τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου σαρώνει κυριολεκτικά τη δεξιά στις εκλογές του 1963 – 1964. Ακολουθούν η αποστασία, τα Ιουλιανά του 1965 και η επτάχρονη ανωμαλία.
Μετά τη μεταπολίτευση ο Ανδρέας Παπανδρέου δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια ομαλή δημοκρατική πολιτική ζωή ευρωπαϊκού τύπου. Βασικό επίτευγμά του ήταν η δημιουργία ενός σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, όπως ήταν το ΠΑΣΟΚ, που κάλυψε το χώρο του κέντρου και απορρόφησε τμήματα της δεξιάς και της αριστεράς. Η ύπαρξη ενός τέτοιου κόμματος, άσχετα από το αν θα λέγεται ΠΑΣΟΚ ή όχι, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαλή εναλλαγή στην εξουσία, για την χωρίς περιπέτειες διακυβέρνηση της χώρας.
Δεν υπάρχει σήμερα κόμμα για μεσαία τάξη
Δυστυχώς σήμερα δεξιά και «επαναστατική» αριστερά αντιμετωπίζονται ξανά σε μια κατά μέτωπο σύγκρουση. Δεν υπάρχει ούτε εκδηλώνεται κόμμα που θα μπορούσε να καλύψει την ανάγκη πολιτικής έκφρασης των πλειοψηφικών στη χώρα μας μεσαίων στρωμάτων. Έχει επέλθει άραγε κοινωνική αλλαγή; Όπως μας θυμίζουν επανειλημμένα αποτελέσματα αρχαιρεσιών σε κοινωνικούς χώρους (εργατικά κέντρα, επιστημονικούς συλλόγους, τοπική αυτοδιοίκηση και επιμελητήρια) κάτι τέτοιο δεν είναι αληθές. Τα μεσαία στρώματα ζουν και βασιλεύουν, αυξάνονται και πληθύνονται στην πατρίδα μας. Απλώς δεν επιθυμούν πλέον να εκφραστούν με την παραδοσιακή φθαρμένη μορφή που αποτελεί πλέον το ΠΑΣΟΚ.
Οι πολιτικοί εκπρόσωποι αυτού του χώρου αντί να συσπειρωθούν για να αντιμετωπίσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις επερχόμενες εκλογές και να προγραμματίσουν ενωτικές και αδιάβλητες διαδικασίες για να βρεθεί νέο πολιτικό περιεχόμενο, νέα έκφραση, νέες πρωτότυπες μορφές οργάνωσης και ανανεωμένη ηγεσία, ερίζουν για τα αξιώματα και τις καρέκλες. Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες αισθάνονται αηδία και απογοήτευση.
Προβληματίζονται σοβαρά αν η μόνη διέξοδος δεν είναι η αποχή ή το λευκό και άκυρο ψηφοδέλτιο. Το πρόβλημα είναι ότι και η αποχή και τα άσφαιρα ψηφοδέλτια μοιράζονται μεταξύ όλων των συμμετεχόντων στην εκλογική σύγκρουση. Με τον τρόπο αυτό δηλαδή ο αγανακτισμένος ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ ψηφίζει σε ποσοστό ανάλογο με την εκλογική δύναμη του καθενός όλους όσους για θεμιτούς ή αθέμιτους λόγους περιφρονεί και αντιπαθεί. Από την άλλη μεριά, ο εκβιασμός που ασκούσαν στο όνομα της ενότητας και σε συνθήκες πόλωσης οι κομματικές ηγεσίες έχει αγγίξει και ξεπεράσει τα όρια ανοχής.
Τι θα ψηφίσουμε λοιπόν; Εδώ είμαστε και βλέπουμε».