Μέλος του διεθνούς τζετ σετ, κοσμικός με ακαταπόνητη δραστηριότητα, λάτρης της νυχτερινής περιπλάνησης, γόνος καλής οικογένειας (ο αδελφός του είναι πολυεκατομμυριούχος), τηλεοπτικός αστέρας, κριτικός λογοτεχνίας, αλλά και κατ΄επανάληψη βραβευμένος μυθιστοριογράφος, ο Φρεντερίκ Μπεγκμπεντέ έχει κερδίσει τα τελευταία χρόνια το αναγνωστικό κοινό της Γαλλίας, που σπεύδει να παρακολουθήσει στα βιβλία του τις περιπέτειες μιας ξέφρενης νιότης: περιπέτειες που δεν είναι άλλες από τις περιπέτειες της δικής του νεανικής ζωής.
Τα νιάτα παρόλα αυτά δεν κρατούν την πρώτη θέση στο καινούργιο βιβλίο του Μπεγκμπνετέ, που έχει τίτλο «Ένα γαλλικό μυθιστόρημα», έχει κερδίσει το βραβείο Renaudot και κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αστάρτη σε μετάφραση και σχόλια του Γιώργου Βουδικλάρη. Για την ακρίβεια, ο Μπεγκμπεντέ, που είναι γεννημένος το 1965, αποχαιρετά τα νιάτα του σε αυτό το καθαρώς αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, όπου και ένα μακρύ ταξίδι στο οικογενειακό του παρελθόν. Την αφορμή για το ταξίδι στο παρελθόν θα δώσει η ολιγοήμερη κράτηση του συγγραφέα για δημόσια χρήση κοκαΐνης. Η παραμονή του στη φυλακή θα τον κάνει να επιστρέψει νοερά στα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στο Νεϊγί και τα Πυρηναία, ανακαλώντας όχι μόνο τις σχέσεις με τους γονείς και τον αδελφό του, αλλά και όλες τις μικρές ή τις μεγάλες εντυπώσεις ενός παιδιού που θα μεγαλώσει στη Γαλλία του Μάη του 1968 χωρίς να ζήσει από πρώτο χέρι τις ανατροπές του.
Το περιβάλλον εντός του οποίου σχημάτισε τις πρώτες εικόνες του για τον κόσμο ο Μπεγκμπεντέ ήταν απολύτως προστατευτικό: τίποτε σοβαρό δεν απείλησε την ισορροπία του, καμιά σημαντική οδύνη δεν χαράχτηκε στη μνήμη του. Αυτό δεν θα τον εμποδίσει να αναπτύξει έναν δεσμό αγάπης-μίσους με τον αδελφό του, ο οποίος επανέρχεται συχνά-πυκνά στην αφήγηση, αφήνοντας τη μορφή του αποτυπωμένη σε όλες τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Κυρίαρχη θέση στο βιβλίο κατέχουν και οι γονείς των δύο αγοριών, που παρά τον χωρισμό τους στάθηκαν πάντοτε πολύ κοντά στα παιδιά τους, φροντίζοντας να μην τους λείψει το παραμικρό. Μιλώντας για τους γονείς του, ο Μπεγκμπεντέ δεν θα τους χαριστεί: από τη μεριά θα προσπαθήσει να καταλάβει τι ακριβώς ήταν εκείνο που τους οδήγησε στο να απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλο, από την άλλη όμως δεν θα συγχωρήσει ποτέ την έλλειψη συνεννόησής τους, μένοντας να θρηνεί μέχρι και την τελευταία σελίδα για την κατάρρευση του γάμου τους.
Παρά τις επαγγελματικές επιτυχίες του ενήλικου βίου του, ο Μπεγκμπεντέ δεν θα αποβάλει ούτε στιγμή το ισχυρό αίσθημα δυσφορίας για το περιβάλλον του. Ο συγγραφέας μοιάζει μονίμως οργισμένος όχι μόνο με την οικογένειά του, αλλά και με τη γαλλική κοινωνία, την οποία θεωρεί βαθιά συντηρητική και υποκριτική: ένα σύστημα κανόνων και υποχρεώσεων που κλείνει τα πάντα μέσα σε καλά τακτοποιημένα κουτιά, κρύβοντας κάθε ρωγμή, ακόμα και απειροελάχιστη. Εξ αυτού άλλωστε και οι αλλεπάλληλες μνημονικές αναδρομές. Όσο κι αν ανακαλύπτει στο παρελθόν αφανείς εσοχές, που είναι ικανές να τον πληγώσουν ακόμα και σήμερα, η παιδική και η εφηβική ηλικία αποτελεί για τον Μπεγκμπεντέ ένα σωτήριο καταφύγιο, μια λυτρωτική διαφυγή από το δύσκολο, βαρύ παρόν και τις άχαρες επιταγές του.
Πλέκοντας δεξιοτεχνικά την πραγματικότητα της αυτοβιογραφίας με τη μυθιστορηματική του φαντασία, ο συγγραφέας θα ανακινήσει στις σελίδες των αναμνήσεών του και όλο το κλίμα των δεκαετιών του 1960 και του 1970: από βιβλία και κόμικς μέχρι μουσικές, τραγούδια και μόδες. Κι όλα αυτά με μια γλώσσα που φλερτάρει μονίμως με το σκώμμα και την αναίδεια, όπως και με έναν λόγο που δεν θα παραχωρήσει τα πρωτεία παρά μόνο στον εαυτό του. Γράφοντας, πάντως, για τον εαυτό του ο Μπεγκμπεντέ θα ανασυστήσει, έστω και αρνητικά, την ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής, αποφεύγοντας εκ παραλλήλου να πέσει στην παγίδα είτε της οίησης είτε της μικρολογίας.
Πηγή Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, συντάκτης Βασίλης Χατζηβασιλείου