Ενα απόσπασμα από την ομιλία του Παύλου Γερουλάνου από την παρουσίαση βιβλίου του Ηρακλή Ρούπα παραθέτει το παπανδρεϊκό σάιτ epikairo. Ο πρώην υπουργός εξηγεί το όραμά του.
[...] Ας κάνουμε μια υπόθεση: αν ο Σαμαράς έβρισκε 20 δις στα σεντούκια του Έλληνα φορολογούμενου, ή αν ο Τσίπρας έπειθε τους εταίρους μας να μας χαρίσουν 20 δις, πόσο χρόνο θα έπαιρνε στην Ελλάδα να ξαναφτάσει εδώ που είμαστε σήμερα;
Όχι παραπάνω από μια τριετία.
Οι περισσότεροι πολίτες αντιλαμβάνονται ή διαισθάνονται ότι η αποπληρωμή του χρέους δεν οδηγεί αυτόματα στην ανάπτυξη και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Αντιλαμβάνονται ή διαισθάνονται ότι η λύση στο πρόβλημα της Ελλάδας δεν θα έρθει από έξω και ότι «οι έξω», μπορεί να καίγονται για να σώσουν κάποια χρήματά τους, αλλά δεν καίγονται για να σταθεί ο Έλληνας στα πόδια του.
Και έτσι, όσο η πολιτική συζήτηση επικεντρώνεται γύρω από το μνημόνιο η πολιτική ηγεσία, είτε κυβερνάει είτε αντιπολιτεύεται, θα παραμένει απαξιωμένη.
Γιατί;
Διότι δεν δίνει λύσεις σε ότι αποθαρρύνει τον Έλληνα να δημιουργεί. Και έτσι παραμένει σβηστή η μόνη πραγματική μηχανή ανάπτυξης, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας που έχουμε.
Πως μπορεί να πιστεύει κανείς σε μια παρεμβατική πολιτική ηγεσία σε μια χώρα που σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος ασχολείται με το λάθος πρόβλημα;
Ή, για να το θέσω διαφορετικά: «Τι μπορεί να κάνει η πολιτική ηγεσία ώστε και να οδηγήσει την χώρα σε ανάπτυξη και να κερδίσει την χαμένη της αξιοπιστία;»
Η απάντηση, όσο εύκολο είναι να εκφραστεί τόσο δύσκολο είναι να γίνει πράξη από το σημερινό πολιτικό σύστημα. Διότι για να απελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις της χώρας χρειάζονται δύο πράγματα: σχέδιο και θεσμοί.
Χρειάζεται πρωτίστως ένα Ελληνικό σχέδιο που σέβεται την ταυτότητα και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας.
Παρόλο που ένα τέτοιο σχέδιο δεν έχει παρουσιαστεί από κανένα κόμμα θεωρώ ότι σε κάποιο βαθμό μπορούν να το κάνουν αν θελήσουν.
Αυτό για το οποίο γνωρίζω ότι αδυνατούν είναι να χτίσουν θεσμούς που λειτουργούν. Θεσμούς που εγγυώνται τους κανόνες λειτουργίας της κοινωνίας μας και της αγοράς.
Κανένα σχέδιο, όσο καλό και να είναι, από όποιο κόμμα και αν παρουσιαστεί δεν μπορεί να εφαρμοστεί όσο οι θεσμοί δεν λειτουργούν. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα για το οποίο λίγοι πολιτικοί θέλουν να κάνουν κάτι.
Διότι η ενδυνάμωση των θεσμών αφαιρεί εξουσίες από την κεντρική πολιτική ηγεσία και εξασφαλίζει ότι οι πολιτικές της παρεμβάσεις αφορούν το σύνολο της κοινωνία και όχι μικρά ή μεγάλα συμφέροντα, κάποιες μικρές ή μεγάλες συντεχνίες.
Πάρτε για παράδειγμα το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο.
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε το ΚΑΣ ως θεσμό που καθυστερεί τις επενδύσεις μας διότι ελέγχει αν η επένδυσή κακοποιεί τα μνημεία μας.
Τι μας ενοχλεί με το ΚΑΣ; Ότι προστατεύει τα αρχαία μας; Προφανώς όχι.
Όσο και αν σιχτιρίζουμε, ό,τι αξιόλογο έχει σωθεί στην Ελλάδα το χρωστάμε σε αυτό.
Αυτό που μας ενοχλεί είναι ότι καθυστερεί να μας απαντήσει.
Παρέλαβα το ΚΑΣ με 1.000 υποθέσεις σε εκκρεμότητα και μέσο χρόνο απάντησης στον πολίτη έξη μήνες.
Παρέδωσα το ΚΑΣ με 0 υποθέσεις σε εκκρεμότητα και μέσο χρόνο απάντησης στον πολίτη μια εβδομάδα.
Πως; Απλά, βγάλαμε το γραφείο υπουργού από τα πόδια του. Δώσαμε την δυνατότητα στο ΚΑΣ να κάνει την δουλειά του χωρίς να παρεμβαίνουμε.
Γιατί παρεμβαίνει ο Υπουργούς στο ΚΑΣ;
Συχνά, καλόπιστα ο Υπουργός νοιάζεται για την ανάπτυξη. Άλλες φορές, θέλει να κρατήσει το πολιτικό κεφάλαιο που απορρέει από υποθέσεις. Και κάθε τόσο κάποιος Υπουργός θέλει να αξιοποιήσει αυτήν την εξουσία για προσωπικό του κέρδος.
Κάθε όμως παρέμβαση οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα. Την καθυστέρηση της απόφασης και την απαξίωση του θεσμού.
Το ίδιο συμβαίνει στην δικαιοσύνη, στα Πανεπιστήμια, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στο ΕΣΡ. Μην πάτε μακριά: στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Η κεντρική πολιτική ηγεσία στην Ελλάδα δεν θέλει να μεταφέρει ούτε ευθύνες ούτε εξουσία και αυτό κρατάει τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου παγιδευμένες και εξαρτημένες.
Σε πιο ώριμες δημοκρατίες η πολιτική ηγεσία και οι θεσμοί βρίσκονται σε μια γόνιμη αντιπαράθεση.
Οι πολιτικοί προσπαθούν να δημιουργήσουν αξία.
Οι θεσμοί προστατεύουν αξίες.
Οι πολιτικοί θέλουν να οδηγήσουν την χώρα σε ανάπτυξη.
Οι θεσμοί προσπαθούν να υπερασπιστούν τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, να διασφαλίσουν την σωστή λειτουργία της κοινωνίας και την ίση πρόσβαση των πολιτών στους πόρους της δημιουργίας.
Όσο σέβονται ο ένας τον άλλον οι πολίτες αισθάνονται ασφάλεια να πάρουν ρίσκο και να δημιουργήσουν.
Η ανάπτυξη οδηγείται μέσα από την προστασία των πλεονεκτημάτων της χώρας.
Αποκτάει διάρκεια και προοπτική.
Κυρίως, αποκτάει ταυτότητα.
Στην Ελλάδα όμως που η κεντρική πολιτική ηγεσία έχει επιβληθεί στους θεσμούς, η ανάπτυξη και είναι προνόμιο των λίγων (εκείνων που έχουν πρόσβαση στην κεντρική εξουσία) και ξένη με τον χαρακτήρα της κοινωνίας.
Γι' αυτό ο πλούτος που δημιουργήσαμε τα τελευταία χρόνια δεν έχει καμία σχέση με τον πλούτο που έχει να προσφέρει η χώρα μας. Η κατάρρευσή της ανάπτυξης ήρθε διότι δεν μπορέσαμε να την υποστηρίξουμε. Και σήμερα ο Έλληνας δημιουργός παραμένει στο περιθώριο φοβισμένος και ανήμπορος.
Αν θέλουμε να δημιουργήσουμε πλούτο που συνάδει με τον χαρακτήρα της πατρίδας μας και προστατεύει τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα πρέπει η πολιτική ηγεσία να μεταφέρει ευθύνες και εξουσίες σε θεσμούς που θα διασφαλίσουν τους κανόνες λειτουργίας της κοινωνίας και της αγοράς. Και να δώσει στους πολίτες τα εργαλεία να γίνουν ελεγκτές αυτών των εξουσιών.
Αυτό όμως θέλει πολιτική βούληση και θάρρος, δυο χαρακτηριστικά που οι Έλληνες πολίτες δεν αναγνωρίζουν ούτε στην κυβέρνηση ούτε στην αντιπολίτευση.
Άρα η ευθύνη έρχεται πάλι πάνω μας. Διότι πρέπει να γίνουμε ξεκάθαροι τι ζητούμε από τους πολιτικούς μας.
Για να αλλάξουν τα πράγματα πρέπει να σταματήσουμε να εμπιστευόμαστε πολιτικούς που μας λένε ότι θα μας λύσουν το πρόβλημα. Διότι αυτοί είναι οι πολιτικοί που θέλουν να κρατούν την εξουσία πάνω τους και εμάς εξαρτημένους από αυτούς.
Η λύση θα προκύψει μόνο όταν πιστέψουμε, πρώτα εμείς και μετά οι πολιτικοί μας, ότι βρίσκεται μέσα στην Ελληνική κοινωνία και ότι δεν θα έρθει από έξω.
Όταν πιστέψουμε ότι οι δυνάμεις της χώρας αρκούν για να βγούμε από την κρίση και να κάνουμε πολλά ακόμη.
Αρκεί να απελευθερωθούν από την κεντρική ηγεσία που θέλει να ελέγχει τα πάντα.
Και να μπουν κανόνες που σεβόμαστε όλοι.
Και αυτό θα γίνει μόνο όταν μάθουμε να το ζητούμε.