Μπορεί στο τελευταίο του βιβλίο, το Sunset Park να βάζει τον ήρωά του να λέει πως οι συγγραφείς δεν πρέπει ποτέ να μιλάνε σε δημοσιογράφους, όμως ο σπουδαίος Πολ Οστερ στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα μίλησε με δεκάδες δημοσιογράφους χωρίς σταματημό. Ο Δημήτρης Δουλγερίδης από το Νέα τον ρώτησε για αυτή την αντίφαση αλλά και για τις επιρροές του που ναι περνούν θριαμβικά και από τον Ομηρο, τον Πλάτωνα, τον Σοφοκλή.
Απαντώντας σε 9 ερωτήματα του Δημήτρη Δουλγερίδη για τα Νέα ρωτήθηκε για τη φράση από το πρόσφατο βιβλίο του που αναφέρει «Οι συγγραφείς δεν πρέπει ποτέ να μιλούν σε δημοσιογράφους. Η συνέντευξη είναι ένα εκχυδαϊσμένο είδος λόγου που δεν εξυπηρετεί κανέναν σκοπό...» και απάντησε: «Εδώ μιλάει ο Μόρις Χέλερ για τον επιστήθιο φίλο του Ρέντζο, έναν μάλλον κλειστό και συνεσταλμένο συγγραφέα. Ας το δούμε έτσι: εάν είχα τον πλήρη έλεγχο, το πιο πιθανό θα ήταν να μην μιλήσω ποτέ σε δημοσιογράφους. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι ένα δείγμα αλληλεγγύης προς τον εκδότη».
Οταν ο Δημήτρης Δουλγερίδης τον ρωτάει «Ομηρο δεν διαβάσατε ποτέ;» ο σπουδαίος Πολ Οστερ απαντά: ««Α, βέβαια. Οι αρχαίοι μπήκαν στη ζωή μου μετά τα 18, την εποχή του κολεγίου. Και είχαν τεράστια επίδραση πάνω μου. Το καλό ήταν ότι βρέθηκα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, που τότε είχε ένα περίφημο πρόγραμμα ανθρωπιστικών σπουδών. Όλοι έπρεπε να περάσουν από αυτό: είτε πήγαιναν για γιατροί είτε για καθηγητές Λογοτεχνίας. Το πρώτο εξάμηνο παίρναμε όλοι λογοτεχνία: Όμηρο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αισχύλο. Αργότερα Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Βιργίλιο, όλους τους Ρωμαίους. Και από τον Αυγουστίνο φτάσαμε στον Ντοστογιέφσκι. Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Και αυτά που την άλλαξαν».
Αποκαλύπτει επίσης τις βασικές του επιρροές, ήδη από το Λύκειο: «Στην αρχή δεν διάβαζα πολλή ποίηση. Γουίτμαν, Εμιλυ Ντίκινσον, Έζρα Πάουντ, Κάμινγκς και Έλιοτ σίγουρα. Ο τελευταίος υπήρξε πολύ σημαντικός για εμένα τότε. Αργότερα έπεσα με τα μούτρα σε ό,τι έβρισκα μπροστά μου. Στο μυθιστόρημα τα πράγματα ήταν από την αρχή ξεκάθαρα: αμερικανοί, γάλλοι και ρώσοι συγγραφείς. Από την Αμερική είναι όλα τα ονόματα που μπορείτε να φανταστείτε: Χέμινγουεϊ, Φιτζγκέραλντ, Φώκνερ, Ντος Πάσος, Ναθάνιελ Γουέστ, Τζον Στάινμπεκ, Σίνκλερ Λιούις. Μετά, περίπου στα 15, ανακάλυψα τους Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τουργκένιεφ, Γκόγκολ, Τσέχωφ και τον Ιζαάκ Μπάμπελ. Πρέπει να πω ότι ο Μπάμπελ είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς διαχρονικά. Από τους καλύτερους στυλίστες πρόζας που έχω διαβάσει. Κι ύστερα ήρθαν οι Γάλλοι: κυρίως ο Καμύ, ο Ζιντ και ο Σαρτρ».
Μεταξύ άλλων στην συνέντευξη μιλάει και για τον κινηματογράφο και αποκαλύπτει και ποιά ήταν η τελευταία ταινία που είδε μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο Σίρι (μαζί στη φωτογραφία πάνω) για την οποία δεν σταμάτησε να μιλάει όσο βρισκόταν στην Αθήνα: «Πριν από λίγες ημέρες ξαναείδαμε με τη Σίρι σε ξενοδοχείο του Παρισιού το "Μαλχόλαντ Ντράιβ" του Ντέιβιντ Ληντς. Λοιπόν, όπως σας έλεγα, η μεγάλη αλλαγή έγινε με τον "Καπνό". O Γουέιν Γουάνγκ διάβασε την ιστορία στο χριστουγεννιάτικο φύλλο των New York Times και ενδιαφέρθηκε. Στην αρχή, δεν επρόκειτο καν να γράψω το σενάριο. Αλλά όταν το ξεκίνησα και τελικά παρέδωσα το χειρόγραφο –η στιγμή που σεναριογράφος και σκηνοθέτης δίνουν τα χέρια και αποχαιρετιούνται- ο Γουάνγκ μου είπε "μείνε μαζί μου σ’ αυτήν την ιστορία για να τη σκηνοθετήσουμε μαζί". Οπως κι έγινε.»