H παραίτηση ενός υφυπουργού μετά τη δημοσίευση από την εφημερίδα Sunday Mirror των μηνυμάτων τολμηρού περιεχομένου που αντήλλαξε με ένα δημοσιογράφο που υποδυόταν την υποστηρίκτριά του πυροδότησε τη διαμάχη στη Μεγάλη Βρετανία για τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι εφημερίδες ταμπλόιντ.Ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης, το σεξ και μια ταμπλόιντ: η φόρμουλα αυτή αποδείχθηκε για άλλη μια φορά εκρηκτική και οδήγησε στην παραίτηση και τον δημόσιο εξευτελισμό του Μπρουκς Νιούμαρκ, του υφυπουργού που είναι αρμόδιος για την κοινωνία των πολιτών.
Ο βουλευτής του συντηρητικού κόμματος, 53 ετών, παντρεμένος και πατέρας 5 παιδιών, αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι «συμπεριφέρθηκε σαν κάποιος εντελώς ηλίθιος» μετά τις αποκαλύψεις της Sunday Mirror ότι είχε στείλει πολλές τολμηρές φωτογραφίες, περιλαμβανομένης μιας όπου φορούσε μια «πιτζάμα από κασμίρ» και είχε ποζάρει σε ερωτική στάση, σε έναν δημοσιογράφο που υποδυόταν τη γυναίκα.
Η εφημερίδα είχε προβάλει ως επιβαρυντική περίσταση το γεγονός ότι ο βουλευτής είναι επικεφαλής μιας οργάνωσης που τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης του ρόλου των γυναικών στους κόλπους του συντηρητικού κόμματος.
Όμως η διαμάχη γρήγορα μετατοπίστηκε στις μεθόδους «ψαρέματος» (τις λεγόμενες "fishing expeditions") των ταμπλόιντ: οι δημοσιογράφοι αλιεύουν ειδήσεις (σ.σ. ή «ειδήσεις»...) με απίθανα τεχνάσματα, κι αυτές όντως δημοσιεύονται στον αγγλοσαξονικό Τύπο.
Η Sunday Mirror βασίστηκε στην εργασία ενός ανεξάρτητου δημοσιογράφου που δημιούργησε έναν ψεύτικο λογαριασμό στον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης Twitter με το όνομα «Σόφι Ουίτμανς», υποδυόμενος μια γυναίκα που υποστήριζε το κόμμα του των Τόρις ηλικίας «περίπου 20 ετών».
Η φωτογραφία που είχε αναρτήσει στο προφίλ του λογαριασμού, την οποία απέσυρε έκτοτε, δείχνει το πρόσωπο ενός μοντέλου από τη Σουηδία ηλικίας 22 ετών, με το όνομα Μάλιν Σαλίεν, η οποία διαμαρτυρήθηκε με σφοδρότητα σήμερα στον σουηδικό Τύπο επειδή η εικόνα της χρησιμοποιήθηκε χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της.
Με το προκάλυμμα της εικονικής αυτής ταυτότητας, ο δημοσιογράφος άρχισε να επικοινωνεί με πολλούς βουλευτές του συντηρητικού κόμματος, περιλαμβανομένου του Μπρουκς Νιούμαρκ.
Οι δύο τους στη συνέχεια συνέχισαν να επικοινωνούν, ανταλλάσσοντας προσωπικά μηνύματα, φλερτάροντας και ανταλλάσσοντας τολμηρές φωτογραφίες. Έως τη στιγμή που ο υπουργός υποσχέθηκε στη «Σόφι» να τη συναντήσει στο περιθώριο ενός συνεδρίου του συντηρητικού κόμματος που διεξαγόταν στο Μπέρμιγχαμ. Τότε η Μίρορ αποφάσισε να δημοσιεύσει την υπόθεση.
Μπροστά στην κριτική που της ασκήθηκε, ότι χρησιμοποιεί μεθόδους που ωθούν τα πρόσωπα σε παραβατικές συμπεριφορές ή ακόμη και στο έγκλημα, η ταμπλόιντ αντέταξε το επιχείρημα του «δημοσίου συμφέροντος».
Ένας πρώην αρχισυντάκτης της Μίρορ, ο Πολ Κόνιου, υπογράμμισε την «ανοησία» του υπουργού, τον οποίο έκρινε ένοχο για ένα «τρομερό λάθος στην κρίση του να ανοιχτεί με αυτόν τον τρόπο σε έναν ξένο».
Άλλοι ωστόσο αντιθέτως επέκριναν την εφημερίδα: «Δεν βλέπω πού ακριβώς εγείρεται θέμα δημοσίου συμφέροντος σε αυτήν την ιστορία. Εκείνος (ο Μπρουκς Νιούμαρκ) δεν παραβίασε το νόμο, μιλάμε για μια κουταμάρα μεταξύ ενηλίκων» σχολίασε ο Ρόι Γκρίνσλεϊντ, καθηγητής δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο City, μιλώντας στο ραδιοφωνικό σταθμό BBC Radio 4.
Ο ίδιος προσέθεσε: «Προσπάθησαν να παγιδεύσουν άλλους 7 βουλευτές του συντηρητικού κόμματος... Δεν πιστεύω ότι όλο αυτό θα αποτελέσει μια σημαντική συμβολή στην ερευνητική δημοσιογραφία».
Ένας βουλευτής των Συντηρητικών δήλωσε ότι θα απευθυνθεί στη νέα επιτροπή ρύθμισης του Τύπου, που συστάθηκε μετά το σκάνδαλο της News of the World, της εφημερίδας που έκλεισε εξαιτίας του σκανδάλου των τηλεφωνικών υποκλοπών.
«Αυτή θα είναι η πρώτη δοκιμασία» για την Επιτροπή, υπογράμμισε ο Μαρκ Πρίτσαρντ, που είπε ότι επικοινώνησε και μαζί του ο δημοσιογράφος που υποδυόταν τη «Σόφι» αλλά ο ίδιος ήταν «λιγότερο ενδιαφέρων, καθότι εργένης».