Το πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με μια εκτενή και αναλυτική απόφαση δικαίωσε τη βιομηχανία και αναγνωρίζει ότι η ΔΕΗ οφείλει να επιστρέψει 4,4 εκατ. ευρώ και μάλιστα εντόκως. Η απόφαση αφορά μόνο τη Χαλυβουργία Ελλάδος και έρχεται μετά από εξαετή δικαστικό αγώνα που ξεκίνησε μόνη της η εταιρεία εναντίον της καταχρηστικής συμπεριφοράς της ΔΕΗ με κόστος μεταξύ άλλων την οδυνηρή απόφαση για κλείσιμο του εργοστασίου του Ασπροπύργου.
Οπως γράφει και το capital.gr το 2007 εκδόθηκε υπουργική απόφαση με την οποία απελευθερωνόταν η προμήθεια ενέργειας στη βιομηχανία (Υψηλή Τάση) και έμπαινε όριο 10% στην δυνατότητα της ΔΕΗ να αυξήσει το τότε τιμολόγιο προς τη βιομηχανία. Στην ίδια απόφαση οριζόταν ότι «για την κατάρτιση και τροποποίηση των συμβάσεων η ΔΕΗ οφείλει να τηρεί τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και να πράττει κατά τρόπο που διαφυλάσσει τις συνθήκες ανάπτυξης ανταγωνισμού και την προστασία των καταναλωτών». Ένα χρόνο μετά τον Ιούλιο του 2008 (επί διοίκησης Τ. Αθανασόπουλου) η ΔΕΗ εξάντλησε το ποσοστό αυτό και ενημέρωσε τους πελάτες της, δηλαδή όλη τη βιομηχανία υψηλής τάσης ότι προχωρά στην επιβολή αύξησης 10% στο τιμολόγιο προμήθειας.
Σύμφωνα όμως με την απόφαση του δικαστηρίου η κίνηση αυτή της ΔΕΗ ήταν αυθαίρετη και αντίθετη με τις προβλέψεις των σχετικών υπουργικών αποφάσεων, αφού – όπως τονίζεται στο σκεπτικό – η ΔΕΗ εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική για τη βιομηχανία και εκμεταλλεύτηκε την ισχύ της για να επιβάλει αυξήσεις χωρίς διαπραγματεύσεις ως όφειλε.
Πρακτικά το δικαστήριο θεωρεί ότι η διαφορά που προέκυψε με την αύξηση, σε σχέση με το προηγούμενο τιμολόγιο που ίσχυε πριν τον Ιούλιο του 2008 – όταν και επιβλήθηκε η αύξηση – συνιστά ζημιά για τη Χαλυβουργία και θα πρέπει να επιστραφεί από τη ΔΕΗ σε αυτήν.
Στην απόφαση λοιπόν του πολυμελούς πρωτοδικείου υπάρχει ένα αναλυτικό σκεπτικό, το οποίο χαρακτηρίζεται από νομικούς κύκλους ως ακλόνητο, τα βασικότερα σημεία του οποίου είναι τα εξής:
1) Με την υπουργική απόφαση ορίζεται σαφώς ότι δεν υπάρχει άμεση αύξηση των τιμολογίων αλλά θέσπιση ορίου ανώτερης δυνατής αύξησης
2) Η σύμβαση παροχής ρεύματος στους πελάτες υψηλής τάσης είναι αμφοτεροβαρής και μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με κοινή συμφωνία των συμβαλλομένων μερών προμηθευτή και πελάτη και όχι με μονομερή επιβολή βλαπτικών όρων σε βάρος του αντισυμβαλλομένου
3) Παρά την υποχρέωση για έναρξη διαπραγματεύσεων από τον Ιούλιο του 2007, η ΔΕΗ περιορίστηκε σε μια ενημέρωση που έγινε τον Ιούνιο του 2008 προς τα μέλη του ΣΕΒ για την απόφαση αύξησης των τιμολογίων της και τους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε στην απόφαση αυτή
4) Η βιομηχανία είχε αποκτήσει σχέση οικονομικής εξάρτησης από την εναγόμενη προμηθεύτρια. Η ΔΕΗ γνώριζε ότι ο πελάτης της δε διέθετε ουσιαστικά ουδεμία άλλη ισοδύναμη λύση προμήθειας ηλεκτρισμού καθώς η εναγόμενη διατηρεί υπερδεσπόζουσα θέση στην αγορά προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, οιονεί μονοπωλιακή, με μερίδιο που ξεπερνά το 98% ενώ έχει δεσπόζουσα θέση και στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας
5) Οι εναλλακτικές προσφερόμενες λύσεις για τη βιομηχανία ήταν θεωρητικές και συνδέονταν με σοβαρά μειονεκτήματα καθώς δεν εξασφάλιζαν την αδιάλειπτη τροφοδοσία και θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και σε αδυναμία συνέχισης της λειτουργίας της
6) Η ΔΕΗ εκμεταλλευόμενη την ισχύ που της δίνει η αδυναμία της Χαλυβουργίας για ανεύρεση άλλης συμφέρουσας ισοδύναμης εναλλακτικής επέβαλε την αυθαίρετη αύξηση στα τιμολόγια
7) Η συνολική συμπεριφορά της προμηθεύτριας συνιστά εκμετάλλευση της ισχύος της προκειμένου να επιβάλλει αυθαίρετους όρους συναλλαγής και αντιβαίνει στα χρηστά ήθη ενώ είχε ως αποτέλεσμα να βλάψει την ανταγωνιστικότητα της εξαρτώμενης από αυτήν πελάτη
8) Η απόφαση αναγνωρίζει ότι δεν υπήρχε συμφωνία για τιμολόγιο από 1ης Ιουλίου 2008 μεταξύ Χαλυβουργίας και ΔΕΗ
Πάντα όπως αναφέρει η απόφαση, η Χαλυβουργία ζημιώθηκε με συνολικό ποσό 2,551 εκατ. ευρώ για αυξήσεις στο ρεύμα που πλήρωσε για το εργοστάσιο του Βελεστίνου και 1,860 εκατ. για το εργοστάσιο του Ασπροπύργου. Τέλος σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου αναγνωρίζεται ότι η εναγόμενη (ΔΕΗ) οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα (Χαλυβουργία) το ποσό των 4.412.018,86 ευρώ, εντόκως.