Για πρώτη φορά, μετά από την εξέγερση του 2011, οι πολίτες στην Τυνησία καλούνται σήμερα στις κάλπες, για να εκλέξουν το νέο πρόεδρο της χώρας.
Ο 87χρονος Μπέτζι Καΐντ Εσέμπσι, αρχηγός του αντιισλαμικού κόμματος Νίνταα Τουνές το οποίο κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές της 26ης Οκτωβρίου, είναι το φαβορί για τη θέση του προέδρου.
Σχεδόν 5,3 εκατομμύρια ψηφοφόροι καλούνται να ψηφίσουν λίγες ημέρες μετά τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, ο δημοκρατικός χαρακτήρας των οποίων χαιρετίστηκε από τη διεθνή κοινότητα. Πάντως, δεκάδες χιλιάδες αστυνομικοί και στρατιώτες έχουν αναπτυχθεί σε όλη τη χώρα, για το φόβο επιθέσεων από ισλαμιστές.
Αν κανένας από τους υποψήφιους δεν καταφέρει να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία, τότε θα διεξαχθεί δεύτερος γύρος στα τέλη Δεκεμβρίου. Ο νικητής θα είναι πρόεδρος της Τυνησίας για τα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ θα μπορεί να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία μόνο μία ακόμη φορά.
Βασικός αντίπαλος του Εσέμπσι είναι ο απερχόμενος πρόεδρος Μονσέφ Μαρζούκι, ο οποίος ανέλαβε την προεδρία της Τυνησίας στο τέλος το 2011 έπειτα από τη συμφωνία που σύναψε με τους ισλαμιστές του κόμματος Ενάχντα. Οι ισλαμιστές, που ήρθαν στη δεύτερη θέση στις βουλευτικές εκλογές, αποφάσισαν να μην υποστηρίξουν κανέναν υποψήφιο.
Υποψηφιότητα έχουν θέσει ακόμη 25 προσωπικότητες, μεταξύ αυτών πρώην υπουργοί του ανατραπέντος προέδρου Ζιν ελ Αμπιντίν Μπεν Άλι, ο Χάμα Χαμάμι, μια προσωπικότητα του χώρου της αριστεράς, ο πλούσιος επιχειρηματίας Σλιμ Ρίαχι και η μοναδική γυναίκα υποψήφια, η Κάλτουμ Κάνου.
Είναι η πρώτη φορά που οι Τυνήσιοι θα μπορέσουν να εκλέξουν ελεύθερα τον πρόεδρό τους. Από την ανεξαρτησία της το 1956 ως την εξέγερση του 2011 η χώρα γνώρισε μόνο δύο προέδρους: τον Χαμπίμπ Μπουργκίμπα, ο οποίος ανατράπηκε το 1987 από πραξικόπημα του ίδιου του του πρωθυπουργού Μπεν Άλι, που κυβέρνησε τη χώρα μέχρι την φυγή του στη Σαουδική Αραβία στις 14 Ιανουαρίου 2011.
Αν και βάσει του νέου Συντάγματος ο νέος πρόεδρος της χώρας δεν θα έχει παρά πολύ περιορισμένες εξουσίες, το γεγονός ότι εκλέγεται απευθείας από τον λαό του προσφέρει σημαντικό πολιτικό βάρος. Παράλληλα διαθέτει το δικαίωμα να διαλύσει το κοινοβούλιο, αν η κυβέρνηση αποτύχει να κερδίσει την ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής επί δύο συνεχόμενες φορές.