Το θετικό είναι ότι οι ελληνικές συστημικές τράπεζες πέρασαν τον κάβο. Το επίσης δεδομένο είναι ότι η μεγάλη χαμένη των περιβόητων stress tests των τραπεζών ήταν η Ιταλία. Ούτε, όμως, στη μια περίπτωση ούτε και στην άλλη υπάρχει διασφάλιση -ειδικά των καταθετών.
Όπως αναφέρει και η Deutsche Welle, που ερανίζεται τις απόψεις αναλυτών της αγοράς όπως αυτές εκτέθηκαν στον Spiegel και στο Reuters, τα stress tests δεν είναι πανάκεια.
Αυτό που χρειάζεται είναι επαγρύπνηση και όχι εφησυχασμός, καθώς μπορεί τα τεστ αντοχής να προσδίδουν μεγαλύτερη διαφάνεια στο τραπεζικό σύστημα, αλλά δεν διασφαλίζουν τις καταθέσεις των αποταμιευτών.
Συγκρατημένοι εμφανίζονται οι αναλυτές του γερμανικού Τύπου, επιχειρώντας μια δεύτερη ανάγνωση των αποτελεσμάτων. Ναι μεν τα stress tests είναι πιο αναλυτικά και έγιναν με πιο αυστηρά κριτήρια απ' ό,τι τα δύο προηγούμενα, αλλά το ερώτημα παραμένει: το αποτέλεσμα θεμελιώνει τη βεβαιότητα ότι το τραπεζικό σύστημα της ΕΕ είναι επαρκώς θωρακισμένο για να αντιμετωπίσει την επόμενη οικονομική κρίση;
Σε αυτό το ερώτημα μερίδα αναλυτών απαντά αρνητικά, υποστηρίζοντας ότι τα τεστ πέρασαν, αλλά έμεινε το στρες κατ' αρχήν στους φορολογούμενους και στους καταθέτες, δεδομένου ότι και μετά τη δοκιμασία τίποτα δεν εγγυάται ότι το ασθενές τραπεζικό ευρωπαϊκό σύστημα αίφνης θα εξυγιανθεί για να εμποδίσει την επόμενη κρίση. Ούτε εξασφαλίζει στους φορολογούμενους ότι σε περίπτωση χρεοκοπίας μιας μεγάλης τράπεζας δεν θα κληθούν να καλύψουν τη ζημιά με χρήματά τους.
Η άλλη παράμετρος του προβληματισμού αφορά την εντύπωση ότι μετά το τέλος της δοκιμασίας των τραπεζών θα ανοίξει η κάνουλα των χρημάτων για δάνεια προς τις επιχειρήσεις, δίνοντας φτερά στην οικονομία και στην ανάπτυξη. Ούτε η πολιτική του φθηνού χρήματος, αλλά ούτε και η ενίσχυση των δανειοδοτήσεων θα δώσουν τη λύση, κυρίως στις χώρες του Νότου, εάν δεν συνοδευτούν και από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Επτά χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, υπάρχουν δάνεια 879 δισ. ευρώ στους τραπεζικούς ισολογισμούς που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν. Για τον Μαρσέλ Φράτσερ, επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), όλα αυτά δείχνουν «το βάθος της συνεχιζόμενης ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης και τη δυσκολία πολλών επιχειρηματιών και ανθρώπων να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους. Δείχνει ότι η επίλυση της κρίσης των τραπεζών από μόνη της δεν επαρκεί για να ξεπεραστεί η ευρωπαϊκή κρίση».
Επομένως, χρειάζεται επαγρύπνηση κυρίως για τις 13 τράπεζες που δεν πέρασαν τα τεστ αντοχής. Μέχρι τις 10 Νοεμβρίου θα πρέπει να υποβάλουν σχέδια για το πώς θα καλύψουν τις ελλείψεις τους σε κεφαλαιακά αποθέματα. Και μέσα σε 6-9 μήνες να καλύψουν τα προβλήματα στους ισολογισμούς τους. Μια επιλογή είναι να απευθυνθούν στις κεφαλαιαγορές και να προμηθευτούν «φρέσκο χρήμα». Αλλά και εκείνες που πέρασαν τη δοκιμασία δεν επιτρέπεται να επαναπαυθούν.
Από τις 4 Νοεμβρίου ο έλεγχος και των 130 τραπεζών περνά στα χέρια την Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πάντως, κι αυτό είναι θετικό, ενώ ανακούφιση επικράτησε το πρωί στα χρηματιστήρια, όπου καταγράφηκε άνοδος της τιμής των μετοχών πολλών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Και όπως επισημαίνουν χρηματιστηριακοί αναλυτές, το θέμα είναι να διατηρηθεί το κλίμα αισιοδοξίας.