Οι υφεσιακές πολιτικές, η παρατεταμένη λιτότητα και οι λογής δημοσιονομικές προσαρμογές και οι λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές (ή μεταρρυθμίσεις) δεν φαίνεται να πλήττουν μόνο τις χώρες που τις υφίστανται, αλλά και εκείνη που τις επιβάλλει: τη Γερμανία!
Όσο και αν φαίνεται πάραδοξο, ωστόσο δεν είναι, το πρόσφατο δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel κάνει λόγο για καμπανάκι που ήχησε από την πλευρά του ΔΝΤ προς την Μέρκελ.
Μπορεί τα βασικά οιικονομικά δεδομένα της γερμανικής οικονομίας να μην ακολουθούν αρνητικούς δείκτες, ωστόσο οι μέχρι τώρα θετικοί της δεν είναι τόσο... θετικοί.
Το ΔΝΤ θεωρεί πως οι ρυθμοί ανάπτυξης της Γερμανίας για το 2014 και το 2015 δεν πρόκειται να ξεπεράσουν το 1,5%. Τούτα τα στοιχεία εδράζονται στη γενικότερη κρίση στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, αλλά και στην απίσχναση των χωρών της ΕΕ λόγω της παρατεταμένης λιτότητας.
Αναφορικά με τις νέες προβλέψεις του ΔΝΤ, οι οποίες αναμένεται να δοθούν στη δημοσιότητα την Τρίτη, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης αναμένεται να αναπτυχθεί τη διετία 2014-2015 με ετήσιους ρυθμούς της τάξης του 1,5% κάτι που συμβαδίζει και με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, όταν η προηγούμενη εκτίμηση του Ταμείου για φέτος ήταν στο 1,9% και για την ερχόμενη χρονιά στο 1,7%.
Σύμφωνα με το περιοδικό, το ΔΝΤ αναμένεται επίσης να καλέσει τη γερμανική κυβέρνηση να κάνει περισσότερα για την τόνωση των δημόσιων και των ιδιωτικών επενδύσεων, καθώς αυτό θα συνέβαλλε στην τόνωση της ανάπτυξης βραχυπρόθεσμα και θα είχε οφέλη για τη χώρα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Σημειώνεται ότι η γερμανική οικονομία, η οποία είχε ξεκινήσει δυναμικά τη χρονιά, στο δεύτερο τρίμηνο συρρικνώθηκε κατά 0,2%, με τους οικονομολόγους να κάνουν λόγο για νέα επιδείνωση στο γ' τρίμηνο, καθώς το επιχειρηματικό και το επενδυτικό κλίμα επιδεινώθηκαν. Ακόμη και η γερμανική κεντρική τράπεζα, Bundesbank, αμφιβάλλει για την ανάκαμψη της οικονομίας στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, ενώ σύμφωνα με πηγές ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει εκτιμήσει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας φέτος ενδέχεται να είναι υποδεέστερος από εκείνον που προβλέπει η κυβέρνηση (1,8%).