Ερωτευμένος με την Κωνσταντινούπολη, περιηγητής, ονειροπόλος, βραβευμένος μπλόγκερ. Ο Αγγελής Νάννος έκανε μια συνηθισμένη ζωή ώσπου συνειδητοποίησε ότι το όνειρό του ήταν να ξενιτευτεί στην Τουρκία...
ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΜΟΥΜΤΖΑΚΗ
Σεπτεμβρίου του 2008, πανσέληνος σε ταράτσα στην πλατεία Κουμουνδούρου, και θέα στην Ακρόπολη. Πάντα του άρεσε να σκηνοθετεί τη ζωή του. Με θέα το αγαπημένο του αθηναϊκό σκηνικό -με τον φωτισμένο Παρθενώνα καρφιτσωμένο σαν καρτ ποστάλ από τη μία και τους μεθυσμένους άστεγους Πακιστανούς της πλατείας Κουμουνδούρου από την άλλη, ο Αγγελής μας ανακοίνωσε σοβαρά: “Παιδιά το αποφάσισα. Θα φύγω στην Ιστάνμπουλ”. Όταν γράφει γι’ αυτή χρησιμοποιεί κεφαλαία, λες και είναι «Αγία», και δεν θα τον ακούσεις σχεδόν ποτέ να την αποκαλεί Κωνσταντινούπολη. Παθιασμένος περιηγητής, ο άνθρωπος που θα σε πάει σε κάθε γωνιά της Πόλης και θα σου πει τα μυστικά της λες και ζούσε από πάντα εκεί, βραβευμένος μπλόγκερ για την ιστοσελίδα του “Angelis and the Istanbul”, o “Αλί” όπως τον φωνάζουν πια οι Τούρκοι, μετράει ήδη δυόμισι χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Το σκηνικό αυτή τη φορά είναι ο Βόσπορος και η γέφυρα του Γαλατά. Αυτός τα κατάφερε. «Γεννήθηκα στη Δράµα, όπου έζησα µέχρι να τελειώσω το λύκειο», λέει. «Όπως κάθε βορειοελλαδίτης διαβαστερός νέος µε φιλοδοξίες, αξιώθηκα κι εγώ να ζήσω το Σαλονικιώτικο φοιτητικό όνειρο, µε φραπέδες και φτηνές λαδερές πίτσες. Αποφοιτώντας από την Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ, µετά από ένα καθοριστικό διάλειμµα για πρακτική εργασία στο Istanbul Technical University στην Πόλη, όποτε και µου µπήκε το σαράκι Της, συνέχισα για μεταπτυχιακές σπουδές στο Μετσόβιο, ώστε να συγκεντρώσω τα απαραίτητα εφόδια για µια ζηλευτή καριέρα μηχανικού. Μη µε ρωτάς γιατί το έκανα, µακάρι να ήξερα κι εγώ ο ίδιος. Μετά από 3 χρόνια σε τεχνικές εταιρείες στην Αθήνα, άρχισα να καταλαβαίνω ότι η δουλειά που επέλεξα δεν είναι τελικά για µένα, τα έβαλα κάτω και οργάνωσα τρόπο διαφυγής στην Πόλη, που όλα αυτά τα χρόνια δεν έπαψα να σκέφτοµαι ούτε για µια µέρα».«Από την Ελλάδα δεν έφυγα χτυπημένος από την κρίση. Παραιτήθηκα. Εγκαταστάθηκα στην Πόλη µε διάφορες επαγγελµατικές ιδέες στο κεφάλι, χωρίς να έχω τίποτα σίγουρο. Δυστυχώς δεν έχω την πολυτέλεια να ζω χωρίς να χρειάζεται να δουλεύω. Ενισχυτική διδασκαλία και ιδιαίτερα µαθήµατα Ελληνικών σε Ρωµιόπουλα, αποστολή άρθρων σε έντυπα, διοργάνωση περιηγήσεων για επισκέπτες στην Πόλη και φυσικά οι αποταµιεύσεις από τις ‘σοβαρές’ επαγγελµατικές εποχές, µε βοήθησαν να βάλω τα πράγµατα σε µια σειρά. Μπορεί η παρούσα επαγγελµατική µου κατάσταση να µην είναι µόνιµη ή δεδοµένη, δεν αισθάνθηκα όµως ποτέ άλλοτε τόσο επαγγελµατικά επιτυχηµένος. Ποτέ δεν ήταν όνειρο µου τα λεφτά, αυτό που διεκδικώ όµως είναι ότι µιας και αναγκαστικά πρέπει να δουλέψω, ας κάνω τουλάχιστον κάτι που γουστάρω πραγµατικά. Γι’ αυτό και λέω χαλάλι για την αβεβαιότητα». «Όλοι µε ρωτούν γιατί αγαπώ την Πόλη τόσο. Κάθε φορά τα µασάω, δεν έχω µια έτοιµη, ξεκάθαρη απάντηση να δώσω. Ούτε στον εαυτό μου. Η Πόλη δε µε ενθουσιάζει ούτε για τα αρχαία και Ρωµαϊκά χρόνια Της, ούτε για το Βυζάντιο, ούτε για τους Οθωµανούς, ούτε για τους Γενοβέζους του Γαλατά, ή αποκλειστικά για ένα από τα πολλά πρόσωπά Της. Ο µαγικός συνδυασµός όλων των ανωτέρω, µε απογειώνει. Είναι το ακάθοριστα µαγικό άρωµα, όπως αυτό του κύβου µαγειρικής, που έχει ήδη διαλυθεί στο καυτό νερό και µόνο η µυρωδιά του έχει µείνει. Και πόσο µάλλον, όταν αντί για τα ετοιµατζίδικα µυρωδικά, η Πόλη παρφουµάρεται µε τα γνήσια, αυτά της Ανατολής. Το ακριβό σαφράν από το Ιράν, το σαλέπι µε το βαρύ άρωµα από τη ρίζα της ορχιδέας, τους κρυστάλλους λεµονένιου αλατιού. Και πέρα από τα µπαχαράτ, είναι και τα µπαχάρια, που λέει κι ο φίλος µου ο Ιµάµης. Οι ζεστοί άνθρωποι που γεµίζουν τα ξύλινα αρχοντικά του Ζεϊρέκ τα οποία καταρρέουν, οι άλλοι που ζουν στα σιτέ του Ετιλέρ, κι ας είναι λίγο ξινοί, η περίεργη γειτόνισσα που βλέπει ποιος µπαίνει και ποιος βγαίνει, ο αραβόφωνος ψήστης στο Φατίχ µε τα χιλιοκαµµένα χρυσά χέρια και πάνω από όλους αυτούς η ίδια η Πόλη. Είναι για μένα μια αγέραστη χυµώδης, εκρηκτική, μελαχρινή, αδέσµευτη γυναίκα, που τρέχει από τις πρώτες στην κυριακάτικη λειτουργία ή την προσευχή της Παρασκευής, αλλά λίγο µετά απολαµβάνει µε την ψυχή της το έκφυλο σεξ µε τον παράνοµο εραστή Της, φροντίζει µε αυταπάρνηση τα παιδιά της, χωρίς να εκχωρεί το διακαίωµά της για καριέρα, µαγειρεύει εκµαυλιστικής νοστιµιάς φαγητά και τα µπεκροπίνει σε τσιγγάνικα ξεφαντώµατα. Πώς γίνεται να µην την αγαπώ;». «Η λατρεία µου για την Πόλη ήταν το εφαλτήριο για το στήσιµο του µπλογκ µου, το angelisandtheistanbul.blogspot.com. Για το όνομά του έµπνευση αποτέλεσε το αµερικάνικο σήριαλ Sex and the City! Τόσο πολύ εξακολουθεί να µου αρέσει αυτή η ιδέα, όπου πολλές φορές την έχω ξεστοµίσει χωρίς να το πολυσκεφτώ, ακόµα και σε ανθρώπους 70 χρονών ή διάκους του Πατριαρχείου!». «Στην αρχή παρακαλούσα τους φίλους µου να µε διαβάζουν για να ανεβαίνουν τα νούµερα στα statistics µου, αλλά µε τον καιρό άρχισε να γίνεται γνωστό από στόµα σε στόµα κι από µπλογκ σε µπλογκ. Μεγάλη ώθηση δόθηκε µετά την κατάκτηση του πρώτου βραβείου στα Best Post Awards 2009, υπό την αιγίδα της LG». «Στο µπλογκ γράφω για τη ζωή µου στην Πόλη. Δεν ακολουθώ πάντοτε τις δεσµεύσεις του γραπτού λόγου, ούτε καίγοµαι να δώσω µε ακρίβεια ιστορικά στοιχεία, ή την πλήρη αλληλουχία των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Υπάρχουν οι εγκυκλοπαίδειες γι’ αυτόν τον σκοπό. Γράφω τί έφαγα, πού πήγα, ποιόν γνώρισα, µε έναν λόγο που µοιάζει περισσότερο µε απομαγνητοφώνηση µιας κουβεντούλας µε έναν φίλο. Χωρίς να δίνω µασηµένη τροφή στο µελλοντικό επισκέπτη, πιστεύω ότι αν αφιερώσει λίγο χρόνο, µπορεί να καταστρώσει έναν προσωπικό οδηγό για να ακολουθήσει, σύµφωνα µε τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντά του. Όσο καιρό ακόµα θα παρατείνεται η ξένοιαστη παραµονή µου στην Πόλη, τόσο θα συνεχίζει και το µπλογκ να είναι ζωντανό».«Κάποιες φορές, εκεί που περπατώ στους δρόμους της Πόλης, μ' έχουν ζυγώσει διστακτικά, ρωτώντας με αν είμαι ο Αγγελής. Καμιά φορά δε, μου λένε ότι μόλις πριν έφαγαν σε ένα υπόγειο κεμπαπτσίδικο για το οποίο διάβασαν σ' ένα παλιό ποστ μου, ή βγάζουν από την τσέπη τους εκτυπωμένα τιπς που δίνω στο μπλογκ. Ενθουσιάζομαι από το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι αφιερώνουν τον χρόνο τους για με να διαβάσουν και ότι αυτό τους βοηθάει να οργανώσουν καλύτερα το ταξίδι τους στην Πόλη».«Σε σχέση με την Αθήνα, στην Πόλη είναι πολύ πιο εύκολο να µιλήσεις και να διατηρήσεις σχέσεις µε τους ανθρώπους. Εδώ νιώθω ότι μπορώ να κάνω φίλους απλά περπατώντας στο δρόμο. Όπως ο Τζεμ, ο χαμογελαστός ψαράς στο Μπεσίκτας που μου έμαθε να ξεχωρίζω το φρέσκο καλκάνι, η Σερπίλ Χανούμ στο υπόγειο εργαστήριο ακιντέδων (οθωμανικές πολύχρωμες καραμέλες) στο Βεφά, που με το που τη γνώρισα με έβαλε να καψαλίσω τη ζάχαρη. Ακόμη, μπορείς να συναναστραφείς πολύ πιο εύκολα με επιφανείς συγγραφείς, ζωγράφους, σχεδιαστές... Όχι ότι πετάω τη σκούφια µου για διασημότητες, αλλά µου προκαλεί γέλια η τάση του Έλληνα «πνευµατικού ανθρώπου» που προστατεύται γύρω από ένα φιµέ τζάµι». «Δεν θεωρώ ότι χρειάζεται καν να υπερασπιστώ τους Τούρκους, ότι δεν είναι βάρβαροι, απολίτιστοι, ‘Ανατολίτες’ και άλλα χαριτωµένα. Το στερεότυπο που θέλω να διαλύσω εγώ είναι το αντίστροφο, ότι Έλληνες και Τούρκοι είµαστε ίδιοι, το οποίο θεωρώ ίσως και πιο επικίνδυνο! Όχι, δεν είµαστε ίδιοι, όσο κι αν µεγαλώσαµε µε την οικογένεια κορώνα στο κεφάλι µας, είµαστε ζεστοί µε τους φίλους µας, κερνάµε στην ταβέρνα, πανηγυρίζουµε στους δρόµους όταν µπει η µπάλα στα δίχτυα ή η Σερτάµπ κι ο Σάκης ξεσηκώσουν την Ευρώπη! Είµαστε διαφορετικοί σε άλλα εξίσου σηµαντικά, όπως την πίστη των Τούρκων στο κισµέτ, από το οποίο δεν µπορείς να ξεφύγεις, την ροπή τους προς τη µελαγχολία και το δράµα και τις ενοχές όταν αισθάνονται ευτυχισµένοι, το ότι η γυναίκα δεν µπορεί να είναι σέξι, αλλά µόνο καλή µάνα. Από την άλλη, η ελληνική πεποίθηση ότι για να πας µπροστά χρειάζεται περισσότερο τύχη και γνωριµίες, παρά να δουλέψεις, ότι είµαστε ένας ξεχωριστός λαός που όλοι µας ζηλεύουν και θέλουν να µας βάλουν τρικλοποδιά. Όλες αυτές οι διαφορές ωστόσο, θεωρώ ότι είναι συµβατές. Μπορούν πολύ εύκολα να «κουµπώσουν» επιτυχηµένα µεταξύ τους».