Ο ποιητής Γιώργος Χρονάς γνώριζε καλά τον αείμνηστο Μένη Κουμανταρέα και περιγράφει πώς ένα «κάθαρμα» τον δολοφόνησε.
«Η δολοφονία του Κουμανταρέα είναι για μένα η συνέχεια της δολοφονίας Βίνκελμαν, Παζολίνι, Ταχτσή.
Εγινε κατ' αναλογία αυτών των διεθνών δολοφονιών, σε κινηματογραφικές συνθήκες, και αφορά ένα πρόσωπο απίστευτου διαμετρήματος. Ηταν πανσέληνος όταν δολοφονήθηκε ο Ταχτσής, η πανσέληνος του Αυγούστου για την οποία έχει μιλήσει ο Φασμπίντερ, ήταν πανσέληνος και τώρα -του Δεκέμβρη αυτή τη φορά- που δολοφονήθηκε ο Κουμανταρέας», αναφέρει.
«Η ζωή του όλη ήταν να είναι μέσα στα πράγματα, να διαβάζει, να βλέπει τηλεόραση, να σχολιάζει. Ήταν ζωντανός και δημιουργικός άνθρωπος. Ήταν μέσα στη γειτονιά, η γειτονιά τον έκλαψε πολύ... Στην παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου είχε πει: "Είμαι Ελληνας και Αθηναίος. Αγαπώ αυτή την πόλη, όπου κι αν ζούσα θα αγαπούσα την Αθήνα". Για μένα, η απώλειά του από πλευράς διαμετρήματος ισοδυναμεί με την απώλεια του Χατζιδάκι. Ξέρετε, λέμε κάποιες φορές "γράφει καλά γιατί έχει διαβάσει πολλά βιβλία" -δεν είναι έτσι. Εκείνος έγραφε καλά γιατί είχε ασχοληθεί με το θέατρο, είχε δει πολύ μπαλέτο, πολλή όπερα, παρακολουθούσε πολλή μουσική, ελληνική και ξένη λογοτεχνία, είχε εικαστικές γνώσεις, ήταν συνδρομητής στο Μέγαρο Μουσικής με τη γυναίκα του Λιλή, είχε γενική παιδεία. Προσπαθούσε να βελτιώνεται. Κι όμως, έπεσε πάνω σε ένα κάθαρμα», διηγείται ο Γιώργος Χρονάς, σύμφωνα με το «Εθνος».
Την τραγική νύχτα, εξηγεί ο κ. Χρονάς, ο Κουμανταρέας έπινε καφέ με τον γραμματέα του Θανάση Φωσκαρίνη, όταν ανέβηκε στο σπίτι λέγοντας πως έχει ξεχάσει τα φάρμακά του.
Αυτός είναι ο Θάνος Φωσκαρίνης:
«Το τραγικό είναι ότι ο Φωσκαρίνης ήταν κοντά και στον Διαμαντόπουλο, όταν αυτός δολοφονήθηκε. Μόλις είδε ότι ο Μένης αργεί να κατέβει, φώναξε τον ανιψιό του και ανέβηκαν μαζί στο διαμέρισμα. Είχε καλούς φίλους. Κι ας ήταν ένας άνθρωπος που πέταγε τη σκούφια του να τσακωθεί για καθετί που πίστευε».
«Μου έκανε εντύπωση πάντα ο τρόπος με τον οποίο έλεγε την αλήθεια. Θυμάμαι πώς είχε υπερασπιστεί μόνος του απέναντι σε όλους τη θέση ότι ο κάθε συγγραφέας θα έπρεπε με τη ζωή και το λογοτεχνικό του έργο να μιλήσει για τη φτώχεια και να αναλάβει την προσωπική του ευθύνη ενώ στην Εταιρεία Συγγραφέων ήθελαν να εκδώσουν ψήφισμα εναντίον του Μνημονίου. Ελεγε πάντοτε τη γνώμη του ευθέως και ευθαρσώς και δεν φοβόταν. Πιστεύω ότι γι' αυτόν τον λόγο τον χτύπησαν τόσο πολύ στο κεφάλι. Πιστεύω ότι θα έβριζε. Τον χτύπησαν εκεί από όπου έβγαινε η φωνή...».
Μετά το τελευταίο του βιβλίο, που ήταν αυτοβιογραφικό, ο Μένης Κουμανταρέας σκόπευε, όπως διηγείται ο κ. Χρονάς, να εκδώσει ένα ακόμη αυτοβιογραφικό για τις νύχτες του στην Αθήνα. Δεν φοβόταν.
«Ο Κουμανταρέας περνούσε τις νύχτες στη γειτονιά του, στη Φωκίωνος Νέγρη, την οποία και φανταζόταν ως τη Via Veneto του Φελίνι. Θα έγραφε -όπως είχε δηλώσει- τα πάντα που είχε κάνει με πρόσωπα τη νύχτα. Μου θυμίζει τη δήλωση του Ταχτσή λίγο πριν δολοφονηθεί, που είχε πει στην εκδότριά του: "Οταν θα κυκλοφορήσει το βιβλίο μου, να μου έχεις βρει ένα εισιτήριο να φύγω από τη χώρα"! Ο Κουμανταρέας ήταν ένας άνθρωπος αφιερωμένος στον έρωτα, επέστρεφε στον έρωτα και ήθελε να το δηλώσει, αλλά δολοφονήθηκε...».