Η αμερικανική Γερουσία δίνει σήμερα στη δημοσιότητα έκθεση για τις μεθόδους βασανιστηρίων που χρησιμοποιήθηκαν από τη CIA μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, παρά τη δυσαρέσκεια των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι προειδοποιούν για πιθανές βίαιες αντιδράσεις σε όλο τον κόσμο.
Όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ενισχυμένα μέτρα ασφαλείας έχουν ληφθεί γύρω από τις εγκαταστάσεις διπλωματικών αποστολών και από αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις ενόψει της δημοσιοποίησης της περίληψης (της οποίας οι πιο ευαίσθητες πληροφορίες λογοκρίθηκαν) κοινοβουλευτικής έκθεσης που αναμενόταν εδώ και μήνες.
Αποτέλεσμα έρευνας τουλάχιστον τριών ετών (2009-2012), η έκθεση έχει στόχο να ρίξει φως στο πρόγραμμα που δημιουργήθηκε κρυφά από τη CIA για την ανάκριση κρατουμένων υπόπτων για διασυνδέσεις με την Αλ Κάιντα, κυρίως με εικονικό πνιγμό ή στέρηση ύπνου. «Ο Πρόεδρος πιστεύει ότι είναι σημαντικό να δημοσιοποιηθεί, ώστε ο κόσμος στις ΗΠΑ και στις υπόλοιπες χώρες να καταλάβει τι ακριβώς συνέβη», δήλωσε ο Τζος Ερνεστ, εκπρόσωπος του Μπαράκ Ομπάμα. Ο Αμερικανός Πρόεδρος σταμάτησε το πρόγραμμα της CIA μόλις ανέλαβε την Προεδρία, τον Ιανουάριο του 2009.
Αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει «κατάλληλη στιγμή» για τη δημοσιοποίηση μιας τέτοιας έκθεσης, ο Έρνεστ τόνισε ότι αυτό ήταν απαραίτητο για να διασφαλιστεί ότι «κάτι τέτοιο δεν θα ξανασυμβεί ποτέ». Ο Στιβ Γουόρεν, εκπρόσωπος του Πενταγώνου, δήλωσε ότι τα περιφερειακά κέντρα διοίκησης είχαν ενημερωθεί για την «επικείμενη δημοσιοποίηση» και είχαν εντολή να «λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας». Η εμπιστευτική έκθεση εγκρίθηκε από την Επιτροπή Πληροφοριών της Γερουσίας τον Δεκέμβριο του 2012 και τα μέλη της ψήφισαν τον Απρίλιο υπέρ της δημοσιοποίησης περίληψης περίπου 500 σελίδων.
Ωστόσο, η διαδικασία συνεχίστηκε επί οκτώ μήνες, καθώς οι γερουσιαστές και ο Λευκός Οίκος διαφωνούσαν σχετικά με τον όγκο των πληροφοριών που πρέπει να λογοκριθεί, όπως κωδικές ονομασίες πρακτόρων της CIA ή χώρες που συνεργάστηκαν με το μυστικό πρόγραμμα. Όταν ρωτήθηκε το βράδυ της Δευτέρας για τον στόχο αυτής της διαδικασίας, η Νταϊάν Φάινσταϊν, η ισχυρή πρόεδρος της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας, δήλωσε ότι είναι ευεργετικό για μια «δίκαιη κοινωνία να βασίζεται στον νόμο». «Όταν κάνουμε σφάλματα, τα παραδεχόμαστε και προχωράμε μπροστά», πρόσθεσε η Δημοκρατική γερουσιαστής, η οποία έδωσε αγώνα προκειμένου η αποχαρακτηρισμένη εκδοχή της έκθεσης να μην υποστεί μεγάλη λογοκρισία.
Πολλοί Ρεπουμπλικανοί αποδοκίμασαν εκ των προτέρων τη δημοσιοποίηση της έρευνας, την οποία θεωρούν μεροληπτική. Ο πρώην αντιπρόεδρος Ντικ Τσέινι (επί προεδρίας Τζορτζ Μπους) υπεραμύνθηκε με σθένος αυτών των μεθόδων ανάκρισης, λέγοντας ότι ήταν «απολύτως δικαιολογημένες». «Το πρόγραμμα εγκρίθηκε και εξετάστηκε από νομικής άποψης από το υπουργείο Δικαιοσύνης», δήλωσε στους New York Times. Αναφερόμενος στους πράκτορες της CIA που έφεραν εις πέρας το πρόγραμμα, δήλωσε ότι «θα έπρεπε να παρασημοφορηθούν αντί να επικρίνονται».
Για τον Ρεπουμπλικανό γερουσιαστή Μάρκο Ρούμπιο, πιθανό υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές του 2016, είναι «απερίσκεπτη και ανεύθυνη» η δημοσιοποίηση της έκθεσης, η οποία «δεν είναι ούτε σοβαρή, ούτε εποικοδομητική».
Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στην Washington Post, ο Χοσέ Ροντρίγκεζ, πρώην επικεφαλής του προγράμματος της CIA, κατήγγειλε τη «μεγάλη υποκρισία» των πολιτικών στο θέμα αυτό. «Κάναμε αυτό που μας ζητήθηκε (...) και γνωρίζουμε ότι ήταν αποτελεσματικό», τόνισε. «Μια δεκαετία αργότερα, ακούμε κάποιους από αυτούς τους ίδιους πολιτικούς να εκφράζουν την αγανάκτησή τους και -ακόμη χειρότερα- να παραποιούν τα γεγονότα και να ελαχιστοποιούν τις επιτυχίες που υπήρξαν» από το πρόγραμμα.
Ένα από τα ερωτήματα που παραμένουν σε σχέση με το μυστικό αυτό πρόγραμμα είναι κατά πόσον αυτό συνέβαλε να αποσπαστούν κρίσιμες πληροφορίες που επέτρεψαν, μεταξύ άλλων, να εντοπιστεί ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, που σκοτώθηκε στο Πακιστάν το 2011 στη διάρκεια επιδρομής Αμερικανών κομάντο.
Στις αρχές Αυγούστου, ο Ομπάμα είχε μιλήσει επί μακρόν για αυτές τις μεθόδους ανάκρισης, «που κάθε έντιμος άνθρωπος θα πρέπει να τις θεωρεί βασανιστήρια» όπως τόνισε, κρίνοντας ότι οι ΗΠΑ είχαν «ξεπεράσει τα όρια».
Παρότι είχε καταγγείλει τις μεθόδους αυτές, ο Αμερικανός Πρόεδρος είχε επίσης καλέσει -προκαλώντας έκπληξη σε ορισμένους Δημοκρατικούς- να εξετασθούν τα γεγονότα όπως είχαν συμβεί τότε. «Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πόσο φοβόταν ο κόσμος. Δεν ήξερε αν επίκειντο κι άλλες επιθέσεις. Υπήρχε τεράστια πίεση προς τις δυνάμεις ασφαλείας».