Ήταν ένα από πλέον χλιδάτα μέρη διακοπών της Μεσογείου, ένα μέρος που αγαπούσαν οι σταρ όπως ο Ρίτσαρντ Μπάρτον και η Ελίσαμπεθ Τέιλορ. Όλα αυτά άλλαξαν το 1974 με την εισβολή των Τούρκων και την κατοχή της Αμμοχώστου. Σαράντα χρόνια μετά η συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ περιδιαβαίνει το έρημο τοπίο της Αμμοχώστου, μαζί με τη δικηγόρο Μαρία Χατζηβασίλη που αναγκάστηκε να αφήσει τα πάντα πίσω της. Ένα οδοιπορικό μνήμης και πόνου...
Γι' αυτό το σκληρό ταξίδι πίσω στο χρόνο γράφει η ίδια η Βικτόρια Χίσλοπ στη βρετανική εφημερίδα Daily Mail, καθώς και για την ιστορία της Μαρίας Χατζηβασίλη που της κέντρισε εξαρχής το ενδιαφέρον, ως την επιτομή του ξεριζωμού ενός ανθρώπου από τον τόπο του.
Η Χατζηβασίλη ήταν 17 ετών όταν αναγκάστηκε, μαζί με την οικογένειά της, να αφήσει το πατρικό σπίτι, αλλά και την ήρεμη ζωή τους στην Αμμόχωστο. «Αυτό το συνέβη το 1974 άλλαξε εντελώς τη μοίρα της οικογένειάς μου, αλλά και τη δική μου», λέει χαρακτηριστικά.
Η Μαρία Χατζηβασίλη
Η Χίσλοπ σημειώνει πως η παλαιά χλιδή της περιοχής έχει ολότελα χαθεί και έχει αντικατασταθεί από την εγκατάλειψη και τη φθορά του χρόνου. Το μοναδικό που βλέπει κανείς είναι μια πόλη-φάντασμα. Οι δύο γυναικες πηγαίνουν στο σπίτι της Χατζηβασίλη και εκεί βρίσκονται μπροστά σε έναν παγωμένο χρόνο. Τα πράγματα, ακόμα και τα τρόφιμα, έχουν μείνει άθικτα, όπως τα άφησαν το 1974.
Η Βικτόρια Χίσλοπ και η Μαρία Χατζηβασίλη περπατούν στην Αμμόχωστο
Η οικογένεια της Χατζηβασίλη ήταν ανάμεσα στις πλούσιες της περιοχής και η Μαρία, μικρή τότε, ενδιαφέρόταν μόνο για τις σπουδές της στις τέχνες, την ποπ μουσική και τα φλερτ με τα αγόρια. Θυμάται την αρμονική ζωή με τους τούρκους.
Τα ξέγνοιαστα χρόνια
«Είχα μια χαρούμενη ζωή ως έφηβη. Ένιωθα προστατευμένη. Ήμουν αθώα και αδαής. Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στην Κερύνεια παρακολουθούσα τα γεγονότα στην τηλεόραση και όλα αυτά μου έμοιαζαν τόσο μακρινά, σαν να συνέβαιναν σε μια άλλη χώρα. Στη συνέχεια μάθαμε πως σκοτώθηκαν αθώοι πολίτες και γυναίκες βιάστηκαν. Αυτό συνέβη και σε φίλες μου από το σχολείο. Μόνο όταν γίναμε κι εμείς πρόσφυγες, κατάλαβα πως τα χρήματα που είχαμε δεν θα μας προστάτευαν», αναθυμάται τώρα.
Διηγείται τις στιγμές που άκουσαν τα αεροπλάνα πάνω από τα κεφάλια τους και τις δραματικές εικόνες που εκτυλίχθηκαν μέσα στο σπίτι της όταν προσπάθησαν να προστατευτούν σε ένα παλιό κελάρι που είχαν στο σπίτι. Ακόμα και όταν έφυγαν άρον-άρον, εκείνη και τα αδέλφια της πίστευαν πως όλα αυτά θα ήταν προσωρινά και πως σύντομα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Φευ, αυτό δεν συνέβη ποτέ.