Ως παιδί η τρομαγμένη ορφανή Μικαέλα Ντε Πρινς, έβρισκε παρηγοριά στην φωτογραφία μίας μπαλαρίνας που είχε κόψει από το εξώφυλλο ενός περιοδικού. Μερικά χρόνια αργότερα, βρισκόταν η ίδια στη θέση της.
Μιλώντας στην Daily Mail, η πλέον διεθνούς φήμης εντυπωσιακή μπαλαρίνα μιλάει για την πορεία της ζωής της, από τα δύσκολα παιδικά χρόνια στην εμπόλεμη Σιέρα Λεόνε μέχρι την άνοδο της προς την επιτυχία.
«Οι γονείς μου έλεγαν ότι γεννήθηκα με μια δυνατή κραυγή και μια προσωπικότητα πιο ακανθώδης κι από αφρικανικό σκαντζόχοιρο. Ακόμα χειρότερα, ήμουν κορίτσι και δεν περνούσα απαρατήρητη επειδή γεννήθηκα με μια πάθηση του δέρματος που ονομάζεται λεύκη και με έκανε να μοιάζω με μωρό λεοπάρδαλη. Παρ 'όλα αυτά ήταν πολύ ευτυχισμένοι που με είχαν.
Το σπίτι μας στη Νοτιοανατολική Σιέρα Λεόνε, της Δυτικής Αφρικής, δεν ήταν συνηθισμένο. Πρώτον, οι γονείς μου παντρεύτηκαν από έρωτα και ο πατέρας μου αρνήθηκε να πάρει δεύτερη σύζυγο, ακόμα και μετά από αρκετά χρόνια γάμου, όταν φάνηκε ότι θα ήμουν το μοναχοπαίδι τους. Δεύτερον, και οι δύο γονείς μου ήξεραν να διαβάζουν και ήθελαν να μορφωθώ κι εγώ. Αρχισε να μου διδάσκει το αραβικό αλφάβητο όταν ήμουν ακόμη νήπιο.
Τα σημάδια στο δέρμα μου φόβιζαν τα άλλα παιδιά στο χωριό μας. Κανείς δεν ήθελε να παίξει μαζί μου, εκτός από τα ξαδέρφια μου, σε ορισμένες περιπτώσεις, οπότε συχνά έμενα μόνη μου στην καλύβα μας, να σκέφτομαι. Το σπίτι μας ήταν δεξιά από το σπίτι του θείου μου Αμπντουλάχ που είχε τρεις συζύγους και 14 παιδιά, από τα οποία τα 13 ήταν κορίτσια. Ο θείος μου όμως νοιαζόταν μόνο για τον γιο του. Και τίποτα δεν ήταν πιο ενοχλητικό για αυτόν από το να με βλέπει έξω, να κάθομαι στα χόρτα, μελετώντας και γράφοντας φράσεις που αντέγραφα από το Κοράνι. Πίστευε ότι ο πατέρας μου ήταν ηλίθιος κι ότι θα έπρεπε να με βάλουν να δουλέψω»
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Το 1998 ήμουν τριών χρονών όταν στη χώρα μου ξέσπασε ο Εμφύλιος που κράτησε επτά χρόνια. Οι αντάρτες που αυτοαποκαλούνταν το Ενωμένο Επαναστατικό Μέτωπο, αλλά τα θύματά τους σε συνδυασμό των αγγλικών λέξεων «αντάρτες» και «διάβολος» τους αποκαλούσαν «debils». Οταν ο πόλεμος ήρθε στο χωριό μας, ο μπαμπάς δεν ήταν στο σπίτι. Ήταν στα αδαμαντωρυχεία, όπου εργαζόταν όταν οι debils έκαψαν το ρύζι και τους φοίνικες στις κοντινές πλαγιές, αφήνοντας μας χωρίς τίποτα να φάμε ή να πουλήσουμε και χωρίς σπόρους για το επόμενο έτος.
Βλέπαμε καπνό να βγαίνει από τα σπίτια σε ένα άλλο χωριό στην πλαγιά του λόφου. Ένας άνθρωπος ήρθε στην πόρτα μας θρηνόντας. Μας είπε ότι ήταν ο μόνος που επέζησε από αυτό το χωριό. Οι debils τον ανάγκασαν να βλέπει όσο σκότωναν τους φίλους και την οικογένειά του. Στη συνέχεια, γελώντας τον ρώτησαν αν ο ίδιος φοράει κοντομάνικα ή μακρυμάνικα. Ο ίδιος είπε ότι συνήθως φορούσε μακριά μανίκια και εκείνοι του έκοψαν το χέρι και τον έστειλαν να διαδώσει το γεγονός στην ύπαιθρο.
Τότε μάθαμε ότι οι debils είχαν πάει στο ορυχείο και σκότωσαν όλους τους εργαζομένους εκεί, συμπεριλαμβανομένου και του πατέρα μου. Η μαμά και εγώ αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε στον θείο Αμπντουλάχ, ο οποίος, δυνάμει του νόμου της Σαρία, έγινε ο προστάτης μας. Πήρε τα χρήματα που οι γονείς μου είχαν μαζέψει για την εκπαίδευσή μου. Ήθελε να παντρευτεί τη μαμά αλλά η Σαρία της έδινε επίσης το δικαίωμα να αρνηθεί, πράγμα που έπραξε. Η απόρριψη της τον εξόργισε και έβρισκε κάθε δικαιολογία για να μας τιμωρήσει στερώντας μας την τροφή. Συχνά πεινούσαμε και για μήνες η μαμά μου έδωσε το μεγαλύτερο μέρος του φαγητού της.
Ξέρω τώρα ότι η μαμά πέθανε από την πείνα και μου έδινε το φαγητό της, έτσι ώστε να μην λιμοκτονήσω μαζί της. Εγινε τόσο αδύναμη που αρρώστησε με πυρετό και πέθανε. Ο θείος Αμπντουλάχ είχε μόνο μια ανησυχία, μην κολλήσει ο γιος του Οσμάν αυτή την ασθένεια. Έκαψε όλα τα υπάρχοντά της μητέρας μου, φοβούμενο ότι μπορεί να έχουν μολυνθεί. Δεν έχω πια τίποτα δικό της να θυμάμαι.
''Η Μαμπίντι (αργότερα μετονομάστηκε Μικαέλα) δεν μας φέρνει τίποτα παρά μπελάδες», έλεγε ο θείος. «Και έχει και κηλίδες. Μόνο το παιδί του διαβόλου μπορεί να διαβάζει τόσο μικρό. Πρέπει να απαλλαγούμε από αυτήν.”
Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ
Το επόμενο που θυμάμαι είναι ένας άνδρας με μαύρο παντελόνι, μπλε πουκάμισο και καφέ παπούτσια να βγαίνει έξω από το κτίριο. “Καλώς ήρθατε στο Ορφανοτροφείο”, είπε, και μου συστήθηκε ως ο Αντριου Τζα, ο διευθυντής. Στη συνέχεια έσκυψε και με ρώτησε το όνομα μου.
“Μαμπίντι Μπακούρα” είπα εγώ. “Και τι γλώσσα μιλάς” με ρώτησε. Εκείνη τη στιγμή, το στυλό του μπαμπά μου έπεσε κάτω από το φόρεμά μου και προσγειώθηκε στα πόδια του. Όταν προσπάθησα να το πάρω, μου έπεσε και το σημειωματάριο. Ο Τζα το πήρε στο χέρι και προσεκτικά γύρισε τις σελίδες. “Τι έχουμε εδώ; Ποιος τα έγραψε όλα αυτά;” ρώτησε και του απάντησα “εγώ το έκανα”
“Δηλαδή είσαι μόλις τεσσάρων και μπορείς να διαβάσεις και να γράψεις αραβικά;” με ρώτησε έκπληκτος. Κούνησα το κεφάλι μου και ο διευθυντής κοίταξε το θείο μου και είπε: “Αυτό το παιδί είναι πολλά υποσχόμενο. Το ορφανοτροφείο μας είναι πλήρες, αλλά θα κάνω χώρο για αυτήν υπό έναν όρο. Δεν θα μπορείτε να επιστρέψετε να την πάρετε πίσω”.
Οι debils δημιουργούσαν προβλήματα στους ανθρώπους στην πόλη, αλλά δεν πείραξαν ποτέ το οργανοτροφείο. Είχα ακούσει ότι ήμασταν αρκετά ασφαλείς εδώ κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά δεν θα έπρεπε να βγούμε στους δρόμους μόλις πέφτει η νύχτα.
Ενα βράδυ στεκόμουν στην πύλη με τη δασκάλα μου Σάρα και ανησυχούσα που θα επέστρεφε σπίτι με τα πόδια, αλλά μου είπε ότι ήταν ασφαλής αν έτρεχε. Τότε, είδα δύο φορτηγά να ρίχνουν τους προβολείς τους. Ούρλιαζα και πίεζα το λεπτό σώμα μου μέσα από τα κάγκελα της πύλης να την ειδοποιήσω, αλλά ήταν πολύ αργά. Τους είδα να την σκοτώνουν.
Αρκετές ημέρες αργότερα, ξυπνήσαμε από τον ήχο μίας βόμβας που έσκασε στην αυλή. Πηδήξαμε στα παράθυρα για να δούμε τι συνέβη. “Debils! Κρυφτείτε” φώναξα όταν τα μάτια μου έπεσαν πάνω στους άνδρες που πήδηξαν από το πράσινο φορτηγό που είχε εισβάλλει στην ιδιοκτησία μας.
Μείναμε κρυμμένες κάτω από τα κρεβάτια μας για πολύ ώρα που μου φάνηκε μία αιωνιότητα αν και ήταν ίσως μόνο λίγα λεπτά, όταν ένα πόδι κλώτσησε και άνοιξε την πόρτα: “Πείτε στα ορφανά σας να βγουν. Δε θα τα βλάψω” άκουσα μία τραχιά φωνή να λέει. Υστερα ακούσαμε τον Διευθυντή να μας λέει “βγείτε έξω κορίτσια είστε ασφαλείς”
Μία μία βγήκαμε από τις κρυψώνες μας. Το θέαμα ήταν τρομακτικό. Ένας ψηλός άνδρας κρατούσε ένα όπλο στο κεφάλι του διευθυντή. Ήταν ο ίδιος άνθρωπος που είχα δει να σκοτώνει τη δασκάλα μου τη Σάρα λίγους μήνες πριν.
Επιασα το χέρι της φίλης μου Μάμπιντι Σούμα. Αν ήμουν έτοιμη να πεθάνω ας ήταν με κάποιον που αγαπούσα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, οι debils δεν μας πείραξαν, μόνο διέταξαν το διευθυντή να μας παρατάξει και να μας οδηγήσει έξω.
“Δηλώνω ότι αυτό το ορφανοτροφείο είναι τώρα η έδρα του Επαναστατικού Ενωμένου Μετώπου στη Μακένι. Θα σας χαρίσω τη ζωή” είπε πάλι η τραχιά φωνή.
“Αλλά πού θα ζούμε;” ρώτησε ο διευθυντής
“Στη ζούγκλα, όπου ζούσαμε ως τώρα εμείς” απάντησαν οι στρατιώτες και παραδόξως επέτρεψαν στο διευθυντή να πάρει φεύγοντας τα διαβατήρια και τα χαρτιά υιοθεσίας μας μαζί.
Τότε η Μάμπιντι Σούμα μου ψιθύρισε στο αυτί μου, “ζήτα από τον άνθρωπο debil αν μπορούμε να πάρουμε τα βιβλία της οικογένειας μας” Αυτές ήταν εικόνες από τα σπίτια και τις οικογένειές στην Αμερική που επρόκειτο να μας υιοθετήσουν. Ημουν το μόνο παιδί που δεν είχε οικογένεια που να ήθελε να με υιοθετήσει, έτσι μοιραζόμουν το βιβλίο με την φίλη μου και φανταζόμασταν ότι η οικογένειά της θα είναι και δική μου.
Χωρίς να το σκεφτώ το είπα αμέσως και τότε ο debil γύρισε και με κοίταξε και θυμήθηκε ότι με είχε δει με τη Σάρα στην πύλη πριν τη σκοτώσει “δοκιμάζεις ξανά την υπομονή μου μικρή” μου είπε, αλλά παραδόξως μας άφησε να πάρουμε τα βιβλία μας. Αναρωτήθηκα γιατί οι debils είχαν σκοτώσει τόσους ανθρώπους, αν αυτό ήταν αλήθεια, αλλά ήταν καλύτερο να μην ρωτήσω.
Μείναμε χωρίς τίποτα εκτός από τα βιβλία και τα έγγραφα που θα επέτρεπαν στις περισσότερες από εμάς να πάμε στην Αμερική. Διασχίσαμε τη ζούγκλα και περάσαμε πάνω από τα βουνά στα σύνορα της Γουινέας. Δεν είχα ένα οικογενειακό βιβλίο, έτσι κρατούσα τη διπλωμένη φωτογραφία από ένα περιοδικό που είχα βρει στο ορφανοτροφείο. Η δασκάλα Σάρα μου είχε πει ότι αυτό ήταν μια μπαλαρίνα και ότι ήταν μια χορεύτρια. Αυτή η όμορφη κυρία ήταν η μόνη μου ελπίδα. Η εικόνα μου υποσχόταν μια καλύτερη ζωή κάπου μακριά από όλη αυτή την τρέλα.
Την έβλεπα να χαμογελάει και να χορεύει με τόση χάρη που πίστευα ότι είναι ευτυχισμένη και ήθελα έτσι να γίνω κι εγώ. Η φωτογραφία ήταν η Μαγκάλι Μεσάκ που χόρευε στο Εθνικό Μπαλέτο Ολλανδίας. Εκεί κατάφερε να φτάσει και η μικρή Μαγκάλι τον Αύγουστο του 2013 κάνοντας τα όνειρα της πραγματικότητα.»
ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ
Η Μικαέλα ήξερε ότι ο λόγος που κανείς δεν ήθελε να την υιοθετήσει ήταν λόγω της λεύκης. Έτσι, η μόνη φίλη της Μάμπιντι Σούμα, της έδειχνε τις εικόνες της αμερικανικής οικογένειας που την είχε επιλέξει, και φαντάζονταν ότι θα μπορούσαν και οι δύο να είναι σε θέση να ζήσουν εκεί μαζί σαν αδελφές και όχι να χωριστούν. Αυτό έγινε πραγματικότητα όταν η Ελέιν και ο Τσάρλς ντε Πρινς αποφάσισε ότι δεν μπορούσαν να πάρουν το ένα κοριτσάκι χωρίς το άλλο. Επειδή και οι δύο ονομάζονταν Μαμπίντι, τα κορίτσια αποφάσισαν να πάρουν διαφορετικά ονόματα, επιλέγοντας τα Μικαέλα και Μία.
Η αγάπη της Μικαέλα για το μπαλέτο ήταν σύντομα εμφανής και η Ελέιν έκανε ό, τι μπορούσε για να γαλουχήσει το πάθος της στέλνοντας τη σε μαθήματα χορού.
Η 19χρονη πλέον Μικαέλα λέει ότι η μετακόμιση στην Αμερική της έσωσε τη ζωή. «Ήταν σαν να μπαίνω σε έναν καταπληκτικό κόσμο. Ξαφνικά είχα τόσα πολλά αδέλφια, υπήρχε τόσο πολύ φαγητό και αγάπη. Για τρία χρόνια νόμιζα ότι ονειρευόμουν».
Αλλά είχε σοβαρά παιδικά τραύματα λόγω της πρώιμης παιδικής ηλικίας της. Φοβόταν τα σκυλιά, τα πυροτεχνήματα, τις δυνατές φωνές και τις ανδρικές στολές εξαιτίας των συγκρούσεων στη Σιέρα Λεόνε.
Ο θάνατος του θετού αδελφού της, Τέντι που ήταν αιμορροφιλικός και προσβλήθηκε από AIDS από αίμα μολυσμένο με HIV όταν η Μικαέλα ήταν δέκα χρονών, ήταν βαθιά δύσκολος για όλη την οικογένεια. «Ημουν συντετριμμένη. Για πολύ καιρό νόμιζα ότι ήταν δικό μου λάθος, γιατί όλοι όσοι είχα αγαπήσει στο παρελθόν είχαν πεθάνει. Τότε επικεντρώθηκα στο χορό μου. Για να εκτονωθώ» εξηγεί η Μικαέλα
Η Μικαέλα πιστεύει ότι η Ελέιν είναι η καλύτερη μητέρα του κόσμου. «Δίνει το 100% της όλη την ώρα. Έχει τόση αγάπη για μας. Με πάει στο μπαλέτο και περιμένει να με φέρει σπίτι, με βοηθάει στα μαθήματα και φτιάχνει τα κοστούμια μου» εξηγεί.
«Τα παιδικά μου χρόνια είναι ο λόγος που είμαι αυτή που είμαι σήμερα. Ημουν απόκληρη στη Σιέρα Λεόνε για τα σημάδια μου. Κοιτάζοντας τον εαυτό μου σήμερα εξακολουθεί να είναι πολύ δύσκολο, διότι δε μπορώ να ξεχάσω.»
Η Μικαέλα εξηγεί επίσης ότι λόγω της μυϊκής κατασκευής και το χρώμα του δέρματος της, αναγκάστηκε να αγωνιστεί για να αναδείξει για την ικανότητά της. Κατά τη διάρκεια των προβών για τον Καρυοθραύστη ως παιδί, άκουσε μία από τις μητέρες να λέει, «Τα μαύρα κορίτσια δεν πρέπει να χορεύουν μπαλέτο - είναι πάρα πολύ αθλητικά. Θα πρέπει να επιμείνουν στα σύγχρονα ή τη τζαζ.»
Εργάστηκε ακατάπαυστα για να βελτιώσει το χορό της, ξοδεύοντας καλοκαίρια μακριά από το σπίτι σε σχολές μπαλέτου, και στα 17 έγινε η νεότερη χορεύτρια που εντάχθηκε ποτέ στο Χοροθέατρο του Χάρλεμ στη Νέα Υόρκη, πριν από τη μετάβαση της ένα χρόνο αργότερα, στο Ολλανδικό Εθνικό Μπαλέτο, όπου ανήκε και το παιδικό είδωλό της Μανγκάλι Μεσάκ
«Λατρεύω το χορό και μου αρέσει να μένω στο Άμστερνταμ, αλλά είναι πολύ δύσκολο που είμαι τόσο μακριά από την οικογένειά μου» καταλήγει.