Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους επιστήμονες που έχει αναδείξει η ανθρωπότητα. Με την τεράστια συμβολή του στο πειραματικό κομμάτι των φυσικών επιστημών αλλά και τις μοναδικές ανακαλύψεις του, κυρίως στον τομέα του ηλεκτρομαγνητισμού, φρόντισε να εξασφαλίσει μια θέση στο πάνθεον του χώρου των επιστημών. Η ιστορία ενός τόσο σπουδαίου φυσικού δεν θα μπορούσε να είναι αδιάφορη. Από την άλλη, το γεγονός ότι σε ηλικία 14 ετών δεν είχε έρθει σε επαφή με καμία επιστήμη, καθιστά την πορεία του μοναδική.
Ο Φάραντεϊ, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των υπολοίπων επιστημόνων της εποχής, δεν ήταν γιος πλούσιας και γνωστής οικογενείας.Γεννήθηκε το 1791 στα προάστια του Λονδίνου. Η οικογένεια του είχε οικονομικά προβλήματα αφού ο πατέρας του που δούλευε ως σιδεράς δεν μπορούσε να εξασφαλίσει αρκετά χρήματα για τα υπόλοιπα μέλη και έτσι ο Φάραντεϊ σε ηλικία 14 ετών ξεκίνησε να δουλεύει ως βοηθός ενός βιβλιοδέτη της περιοχής. Χωρίς να έχει λάβει την παραμικρή μόρφωση, ειδικά σε τομείς όπως τα μαθηματικά και η φυσική, ο 14χρονος Αγγλος επέλεξε να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένεια του.
Αυτή του η επιλογή μάλλον ήταν και η πιο σημαντική της ζωής του, ακόμα και αν άργησε να το συνειδητοποιήσει. Σύμφωνα με όσα δήλωσε αργότερα, ένα από τα πιο μεγάλα πλεονεκτήματα της βιβλιοδεσίας ήταν η τεράστια ποικιλία διαθέσιμων βιβλίων που είχε στην διάθεση του. Μέσα στα εφτά χρόνια που πέρασε στο μαγαζί, πέρασε πολλές ώρες διαβάζοντας δεμένα βιβλία επιστημονικού περιεχομένου. Η πρώτη του επαφή με τη φυσική ήρθε μέσα σε αυτό το μικρό βιβλιοδετείο.
Ο Φάραντεϊ δεν άργησε να ανακαλύψει το πάθος του για τη φυσική. Μιλώντας στο αφεντικό του για το τεράστιο ενδιαφέρον που του είχαν προξενήσει οι θεωρίες και οι τύποι της φυσικής, βρήκε τον πρώτο του υποστηρικτή στην προσπάθεια του να ασχοληθεί με την επιστήμη. Μέσω των επαφών που διατηρούσε, ο κάτοχος του βιβλιοδετείου βρήκε προσκλήσεις για τις διαλέξεις του Χάμφρι Ντέιβι, ενός γνωστού φυσικού τις εποχής που μιλούσε για τον ηλεκτρισμό και για τις κρυφές δυνάμεις που πρέπει να υπήρχαν κάτω από την επιφάνεια του ορατού σύμπαντος μας.
Ο Φάραντεϊ φρόντισε να παρακολουθήσει όλες τις διαλέξεις, να κρατήσει σημειώσεις και να δέσει ένα βιβλίο με όλα τα περιεχόμενα τους. Αφού μελέτησε προσεκτικά το βιβλίο του και εργάστηκε πρόχειρα πάνω σε αυτό, σε ηλικία 20 ετών παρουσιάστηκε στο Βασιλικό Ίδρυμα του Λονδίνου ζητώντας συνέντευξη από τον διάσημο διευθυντή του, σερ Χάμφρι Ντέιβι. Ο Ντέιβι εντυπωσιάστηκε, κυρίως από το πάθος και το θράσος του νεαρού Αγγλου, και τον προσέλαβε ως βοηθό του.
Από αυτοί τη θέση, ο Φάραντεϊ κατάφερε να αποκτήσει σημαντικές εμπειρίες και να ενισχύσει σημαντικά τις γνώσεις του στον τομέα της φυσικής. Ο Ντέιβι προσπάθησε να του μεταδώσει τις γνώσεις του αλλά και να τον εντάξει στην επιστημονική κοινότητα της εποχής. Κάνοντας ταξίδια μαζί με τον «μέντορα» του, γνώρισε αρκετούς γνωστούς φυσικούς.
Λίγο πριν συμπληρώσει την 3η δεκαετία της ζωής του, ο Φάραντεϊ είχε πλέον εξελιχθεί σε κανονικό επιστήμονα. Παράλληλα, οι πρώτες θεωρίες του ηλεκτρομαγνητισμού είχαν αρχίσει εμφανίζονται. Μέχρι τότε ο ηλεκτρισμός και ο μαγνητισμός θεωρούνταν δύο εντελώς άσχετες δυνάμεις, όμως ένα τυχαίο γεγονός προκάλεσε πολλά ερωτήματα στην επιστημονική κοινότητα.
Διοχετεύοντας ρεύμα σε ένα ηλεκτρικό καλώδιο και τοποθετώντας μια πυξίδα κοντά του, η βελόνα της πυξίδας στρεφόταν ελαφρά προς το πλάι. Κανένας φυσικός δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο. Ο Φάραντεϊ ακούγοντας για αυτό το τυχαίο πείραμα βρήκε το αντικείμενο της μελέτης του. Αρχισε να πραγματοποιεί πειράματα παλαιότερων φυσικών και να μελετά εκ νέου τα αποτελέσματα τους. Τα «ασταθή» θεμέλια που είχαν οι γνώσεις του περί φυσικής τον παρότρυναν να αμφισβητήσει κάθε θεωρία που προϋπήρχε, σε αντίθεση με άλλους φυσικούς που έμειναν προσκολλημένοι στα παλιά θεωρήματα.
Για αρκετά χρόνια, όλα του τα πειράματα δεν είχαν επιθυμητά αποτελέσματα. Στις 29 Αυγούστου του 1831 όμως ο Αγγλος επιστήμονας έκανε μια από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις μέχρι και σήμερα. Τυλίγοντας δύο σπείρες σύρματος αντιδιαμετρικά, σε έναν δακτύλιο από μαλακό σίδηρο και διοχετεύοντας ηλεκτρικό ρεύμα στο ένα από τα δύο σύρματα, διαπίστωσε ότι στο άλλο σύρμα εμφανίζεται ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά μόνο όταν το ρεύμα στο πρώτο σύρμα ξεκινά ή διακόπτεται.
Με αυτό το τρόπο ανακάλυψε αυτό που σήμερα ονομάζεται «επαγωγή». Συνεχίζοντας τα πειράματα του, έφτασε στο συμπέρασμα πως το ρόλο του πρώτου σύρματος μπορούσε να παίξει και ένας ισχυρός μαγνήτης. Αυτό ήταν ακόμα πιο σπουδαίο, αφού σηματοδοτούσε τη δημιουργία ηλεκτρικού ρεύματος από μαγνήτη. Είχε βρει τη σχέση που έχει ο ηλεκτρισμός με τον μαγνητισμό, κάτι που ως τότε φάνταζε απίθανο.
Ο Φάραντεϊ ήταν πλέον ένας επιστήμονας διεθνούς φήμης. Οι περιορισμένες μαθηματικές του γνώσεις ωστόσο δεν του επέτρεπαν να εκμεταλλευτεί την μοναδική ανακάλυψη του. Σαν πειραματικός φυσικός ήταν εξαιρετικός, όταν όμως έπρεπε να μελετήσει το θεωρητικό κομμάτι των επιστημών τότε αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα.
Ετσι... αρκέστηκε σε αυτά που είχε αποδείξει, ενώ δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι ο Γουίλιαμ Τόμσον, ένας από τους πιο σπουδαίους μαθηματικούς της εποχής, να τον ενημερώσει πως η ανακάλυψη του συνδέεται με το πολωμένο φως. Η συμβολή του Φάραντεϊ στις μετέπειτα ανακαλύψεις ήταν πολύ μικρή. Ωστόσο, με αυτά που κατάφερε να αποδείξει, ο Αγγλος επιστήμονας κατάφερε να συμβάλλει στην ηλεκτροδότηση που ακολούθησε, ενώ παράλληλα τοποθέτησε το όνομα του δίπλα στους καλύτερους του τομέα του.