«Είναι ποτέ δυνατόν να σε χτυπήσει κάποιος -γερό χτύπημα, με κρότο– κι εσύ να μην πονέσεις καθόλου;» αναρωτιέται η κόρη του Λίλιομ. Μια ερώτηση που λίγο πολύ έχουν απαντήσει μέσα τους οι περισσότεροι θεατές του «Λίλιομ» στο θέατρο Πόρτα.
Σουραμπάγια Λίλιομ, σκεφτόμουν φεύγοντας από την παράσταση «Λίλιομ» του Φέρεντς Μόλναρ που σκηνοθετεί ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Ο Λίλιομ του Μόλναρ είναι ένας γόης, σατράπης, νάρκισσος, ερωτύλος -στα όρια του ζιγκολό- άντρας που καταλύθηκε από τον έρωτα αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να το ομολογήσει. Πίσω από χαστούκια, την τεμπελιά και την παραβατικότητα έπνιγε το «σ' αγαπώ» για την Τζούλι του, που δεν άντεχε να τη βλέπει να κλαίει. Και αυτή παραδομένη, υποταγμένη, ερωτευμένη, ντρεπόταν να του πει σ' αγαπώ.
Ενας ήρωας από τις παρυφές του εξπρεσιονισμού
Ο Λίλιομ είναι ένα κακό αγόρι – θα μπορούσε να είναι ο Τζόνι του Κουρτ Βάιλ και του Μπρεχτ, μόνο που ο Λίλιομ αγάπησε πραγματικά. Ανατρέχοντας στο πρόγραμμα του θεάτρου Πόρτα διαπιστώνω πως όντως ο Κουρτ Βάιλ είχε εκφράσει το ενδιαφέρον του για τον «Λίλιομ» του Μόλναρ (Σουραμπάγια Τζόνι, λοιπόν). Ο Μόλναρ έγραψε τον «Λίλιομ» το 1909, με φόντο το καρουζέλ του περίφημου Vidam Park, του λούνα παρκ της Βουδαπέστης που λειτουργούσε από τις αρχές του 19ου αιώνα και έως πέρυσι.
Ο Λίλιομ είναι ο «κράχτης» για τα αλογάκια της μαντάμ Μουσκάτ, της χήρας που είναι ερωτευμένη μαζί του και δέχεται τα πάντα από αυτόν, όταν δεν τον ζηλεύει παράφορα. Στα αλογάκια γνωρίζει την υπηρέτρια Τζούλι -είναι 24 και αυτός 32- την ερωτεύεται, παρατά τη δουλειά του και ζουν μαζί μέσα στην φτώχεια με τον ίδιο ανίκανο να δουλέψει ή να κλέψει. Ωσπου η Τζούλι μένει έγκυος, αυτός δονείται για άλλη μια φορά εσωτερικά. Ανήμπορος και πάλι να εκφράσει την ευτυχία του – όπως ποτέ δεν μπόρεσε να πει σ'αγαπώ στην Τζούλι.
Στήνει ένα κόλπο, μια ληστεία για να ξελασπώσει, να πάρει την Τζούλι και το μωρό και να πάνε στην Αμερική. Ολα πάνε στραβά και λίγο πριν τον συλλάβουν αυτοκτονεί «Δεν θα πέσω στα χέρια τους. Τζούλι!» φωνάζει καθώς χώνει το μαχαίρι στην καρδιά του και ο τοίχος στη σκηνή του Θεάτρου Πόρτα γίνεται κατακόκκινος. Αιμάτινος. Στη συνέχεια θα οδηγηθεί από αγγέλους στον Θείο κριτή – μόνο που ουσιαστικά ο κριτής είναι ο αξιωματικός υπηρεσίας και οι άγγελοι οι αστυνόμοι. Αφού μείνει 16 χρόνια στο καθαρτήριο θα επιστρέψει για μέρα στη γη για να συναντήσει την κόρη του στην πιο απρόσμενη συνάντηση.
Γελώντας με τις ρωγμές μας
Μπαίνοντας στη σκηνή του Θεάτρου Πόρτα σε οδηγούν στη θέση σου δύο ένστολοι με φακούς – είναι οι αστυνομικοί που θα δούμε στη συνέχεια επί σκηνής- ενώ ο Λίλιομ – ο Γιώργος Χρυσοστόμου- ως κράχτης του καρουζέλ μας καλωσορίζει. Πίσω του γυναίκες με εσώρουχα και κεφαλές αλόγων λικνίζονται. Είναι ήδη η αρχή μιας παράστασης από αυτές που ο Θωμάς Μοσχόπουλος ξέρει να δημιουργεί με κώδικες που ριζώνουν σε κάτι που βρίσκεται βαθιά μέσα μας (...ένδον σκάπτε), διερευνούν την επικράτεια του ανείπωτου, συνομιλούν με αυτό που συμβαίνει τώρα, που ποτέ δεν σταματούν να αυτοσαρκάζονται.
Παρακολουθώντας τον ρυθμό, το πώς «κούμπωναν» ατάκες και σώματα επί σκηνής, είχα την αίσθηση πως δεν έβλεπα απλώς μια εξαιρετική ομάδα ηθοποιών να υποδύονται τους ρόλους τους. Ηταν σα να διαβάζω το κείμενο, την πυρετική γεωμετρική ροή των λέξεων. Ούτε χαραμάδα χάσματος, ούτε ένα τυπογραφικό λάθος, καμία μουτζούρα. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος και οι ηθοποιοί επί σκηνής δεν εκβίασαν τίποτα, δεν έκαναν εξεζητημένες ασκήσεις υποκριτικής, δεν ξεπέρασαν το όριο, ήταν πάντα μια ανάσα πριν από αυτό.
Τα γέλια που τράνταζαν την αίθουσα κάθε τόσο σε έκαναν να χάνεις μερικές φορές τις ατάκες επί σκηνής (σκύβαμε ο ένας στον άλλο γελώντας ζητώντας ολόκληρη τη φράση από τον διπλανό. Ολοι μαζί ψηφίδες της παράστασης). Δεν χρησιμοποίησε ο Μοσχόπουλος υλικά φάρσας, μούτες. Χρησιμοποίησε τις συσπάσεις του προσώπου, τις ταλαντεύσεις του σώματος, το εξωλεκτικό, τα βολικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούμε στην πραγματική ζωή. Γίναμε καθρέπτες, σταθήκαμε απέναντι από καθρέπτες. Και μας έπεισε πως πολλά από αυτά που έχουν ειπωθεί με απόλυτη σοβαρότητα στη ζωή μας μπορεί να άξιζαν το μεγαλύτερο γέλιο. Και γελάσαμε δυνατά όταν οάγγελος-αστυνομικός στο Τμήμα Αυτοκτονιών του άλλου κόσμου είπε: «Οι άνθρωποι νομίζουν πως επειδή πέθαναν αυτομάτως λύθηκαν όλα τους τα προβλήματα».
Ωραία παράσταση. Με ένα έργο που δεν μοιάζει σπουδαίο. Αναρωτιέμαι γιατί το επέλεξε ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Σε αυτή τη χρονική στιγμή, σε αυτή την πολιτική ρωγμή που ακροβατούμε. Δεν υποτίθεται ότι σε αυτές τις στιγμές ανατρέχουμε στα σπουδαία έργα, τα κλασικά; Η στα άλλα, τα παλλόμενα που σε συγκλονίζουν, σε διαφωτίζουν, διδάσκουν μέσω της τέχνης. Ισως ναι. Αλλά και πάλι το έργο Λίλιομ του Mόλναρ χωρίς να κραυγάζει δείχνει με το δάχτυλο τεντωμένο αυτό που νιώθουμε. Καθώς ως αλογάκια μερικές φορές εγκλωβισμένοι ανεβοκατεβαίνουμε χωρίς διαφυγή από το καρουζέλ που λέγεται «αυτό που ζούμε», «κρίση», «απέλπιδο». Καθώς καυτηριάζουμε τους συναισθηματικούς αδένες, πνίγουμε το συναίσθημα, ντρεπόμαστε για αυτό και υπηρετούμε την εικόνα, ενδυόμαστε τη δύναμη.
«Είναι ποτέ δυνατόν να σε χτυπήσει κάποιος -γερό χτύπημα, με κρότο– κι εσύ να μην πονέσεις καθόλου;» αναρωτιέται η Λουίζα, η κόρη του Λίλιομ. Είναι, απαντήσαμε κάποιοι φεύγοντας από το θέατρο Πόρτα.
*Κακά αγόρια με περίεργα ονόματα είναι το μότο της φετινής θεατρικής περιόδου στο Θέατρο Πόρτα.
Λίλιομ
— από 20/12/14
Φέρεντς Μόλναρ
Λίλιομ μπορεί στα ουγγαρέζικα να σημαίνει κρίνο, αλλά στην ουγγαρέζικη αργκό είναι το «λουλούδι», η «μάρκα», η «μούρη», ο άνθρωπος του υποκόσμου. Ο Λίλιομ στο έργο του Μόλναρ είναι ένας γοητευτικός αλήτης, βίαιος, απρόβλεπτος, παιχνιδιάρης και ακαταμάχητα αλαζόνας. Ο κόσμος του συναρπαστικός, λαμπερός και εύθραυστος ακριβώς όπως ο γεμάτος ιλιγγιώδεις ψευδαισθήσεις κόσμος του Λούνα Παρκ της Βουδαπέστης, της οποίας είναι το απόλυτο «αστέρι». Μέχρι, που εμφανίζεται ένα κορίτσι που θα ραγίσει την επίχρυση επιφάνειά του μια για πάντα.
Το πιο γνωστό έργο του κλασσικού Ούγγρου συγγραφέα –που γράφτηκε το 1909– φλερτάρει με τον εξπρεσιονισμό, το μελόδραμα, το γκροτέσκο, τη νοσταλγία, τον κυνισμό και το λαϊκό θέατρο και κάνει κοινωνικό σχόλιο χωρίς ποτέ να χάνει τον λυρισμό και το χιούμορ του. Αποτέλεσε ένα από τα πιο δημοφιλή θεατρικά έργα του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα σε Ευρώπη και Αμερική, μεταφέρθηκε πολλές φορές στον κινηματογράφο (με πιο διάσημη μεταφορά του εκείνη του 1934 από τον Φριτς Λάνγκ). Πολλοί διάσημοι συνθέτες, όπως ο Πουτσίνι ή ο Γκέρσουιν θέλησαν να το μελοποιήσουν, αλλά βρήκαν μπροστά τους την αντίσταση του συγγραφέα, ο οποίος έδωσε την άδειά του τελικά μόνο το 1945 στους Ρότζερς και Χάμερσταϊν, οι οποίοι διασκεύασαν το έργο στο γνωστό μιούζικαλ «Carousel». Τους ρόλους του έργου ερμήνευσαν κατά καιρούς ανάμεσα σε πολλούς οι Σαρλ Μπουαγιέ, Άιβορ Νοβέλλο, Τσάρλς Λώτον, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Ελία Καζάν και οι δικοί μας Έλλη Λαμπέτη και Δημήτρης Χόρν. Παρότι, όμως, το έργο συνέχιζε να είναι πολύ δημοφιλές σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης, ο υπόλοιπος κόσμος έδειχνε να έχει ξεχάσει τον Λίλιομ, έως που εντελώς πρόσφατα όλοι έδειξαν να τον ανακαλύπτουν και πάλι από την αρχή: από το εικονοκλαστικό ανέβασμα του έργου από τον Michael Thalheimer στο Αμβούργο και το μπαλέτο του John Neumeier σε μουσική του Michel Legrand στην ίδια πόλη έως το πρώτο ξανανέβασμα του έργου το 2014 έπειτα από 40 ολόκληρα χρόνια στη Νέα Υόρκη και τη φετινή παράσταση του Théâtre de la Colline στο Παρίσι, όλα δείχνουν ότι ο Λίλιομ κατάφερε να ξεγελάσει τη φθορά του χρόνου και επανεμφανίζεται καλώντας μας από τους στροβίλους του Λούνα Πάρκ του σε μια γύρα «αέναης επιστροφής».
Συντελεστές
Απόδοση–Σκηνοθεσία Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά–Κοστούμια Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Μουσική Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτισμοί Σοφία Αλεξιάδου
Κίνηση Χαρά Κότσαλη
Συνεργάτης Σκηνοθέτης Άννα Μιχελή
Συνεργάτης Σκηνογράφος Ευαγγελία Θεριανού
Βοηθός σκηνογράφου / ενδυματολόγου Σοφία Βάσο
Διανομή
(Με σειρά εμφανίσεως)
ΜΑΡΙ: Έμιλυ Κολιανδρή
ΤΖΟΥΛΙ: Άννα Καλαιτζίδου
ΜΑΝΤΑΜ ΜΟΥΣΚΑΤ: Φιλαρέτη Κομηνηνού
ΚΟΡΙΤΣΙ/ ΘΕΙΑ ΧΟΛΑΝΤΕΡ/ΛΟΥΙΖΑ: Κίττυ Παϊταζόγλου
ΛΙΛΙΟΜ: Γιώργος Χρυσοστόμου
ΦΙΚΣΟΥΡ/ ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Σωκράτης Πατσίκας
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ Α’: Λευτέρης Βασιλάκης
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ Β’: Ηλίας Μουλάς
ΒΟΛΦ/ ΛΙΝΤΣΜΑΝ: Γιάννης Κλίνης