Εφυγε σε ηλικία 64 ετών από εγκεφαλική αιμορραγία η πανέμορφη τραγουδίστρια Λίνσεϊ ντε Πολ, γνωστή για τις πολυτάραχες σχέσεις της με αρκετούς διάσημους, μεταξύ των οποίων ο Σον Κόνερι και ο Ρίνγκο Σταρ.
Οπως αναφέρει η Daily Mail, ίσως αν Λίνσεϊ ντε Πολ είχε περάσει λιγότερο χρόνο μιλώντας ανοιχτά για τους εραστές της και περισσότερο χρόνο υπενθυμίζοντας στον κόσμο τα τραγούδια της, θα είχε καθιερωθεί βαθύτερα στη συνείδηση του σύγχρονου μουσικόφιλου κοινού. Η Ντε Πολ ήταν η πρώτη γυναίκα τραγουδοποιός που κέρδισε βραβείο Ivor Novello (κέρδισε δύο, στην πραγματικότητα, στις αρχές της δεκαετίας του 1970)
Ο θάνατός της ανακοινώθηκε χθες και η φίλη της Εσθερ Ράντζεν περιγράφει την Ντε Πολ ως «γυναίκα αναγέννηση» που θα μπορούσε να τραγουδήσει, να συνθέσει, να κάνει τα πάντα. Ηταν επίσης ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης και σκιτσογράφος, απόφοιτος του Hornsey College Art στο Λονδίνο.
Αλλά, επίσης, άφησε πίσω της κάτι που πολλοί θα θεωρούν ότι είναι πολύ, πολύ πιο πολύτιμο - ένα μήνυμα που διακηρύχθηκε δυνατά και καθαρά και σε κάθε δυνατή ευκαιρία: ότι ποτέ δεν πρέπει οι γυναίκες να νιώθουν «ασθενές φύλο». Με ύψος μόλις 1.52 και ντελικάτο δέρμα, δεν θεωρούνταν ένα αρχέτυπο φεμινιστικό πρότυπο.
Ομως, η ανατροφή της, στο προάστιο Cricklewood του Βόρειου Λονδίνου, είχε μία σαφή επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της, αφού είχε υποστεί κακοποίηση και ξυλοδαρμό από τον πατέρα της και δεν ήθελε άλλα κορίτσια και γυναίκες να υποφέρουν στα χέρια των ανδρών.
Ισως ήταν και αυτό της το παιδικό τραύμα που εξηγεί γιατί, παρά το γεγονός ότι μια εξαιρετικά μεγάλη σειρά από διάσημους εραστές, πέθανε μόνη και ανύπαντρη στην ηλικία των 64 ετών.
Η λίστα περιελάμβανε τον Σον Κόνερι, τον Ρίνγκο Σταρ, τον Μπέρνι Τόπιν (ο οποίος έγραψε τραγούδια με τον Ελτον Τζον), τον Νταντλι Μουρ, τον ηθοποιό του Χόλιγουντ Τζέιμς Κόμπερν και τον παραγωγός του West End Μπιλ Κενράιτ. Μάλιστα το όνομα της Ντε Πολ έχει συνδεθεί και με το τελευταίο εραστή της πριγκίπισσας Νταϊάνα, Ντόντι Φαγέντ.
Μια ζωντανή, δυναμική γυναίκα, η Ντε Πολ ζούσε ευτυχισμένη και μόνη σε ένα τεράστιο σπίτι στο Mill Hill, του Βόρειου Λονδίνου. Μετακόμισε εκεί πέρυσι από ένα εξίσου μεγάλο σπίτι στο κοντινό Hampstead, γιατί σύμφωνα με τους φίλους της, δεν τα πήγαινε πολύ καλά με τους γείτονες.
Το τεράστιο κρεβάτι της μετακόμισε μαζί της, καθώς και το λευκό πιάνο της, όπου έγραψε τραγούδια όπως το «Sugar Me» και «Won't Somebody Dance With Me». Συνέχισε επίσης τη νυχτερινή συνήθεια να αφήνει τρόφιμα στην άκρη του κήπου της για να ταΐζει τις αστικές αλεπούδες.
Η Λίνσεϊ απολάμβανε τη δική της παρέα και καθώς μεγάλωνε έκανε βραδυνά δείπνα στα οποία καλούνται πάντα ζευγάρια, αλλά ποτέ έναν σύντροφο για τον εαυτό της.
Κοντούλα και μικροκαμωμένη, ήταν πάντα σχολαστικά καθαρή: Τα 20 τζιν της ήταν κρεμασμένα σε τέλεια ευθυγράμμιση στην ντουλάπα της. «Τα πάντα στο σπίτι της έπρεπε να είναι ακριβώς στη θέση του» έλεγαν οι φίλοι της. «Δεν έχω δει ποτέ ένα σπίτι τόσο πεντακάθαρο και τόσο ομαλό»
Οσο για την περιπέτειά της με τον Σον Κόνερι, χρονολογείται περίπου 25 χρόνια πριν, όταν τον συνάντησε το 1989 σε ένα πάρτι. Η δεύτερη σύζυγός του, Μισελέν, καθόταν δίπλα στη Λίνσεϊ σε ένα καναπέ, αλλά, όπως είπε, ο Κόνερι δεν σταμάτησε την κουβέντα μαζί της και της ζήτησε τον αριθμό του τηλεφώνου της.
«Δεν ήθελα να κάνω σχέση μαζί του» είχε πει η Ντε Πολ. «Προσπάθησα να κρατήσω τη σχέση μας πλατωνική, αλλά αυτός με κυνηγούσε ανελέητα. Δεν ήταν καθόλου ο τύπος μου, διότι δεν με ελκύουν οι μάτσο άνδρες. Στο τέλος όμως σκέφτηκα "γιατί όχι;" Δεν ήξερα τη γυναίκα του και έτσι δεν αισθανόμουν ότι πρόδιδα κανέναν»
Ετσι άρχισε μια σχέση που κράτησε πέντε μήνες. Ο Κόνερι της διάβαζε ποιήματα του Ρόμπερτ Μπέρνς και της τηλεφωνούσε από τα γυρίσματα. Η ίδια ισχυρίστηκε ότι της είπε σε μια κλήση ότι έπρεπε να φιλήσει την συμπρωταγωνίστρια του Μισέλ Φάιφερ, ωστόσο σκεφτόταν τη Λίνσεϊ.
Η ιστορία τους έληξε μάλλον απότομα. Το ζευγάρι συναντήθηκε χωρίς η Λίνσεϊ να ξέρει ότι ήταν η τελευταία φορά. Δεν ξαναμίλησαν ποτέ από τότε.
Αργότερα, η Λίνσεϊ σοκαρισμένη έμαθε ότι ο Κόνερι είχε δημοσίως παραδεχθεί ότι χτυπούσε γυναίκες και είχε χτυπήσει και την πρώτη σύζυγό του, την ηθοποιό Νταϊάν Σιλέντο κατά τη διάρκεια του γάμου τους.
Η Λίνσεϊ είπε ότι ποτέ δεν είχε σηκώσει χέρι πάνω της, προσθέτοντας: «δεν γνώριζα τη βίαιη πλευρά του Σον όσο ήμουν μαζί του και σοκαρίστικα πολύ όταν το διάβασα.»
Μάλιστα του έκανε σφοδρή επίθεση σε μια συνέντευξη σε εφημερίδα, λέγοντας ότι μετάνιωσε πικρά για τη σχέση τους και ότι θα «ήθελε να του δώσει ένα χαστούκι εκ μέρους όλων των γυναικών»
.
Λίγο αργότερα, κυκλοφόρησε ένα νέο βιβλίο και DVD, που ονομάζεται «Taking Control» - ένα εγχειρίδιο για τις γυναίκες που θέλουν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους ενάντια στη βία. Κάνοντας τα λόγια της πράξη, πέρασε ένα διάστημα μαθαίνοντας πολεμικές τέχνες αποτελώντας παράδειγμα για τους αναγνώστες της.
«Δεν βλέπω τους άνδρες ως τον εχθρό», έλεγε «Είμαι σαν γατούλα. Θα προτιμούσα να κουρνιάσω στην αγκαλιά ενός άντρα και να γουργουρίζωκαι να με χαϊδεύει. Αλλά αν χρειαστεί βγάζω και νύχια»
Το βιβλίο κέρδισε επαίνους από την Μακένζι, αστυνομικό επιθεωρητή, η οποία δήλωσε ότι είναι μια «πολύ θετική συμβολή στην πρόληψη του εγκλήματος».
Αλλά ο Κόνερι δεν ήταν ο μόνος βίαιος άνθρωπος στη ζωή της Ντε Πολ. Ακόμα και η αγάπη της ζωής της, ο Τζέιμς Κόμπερν, την απείλησε κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών που έζησαν μαζί στα τέλη της δεκαετίας του '70.
Ο Κόμπερν ήταν ο μόνος άνθρωπος που ήθελε να παντρευτεί - τουλάχιστον για τα δύο πρώτα χρόνια της σχέσης τους. Στη συνέχεια, όμως, συνειδητοποίησε ότι είχε γίνει πολύ κτητικός. «Ο Τζιμ δεν καταλάβαινε την ανάγκη μου να κάνω μουσική. Ηθελε να στριμωχτώ στη ζωή του, ενώ εγώ ήθελα να γράφω μουσική»
Στη ζωή της ωστόσο υπήρχε και ένας ακόμη παραλίγο γάμος που δεν έγινε ποτέ. Για χρόνια, η Ντε Πολ φορούσε ένα δαχτυλίδι αρραβώνων που της είχε δώσει ο Τσας Τσάντλερ, ο μπασίστας των Animals.
Ωστόσο, η σχέση της με τον Ρίνγκο Σταρ ήταν απλώς μία στιγμιαία τρέλα, ενώ τον Ντάντλεϊ Μουρ είχε πει ότι ήταν «το μόνο άτομο που έβγαινα και ήταν στο ύψος των ματιών μου»
Παρά την πολυτάραχη ερωτική της ζωή, η Ντε Πολ παρουσίαζε μία ανεξήγητη σεμνότητα για την επαγγελματική της επιτυχία. Πολύ πιο σημαντικό για εκείνη ήταν ανησυχία της να είναι όλες οι γυναίκες ασφαλείς.
Το «Taking Control» ήταν ένα ψυχολογικό κκαι φυσικό εγχειρίδιο αυτοάμυνας, όπου η ίδια κατηγορούσε τις γυναίκες για την ψυχική στάση τους. «Πιθανώς η πιο επιζήμια πεποίθηση που έχουν οι τις γυναίκες είναι ότι είναι το ασθενές φύλο» γράφει. «Αυτό από μόνο του προκαλεί έναν υποσυνείδητο αέρα θυματοποίησης που είναι πολύ ελκυστικός για έναν εισβολέα»