Δικαιώνει τους κατοίκους της Νέας Μάκρης το Συμβούλιο της Επικρατείας, στέλνοντας σαφές μήνυμα στο υπουργείο Οικονομικών να αλλάξει άμεσα τον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται ο Φόρος Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ) φυσικών προσώπων στα ακίνητα που βρίσκονται εκτός αντικειμενικού συστήματος υπολογισμού των αξιών. Η απόφαση της 7μελούς σύνθεσης του Β' Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου εκτιμάται ότι ξεπερνά τα όρια της Νέας Μάκρης, καθώς ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί ως «πιλότος» και για άλλες περιοχές όπου δεν εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα αξιών.
Με την απόφασή του το ΣτΕ έκρινε ότι θα πρέπει να συνεκτιμάται και η φορολογητέα αξία των ακινήτων που βρίσκονται στις γειτονικές περιοχές, όπου αντίθετα υπάρχει αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού του ΦΑΠ για λόγους φορολογικής ισότητας. Σύμφωνα με τον δικηγόρο Νικόλαο Καραμέτο, που χειρίστηκε την υπόθεση, μετά από αυτή την απόφαση του ΣτΕ ανοίγει ο δρόμος για τον επαναπροσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των οικοπέδων εκτός αντικειμενικού συστήματος για τον υπολογισμό του ΦΑΠ και για άλλες περιοχές της χώρας μας.
Οι κάτοικοι της Νέας Μάκρης πέτυχαν να εκδώσει το ΣτΕ απόφαση αλλαγής της απόφασης του ΥΠΟΙΚ στις 5.6.2013 με την οποία προσδιόρισε για τα έτη 2011, 2012 και 2013 στα 620 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο τον ΦΑΠ φυσικών προσώπων στον δήμο Νέας Μάκρης, όπου δεν εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού του ΦΠΑ.
Οι κάτοικοι αντέτειναν πως με την επίμαχη υπουργική απόφαση είχε καθοριστεί η τιμή των οικοπέδων σε 620 € ανά τετραγωνικό μέτρο, ενώ οι αντικειμενικές αξίες των όμορων περιοχών κυμαίνονται από 180 έως 250,00 €/τ.μ.
Το ΣτΕ με την υπ' αριθμ. 3833/2014 απόφασή του έκρινε ότι ο υπουργός Οικονομικών οφείλει μεν να λαμβάνει υπόψη κατά νόμο την «κατώτερη τιμή» ανά τετραγωνικό μέτρο, «δεν μπορεί όμως να μη συνεκτιμά και τις φορολογητέες αξίες των ακινήτων όμορων περιοχών στις οποίες εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα, τις οποίες (αξίες) ο ίδιος έχει προηγουμένως κανονιστικά καθορίσει, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 41 του νόμου 1249/1982. Αυτό γίνεται για λόγους φορολογικής ισότητας, ώστε να αποφεύγονται περιπτώσεις ευρείας απόκλισης μεταξύ των πραγματικών αγοραίων αξιών ακινήτων που βρίσκονται στον ίδιο ευρύτερο χώρο εξαιτίας της παράλληλης εφαρμογής των δύο ανωτέρω διαφορετικών συστημάτων που, αμφότερα, απολήγουν στον κανονιστικό προσδιορισμό των φορολογητέων αξιών των ακινήτων εκ μέρους του ίδιου υπουργού».