...Αν δεν το βάλει το Prada η Γκουίνεθ Πάλτροου ποιος θα το βάλει; Εγώ; Δεν με κόβω να μπορώ, έχω κάνει βοτκοκοιλιά. Η Γκουίνεθ όμως που εξακολουθεί να είναι στέκα (ένα από τα βασικότερα, μη σου πω και το μόνο σημαντικό της προσόν) το φόρεσε και σε εντυπωσιακή εκδοχή πορτοκαλί φούστας στη συνέντευξη τύπου και στο κόκκινο χαλί για την πρεμιέρα του «Contagion», του θρίλερ του Στίβεν Σόντερμπεργκ που προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού, και κέρδισε τις εντυπώσεις. Η Γκουίνεθ εννοώ, όχι η ταινία, ούτε το απίστευτο νέο λουκ κουρούπα του συμπρωταγωνιστή της Ματ Ντέιμον, που μοιάζει σαν δραπέτης του ασύλου.
Όπως καταλαβαίνεις Βενετολόγιο μου, το Σαββατοκύριακο συνεχίστηκε ο κακός χαμός ταινιών, συνεντεύξεων και αφίξεων σε ένα φεστιβάλ που είναι από τα καλύτερα των τελευταίων ετών όσον αφορά τη συνολική του αίσθηση (και τυπικά ιταλικά πανηγυριώτικα ανοργάνωτο με προβολές να χάνουν τον ήχο τους και να διακόπτονται στη μέση), χωρίς όμως να προκύπτει εκ των υστέρων, μετά την απομάκρυνση σου από την αίθουσα αυτό το κάτι που θα σε συγκλονίσει. Ή που θα πολώσει τον κόσμο σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, με εξαίρεση ίσως τις «Άλπεις». Για τις οποίες σου έγραφα στο τελευταίο μου γράμμα τις αποθεωτικές κριτικές που πήραν από σημαντική μερίδα του ξένου τύπου, αλλά μέσα στο ΣΚ, είδα και την αντίπερα όχθη, κάτι μηδενικά που του κοτσάρανε στη βαθμολογία τους η Le Monde, η Herald Tribune και η Corriere Della Sera.
Κριτική αντίφαση που πριμοδοτεί την πιθανότητα του να βρεθεί πολύ κοντά στα δαφνοστεφανώματα του φινάλε, εφ' όσον μέχρι αυτή τη στιγμή, κανείς άλλος δεν έχει πετύχει το ζητούμενο του με ερωτικό πάθος μίσους ή λατρείας, καλλιτεχνικού διχασμού που απαιτείται συνήθως για μια βράβευση. Εκτός ίσως από το «Shame» του Στιβ Μακ Κουίν που είχε εντυπωσιάσει πριν δύο χρόνια με το «Hunger». Για το οποίο «Shame» τόσο η Guardian όσο και το Time Out διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους για το πόσο αριστούργημα είναι αλλά εγώ έχω μια μικρή ένσταση (μικρή, δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από το υπέροχο πουλί του υπέροχου πρωταγωνιστή Μάικλ Φασμπέντερ όπως παρατηρούμε πολλάκις επί της οθόνης). Που είναι φαντάζομαι κλασσικό debate αυτή η ένσταση, όσον αφορά την κινηματογραφική απεικόνιση εσωτερικών κολάσεων που συνδέονται με γραφικές περιπλανήσεις της κάμερας σε σεξουαλικά στέκια εναλλακτικών επιλογών.
Το κατά πόσο δηλαδή, ο Μακ Κουίν ναρκισσεύεται από αυτό και κατά πόσο ποντάρει σε εύκολο σοκ ή έστω και άθελα του ηθικολογεί και στοχοποιεί. Ναι, σκηνοθετικά ο τύπος είναι άπαιχτος, και ερμηνευτικά ο Φασμπέντερ σκίζει, και όπως έγραψε κι ένας κριτικός οι ερωτικές σκηνές είναι από τις πιο ηθελημένα θλιβερές που έχουν φιλμαριστεί τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό είναι και το point της ταινίας αφού ο κεντρικός πρωταγωνιστής, είναι ένας δυστυχισμένος και αβάσταχτα μόνος γιάπι μανιακός του σεξ και του ιντερνετικού πορνό που είναι ικανός να πηδήξει ακόμα και τον εαυτό του προκειμένου να πηδήξει. Αλλά εγώ πάλι, αφ' ενός έχω ένα θέμα με τόση «πάρε στα μούτρα σου να έχεις» δυστυχία που ενίοτε μοιάζει με αρτίστικη πορνογραφία της μιζέριας. Κι αφ' ετέρου, μπορεί τελικά να είμαι όντως ένας θλιβερός άνθρωπος και να αρνούμαι να το παραδεχτώ γι αυτό και ενοχλήθηκα απ' το κομμάτι του εαυτού μου που είδα στην ταινία.
Θα ρωτήσω τον ψυχοθεραπευτή μου και μόλις μου πει θα σου πω κι εσένα αρκεί το ρόλο του γιατρού να τον παίζει ο Φασμπέντερ που έκανε τον Γιουνγκ στο "A Dangerous Method" με την Κίρα Νάιτλι στη μέση και τον Φρόιντ - Βίγκο Μόρτενσεν, απέναντι. Ναι, θα βαριέμαι να τον ακούσω γιατί όπως είπε πολύ σωστά κι ένας συνάδελφος, «αυτό ήταν Κρόνεμπεργκ δια χειρός Τζέιμς Άιβορι» αλλά τουλάχιστον θα χαίρομαι να τον κοιτάζω. Και αυτόν και την Κίρα που στο κόκκινο χαλί διόρθωσε την εμφάνιση ταπετσαρίας που έκανε στη συνέντευξη τύπου, έφτιαξε το μαλλί της, φόρεσε κι ένα Valentino και ήρθε στα ίσα της.
Αυτή που δεν διορθώνεται, εξακολουθεί να είναι η Κέιτ Γουίνσλετ η οποία ξαναέκανε κόκκινο χαλί για την αριστουργηματική 6ωρη κινηματογραφική μίνι σειρά του HBO «Mildred Pierce» σε σκηνοθεσία Τοντ Χέινς (που μπερδεύει ακόμα περισσότερο πλέον τα όρια ανάμεσα στο τι θεωρούμε τηλεόραση και τι σινεμά). Και φόρεσε (η Κέιτ) αυτή τη φορά ένα απρόμαυρο στρετς της Στέλα Μακάρτνεϊ φτιαγμένο για γυναίκα με δέκα πόντους μικρότερη περιφέρεια που την έκανε να δείχνει νικήτρια στους αγώνες body building «Η Γυναίκα με το βυζί του Κόναν». Αλλά απ' την άλλη είναι η άτιμη γυναίκα φτιαγμένη για το φακό. Γιατί και στις δύο ταινίες, κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση, με διαφορετικό τρόπο στην κάθε μία και highlight τη σκηνή που ξερνάει πάνω σε έναν κατάλογο έκθεσης του Κοκόσκα, στο «Carnage». Το οποίο «Carnage", δηλαδή «Ο Θεός της Σφαγής» όπως λέγεται το πολυσυζητημένο θεατρικό της Γιασμίν Ρεζά που ανέβασε ο Φασουλής με την Δανδουλάκη στην Ελλάδα, δεν με έψησε. Ούτε σαν θεατρικό ούτε και σαν σινεμά, που μοιάζει με φιλμαρισμένο θέατρο.
Διαβάζω τις κριτικές, αποθεωτικές, μιλάω με κάτι συναδέλφους, μου λένε κι αυτοί «μα πως, είναι Πολάνσκι, και κάνει εκείνα και ετούτα με την κάμερα». Ναι, κι εγώ κάνω από τα άλλα. Μιάμισι ώρα έργο με τέσσερις ανθρώπους να τσακώνονται (σε light έκδοση για τα δικά μου γούστα) μέσα σε ένα δωμάτιο, σόρι θεια, αλλά σινεμά δεν το λες. Πολανσκική ξεπέτα με σταρούμπες το λες, με τον Ρομάν να κάνει κορίνες και ενόργανη για να ξεσκουριάσει. Οπότε πάμε στην ταινία που μέχρι στιγμής, αποτελεί τη δική μου προσωπική αγαπημένη από το διαγωνιστικό, και είναι το «Poulet aux Prunes» της Μαρζάν Σατραπί που είχε σχεδιάσει σε κόμικ, γράψει και σκηνοθετήσει για το σινεμά το όμορφο «Persepolis».
Αυτό ναι, το ευχαριστήθηκα, σαν να βλέπεις μια πολιτική αλληγορική εκδοχή της «Αμελί» στην Περσία του 1950, που συνδυάζει κανονικές λήψεις με μικρές καρτουνίστικες πινελιές στα εφέ, έχει κινηματογραφικά ευρήματα, ποίηση, χιούμορ, συναίσθημα, φαντασία, ομορφιά, δράμα και ίσως λίγο παραπάνω φιλοδοξία από ότι θα έπρεπε, αλλά κι εγώ φιλόδοξος είμαι, κι άμα μου το κόψεις κι αυτό, μαράζωσα. Αυτό και το γαλλοκαναδέζικο «Café del Flore» του Ζαν Μαρκ Βαλέ από το παράλληλο τμήμα του φεστιβάλ Giornate delli Autore που με έστειλε στα πατώματα σε βαθμό που κατάλαβα ότι μία εκ των πρωταγωνιστριών ήταν η Βανέσα Παραντί, αφού είχε τελειώσει η ταινία και είδα το όνομά της στους τίτλους. Δύο φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους ιστορίες, που αφορούν στη σχέση μιας μάνας με το μογγολάκι παιδί της στη δεκαετία του 60 και τη σχέση ενός επιτυχημένου dj με την πρώην και τη μέλλουσα γυναίκα του στο σήμερα, ενώνονται στο φινάλε με έναν εκρηκτικό, λυτρωτικό τρόπο, που ή τον δέχεσαι και μένεις μαλάκας και κλαις από χαρά, ή λες μαλάκα τον σκηνοθέτη. Εγώ έκανα το πρώτο. Τι άλλο έγινε αυτό το διήμερο (τριήμερο αν πάρεις και την Παρασκευή που σου έγραφα μόνο για τις «Άλπεις») για να σε έχω ενήμερο Βενετολόγιο μου;
Ναι, ο Αλ Πατσίνο που έχει λίγο σκατογεράσει, αλλά είναι τρισχαριτωμένος και τσαχπίνικος, βραβεύτηκε για το σύνολο της προσφοράς του στον κινηματογράφο με το βραβείο «Glory to the filmmaker" που το προσφέρει η Jager Le Coutre, το γιόρτασε με πάρτι και μας έδειξε και τη νέα του ταινία, το «Wilde Salome» που είναι κάτι σαν το «Looking for Richard" του ίδιου αλλά εστιασμένο πάνω στον Όσκαρ Ουάιλντ και την περιβόητη «Σαλώμη» του σαν ένα ντοκιμαντέρ που γίνεται για μια ταινία που γίνεται για ένα θεατρικό ανέβασμα της «Σαλώμης» στην οποία όταν η Τζέσικα Τσαστέιν χορεύει για τον Ηρώδη, μας δείχνει τα θεϊκά βυζιά της, και μετά αρχίζει να γλείφεται με το κομμένο κεφάλι του Ιωάννη αλλά πέραν τούτου τίποτα άλλο πέρα από την εμφάνιση του Bono των U2 και του τραγουδιού τους «Salome» στους τίτλους τέλους.
Και η Μαντόνα με τη σειρά της βράβευσε εκπροσωπώντας τον οίκο Gucci και το βραβείο του Women For Cinema (κάθε οίκος και βραβείο, εγώ στο τέλος θα δώσω το βραβείο του οίκου ανοχής) την Τζέσικα Τσαστέιν ως ανερχόμενο ταλέντο σε μια εκδήλωση που έγινε στο Hotel Cipriani όπου η Μαντζ ντυμένη με Gucci τύπου δεκαετία του 40 σε στιλ Μαύρη Χήρα, ήταν απόλυτη αλλά και λίγο φοβιστική.
Και η ταινία με την Μπελούτσι, το "Un ete Brulant" είναι μέχρι στιγμής, το πιο κάτω δε γίνεται σημείο του φεστιβάλ, με την ίδια τη Μόνικα από κοντά να είναι ομορφότερη από ότι προκύπτει στην οθόνη όπου πρέπει και να ερμηνεύσει αλλά δεν της βγαίνει.
Κάπου είδα τη Σάλμα Χάγιεκ. Και χτες το βράδυ που ήρθανε σπίτι να μείνουμε όλοι μαζί, ο Σκαϊγουόκερ, η Ραπούνζελ, ο Ουίγκι, και ο Χιονάτος, μου έσπασαν τα νεύρα ότι έκανα μπάκα από τις βότκες και με ανάγκασαν να πιω άλλο ένα μπουκάλι βότκα για να ξεχάσω ότι έχω μπάκα, αλλά ο Σκαϊγουόκερ με έχει φοβηθεί γιατί προχτές που κοιμόμουνα, έβλεπα εφιάλτη ότι είμαι κριτική επιτροπή με την Αθηναϊδα Νέγκα σε talent show που παρουσίαζε η Κορομηλά, μιλούσα ακατάληπτα στον ύπνο μου και σου λέει «κάτσε μη σηκωθεί ο παλαβός το βράδυ και με κάνει ταινία του Ντάριο Αρτζέντο».
Γεγονός που μου θύμισε ότι είδα την Άζια Αρτζέντο ντυμένη με ένα περίεργο αλλά ωραίο της Alberta Φερρετι που αφήνει το χουχούνι της Άζια σχεδόν έξω για να αερίζεταικαι είναι πολύ πολύ όμορφη. Το είπα του Σκαϊγουόκερ, του είπα δηλαδή, «να που μου λες για τη βότκα, αυτή έχει πιει το μισό Βόσπορο κι έχει σνιφάρει ότι εξάγει η Κολομβία και κοίτα πως είναι» κι αυτός μου είπε «ναι αλλά αυτή είναι πλουσία και κάνει μεταγγίσεις αίματος ενώ εσύ είσαι φτωχιά». Απόψε το βράδυ σκέφτομαι να κάνω μετάγγιση αίματος από τον Ουίγκι που κοιμάται και βαριά και δεν θα με καταλάβει.