Με εκτενέστατη ανακοίνωση το Τμήμα Οικονομικής Πολιτικής της Κουμουνδούρου απαντά στις κατηγορίες της κυβέρνησης ότι ευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ για την κατρακύλα των αγορών, υποστηρίζοντας ότι οι μεγάλες προσδοκίες Σαμαρά για απαγκίστρωση από το ΔΝΤ μεγιστοποίησαν την αναξιοπιστία της κυβέρνησης.
Αναλυτικά η ανακοίνωση έχει ως εξής:
«Η αντιπολίτευση υπονομεύει ευθέως την σταθερότητα της χώρας» δήλωσε στο υπουργικό συμβούλιο ο Πρωθυπουργός, καταλογίζοντας στον ΣΥΡΙΖΑ το γενικευμένο αρνητικό κλίμα των αγορών τις τελευταίες μέρες.
Αντί απάντησης επισημαίνουμε μερικά γεγονότα.
Γεγονός 1
Τα χρηματιστήρια υποχωρούν παγκοσμίως, κάτι που βέβαια δεν οφείλεται στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά στη διάχυτη ανησυχία για τις ευρύτερες εξελίξεις στο μέτωπο της οικονομίας. Είναι πλέον υπαρκτός ο κίνδυνος η ευρωπαϊκή οικονομία να διολισθήσει σε βαθύτερη ύφεση το προσεχές διάστημα, μετά και τη δημοσιοποίηση πολύ ανησυχητικών στοιχείων για την ίδια τη γερμανική οικονομία, ενώ το φαινόμενο του αποπληθωρισμού είναι προ των πυλών για το σύνολο της Ευρωζώνης. Παράλληλα, η αναμενόμενη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προκαλεί μεγάλη αβεβαιότητα, λόγω του ενδεχόμενου να προκύψουν σημαντικές κεφαλαιακές ανάγκες για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Τέλος, υπενθυμίζουμε την εξασθένιση των ρυθμών ανάπτυξης της Κίνας και την απόφαση της αμερικάνικης Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας Fed να διακόψει την παρεχόμενη ρευστότητα, εξελίξεις που επιδεινώνουν την ήδη κακή εικόνα των διεθνών αγορών, καθώς η παγκόσμια ρευστότητα «εξαερώνεται» και η οικονομία μοιάζει κλειδωμένη σε μια «μόνιμη στασιμότητα» (secular stagnation).
Γεγονός 2
Διεθνείς επενδυτικοί οίκοι κάποιοι εκ των οποίων τάχθηκαν πρόσφατα υπέρ μιας εκτεταμένης διαγραφής χρέους, λύση που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ σε συνδυασμό με τον τερματισμό της λιτότητας. Παράλληλα, καίτοι γνωρίζουν βέβαια τις δημοσκοπήσεις, που από τα μέσα Σεπτεμβρίου δείχνουν σταθερά μεγάλη διαφορά υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, οι ίδιοι αναλυτές επισημαίνουν ότι δεν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας σε περίπτωση πρόωρων εκλογών. Οι παραπάνω αναφορές δεν προκάλεσαν καμία αντίδραση των αγορών απέναντι στην ελληνική οικονομία.
Γεγονός 3
Η αναταραχή στην ελληνική κεφαλαιαγορά, που έχει πάρει τη μορφή μαζικής εξόδου κεφαλαίων, με συνέπεια την κατάρρευση των χρηματιστηριακών αποτιμήσεων και την κατακόρυφη άνοδο των επιτοκίων (yields) των ελληνικών ομολόγων, επήλθε αμέσως μετά την ψήφο εμπιστοσύνης που έλαβε η Κυβέρνηση στη Βουλή. Αυτό που αποτελεί πηγή ανησυχίας για τους οικονομικούς κύκλους, είναι η πρόσδεση της Κυβέρνησης στο "άρμα" της λιτότητας και των πρωτογενών πλεονασμάτων, που έχουν αποτύχει παταγωδώς στους διακηρυγμένους στόχους του προγράμματος, σε συνδυασμό με το ευφυλόγημα για τη "βιωσιμότητα" του χρέους, τη στιγμή που τα πραγματικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας είναι τελείως διαφορετική και παραμένει κρίσιμη ή, καλύτερα, εκρηκτική.
Γεγονός 4
Σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα, η Ελλάδα επρόκειτο μέσα από το Success Story να αποδεσμευτεί πλήρως από τα Μνημόνια. Οι συνεχείς διαψεύσεις των κυβερνητικών ισχυρισμών από την πλευρά του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων αξιωματούχων, που ουσιαστικά αναφέρονται σε νέο Μνημόνιο, όποιο όνομα και αν του δώσουν, υπονόμευσαν πλήρως την αξιοπιστία της Κυβέρνησης έναντι των ξένων επενδυτών, οι οποίοι έχουν πλέον κάθε λόγο να θεωρούν ότι οι προβλέψεις της κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι τόσο αξιόπιστες όσο οι τυμπανοκρουσίες για το «τέλος της εποχής των Μνημονίων».
Γεγονός 5
Ειδικά για την καταβαράθρωση του τραπεζικού κλάδου στο χρηματιστήριο, σημαντικό αρνητικό ρόλο έπαιξε η ολέθρια μεθόδευση του Υπουργείου Οικονομικών για τον αναβαλλόμενο φόρο προς όφελος των τραπεζιτών, που προκάλεσε την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών. Υπενθυμίζεται ότι μόλις πριν λίγες εβδομάδες τα δύο κόμματα που συγκυβερνούν, ψήφισαν εσπευσμένα στη Βουλή τροπολογία για τον αναβαλλόμενο φόρο και τα χάρισαν όλα στους τραπεζίτες, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να καλύψουν χωρίς κόστος τις κεφαλαιακές ανάγκες, που θα προκύψουν για τις ελληνικές τράπεζες μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των stress tests της ΕΚΤ στις 26 Οκτωβρίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που καταψήφισε τη ρύθμιση, αντιπρότεινε σε περίπτωση χρήσης του αναβαλλόμενου φόρου να εκδίδονται μετοχές ισόποσης αξίας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, αυξάνοντας τη συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο. Σε ερώτηση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ αν υπήρχε η σύμφωνη γνώμη των ευρωπαϊκών αρχών για την τροπολογία, που ουσιαστικά χαρίζει στους τραπεζίτες 2 - 3 δις σε βάθος μερικών χρόνων, η απάντηση της Κυβέρνησης ήταν πως υπήρχε συμφωνία. Αυτό, όμως, διαψεύστηκε πανηγυρικά από την πλευρά της ΕΚΤ και της EBA, που θεωρούν ότι αν χρησιμοποιηθεί ο αναβαλλόμενος φόρος με τον τρόπο που ψηφίστηκε, θα αποτελεί κρατική ενίσχυση, ζητώντας από την Κυβέρνηση να αλλάξει το νόμο. Είναι σαφές ότι το κύμα πωλήσεων των τραπεζικών μετοχών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στους κυβερνητικούς χειρισμούς για τον αναβαλλόμενο φόρο, σε συνδυασμό με φήμες ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες αναζητούν ιδιωτικά κεφάλαια για νέα ανακεφαλαιοποίηση σε τιμές πολύ χαμηλότερες από τις τρέχουσες, κάτι που θα προκαλέσει υποτιμητική κερδοσκοπία και ζημία (dilution) των σημερινών μετόχων, δηλαδή και του Ελληνικού Δημοσίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ καταδικάζει τις συνεχείς προσπάθειες απαξίωσης των μετοχών που ανήκουν στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, δηλαδή στο Ελληνικό Δημόσιο, με την μέθοδο των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου σε τιμές πολύ χαμηλότερες από τις τιμές κτήσης, αλλά και από τις τρέχουσες χρηματιστηριακές. Παράλληλα, επιφυλασσόμαστε να εξετάσουμε τη δυνατότητα τροποποίησης των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων, με στόχο την προάσπιση των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου.
Διαβεβαιώνουμε τις Ελληνίδες και τους Έλληνες ότι μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελέσει παράγοντα σταθερότητας για την Ελλάδα και την Ευρώπη, καταργώντας τα Μνημόνια και αλλάζοντας την οικονομική πολιτική, διεκδικώντας ταυτόχρονα τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους τους χρέους και την αποπληρωμή του υπόλοιπου με ρήτρα ανάπτυξης, μέσα από την επαναδιαπραγμάτευση των δανεικών συμβάσεων σε ευρωπαϊκό (και όχι διμερές) επίπεδο, στο πλαίσιο ενός συνολικού ευρωπαϊκού σχεδίου για την αντιμετώπιση του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους και τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, βιωσιμότητας και αειφορίας».