Στην οθόνη, ο Στιβ Μακ Κουίν ήταν θεϊκός: Με κατάξανθα μαλλιά, μαγευτικά μπλε μάτια και σμιλεμένα χαρακτηριστικά. Για τους φαν του ήταν ένας ρομαντικός ήρωας και ένας ασυμβίβαστος τυχοδιώκτης με τρυφερή καρδιά. Τι ήταν όμως στην πραγματικότητα και πώς τον έβλεπε ο γιος του;
Εχοντας κάνει αμέτρητες διαχρονικές ταινίες μέχρι το θάνατο του το 1980 ήταν αδιαμφισβήτητα ο καλύτερα αμοιβόμενος ηθοποιός. Ωστόσο μακριά από τα βλέμματα της δημοσιότητας και σύμφωνα με το γιο του Τσαντ, ο Στιβ Μακ Κουίν, ήταν ένας νταής, βασανισμένος από δαίμονες και βαθειά ανασφάλεια, κατάλοιπα της κατεστραμμένης παιδικής του ηλικίας.
Τον χαρακτηρίζει ως παρανοϊκό, επιθετικό, αλαζονικό, στενόμυαλο, εξωφρενικά φιλάργυρο, περιφρονητικό έως και βίαιο με τις γυναίκες, πότη και χρήστη ναρκωτικών.
Ο γιος του Τσαντ, ετοίμασε ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ, στο οποίο επιχειρεί να εξηγήσει την ανατροφή και τη δύσκολη παιδική ηλικία του Στιβ Μακ Κουίν, η οποία τον έκανε τόσο περίπλοκο άνθρωπο.
O Tσαντ και η μητέρα του:
Αν οι τρεις γάμοι του ήταν δύσκολοι, άλλο τόσο ήταν και οι σχέσεις του με τους συναδέλφους στο Χόλιγουντ. Σύμφωνα με το γιο του, ο Μακ Κουίν ήταν μοναχικός, γνωστός για την αντιπαλότητα του με τους συμπρωταγωνιστές του, ενώ συχνά έκλεβε σκόπιμα σκηνές από αυτούς. «Φοβόταν πάντα ότι θα έχανε τα πράγματα που είχε» εξηγεί ο Τσαντ. «Αλλά αν δούμε από πού προέρχεται αυτό, μπορείτε να καταλάβετε γιατί.»
Στην εμφάνιση του στο «The Towering Inferno» το 1974 με τον Πολ Νιούμαν επέμενε να του δοθούν 12 ατάκες περισσότερες ώστε να μην μιλάει ο Νιούμαν περισσότερο απ' ότι αυτός. Επέμεινε επίσης στο βεστιάριο να κόψουν το γείσο του κράνους πυροσβεστών του, γιατί έκρυβε τα μάτια του. Μάλιστα όταν του είπαν, ότι αν αλλάξει το δικό του κράνος θα πρέπει να αλλάξουν όλα, η αδιάφορη απάντηση του ήταν «ε λοιπόν αλλάξτε τα».Οταν γινόταν το κάστινγκ για τον Butch Cassidy και τον Sundance Kid, στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, ο Μακ Κουήν πήρε το ρόλο του Sundance, Αλλά όταν έμαθε ότι ο Πολ Νιούμαν -ένθερμος αντίπαλός του - είχε επιλεχθεί για τον ρόλο του Cassidy, επέμεινε ο τίτλος της ταινίας να αλλάξει και να γίνει Sundance Kid Και Butch Cassidy, ώστε να εμφανίζεται αυτός πρώτος. Το αίτημα του προφανώς απορρίφθηκε, και ο ρόλος πήγε στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ.
Ο Μακ Κουίν είχε επίσης ζητήσει 3.000.000 δολάρια για μια συνοπτική καμέα στο «A Bridge Too Far» (1977), αλλά έλαβε μια ευγενική άρνηση από το σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Ατενμποροου. Επίσης λόγω των παρανοϊκών οικονομικών απαιτήσεων του έχασε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Close Encounters Of The Third Kind» και τον πήρε ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους. Το 1979, του προσφέρθηκε ρόλος για το «Apocalypse Now», αλλά όταν ο Μακ Κουίν απαίτησε τα γυρίσματα να μεταφερθούν από τις Φιλιππίνες στο Χόλιγουντ, τελικά ο Μάρτιν Σιν πήρε το ρόλο.
Στα γυρίσματα του Thomas Crown Affair (1968), για το οποίο είχε πληρωθεί 750,000 δολάρια, ο ίδιος δοκίμασε τέσσερα ακριβά ρολόγια για μια σκηνή, αλλά είπε ότι δεν ήταν κατάλληλα. Αντ 'αυτού φόρεσε το δικό του και χρέωσε μάλιστα την «ενοικίαση» του στον παραγωγό 250 δολάρια.
Ο Τσαντ ωστόσο, αν και παρουσιάζει τα γεγονότα από αντικειμενική σκοπιά, δικαιολογεί σε ένα βαθμό τη συμπεριφορά του πατέρα του: «Οι άνθρωποι λένε πόσο δύσκολος ήταν, αλλά αυτό ήταν επειδή δεν ήταν πρόβατο. Ηξερε τι ήταν σωστό γι 'αυτόν. Εκανε πάντα την δουλειά του και είχε μια καλή ιδέα για το πώς ήθελε να παίξει μια σκηνή. Ερχόταν σε αντιπαράθεση με τους διευθυντές για να γίνει το δικό του, αλλά έτσι ήταν με τα πάντα. Ζούσε στα άκρα»
Ο Τσαντ Μακ Κουίν είχε για είδωλο τον πατέρα του, ωστόσο, δεν μπορούσε να μην δει και ότι ήταν κατεστραμμένος. Γιος μίας αλκοολικής πόρνης, ο Στιβ Μακ Κουίν εγκαταλείφθηκε στους δρόμους και όλα έδειχναν ότι οδεύει στο δρόμο του εγκλήματος.
«Ο πατέρας μου είχε μια φρικτή παιδική ηλικία» εξηγεί ο Τσαντ. «Τον έκανε αυτό που ήταν. Πάλεψε μέχρι θανάτου για τα πιστεύω του αλλά είχε πολύ ιδιόρρυθμη ιδιοσυγκρασία, τόσο στο σπίτι όσο και στη δουλειά του. Δεν δίσταζε να χτυπήσει κάποιον αν έμπαινε στο δρόμο του»
Στα 15 του είχε προβλήματα με την αστυνομία για κλοπή και ξυλοδαρμό και στάλθηκε σε ειδικό αναμορφωτήριο της Καλιφόρνια. «Ηταν μόλις ένα μικρό βήμα μακριά από τη φυλακή» εξηγεί ο Τσαντ.
« Ωστόσο εκεί μέσα για πρώτη φορά, ένιωσε κάποια ασφάλεια και σταθερότητα. Μου έλεγε πάντα "Γιε μου, το αναμορφωτήριο άλλαξε τη ζωή μου" ». Όταν βγήκε, πήγε στους πεζοναύτες για τρία χρόνια και στη συνέχεια ξεκίνησε να ασχολείται με την υποκριτική.
Ο Τσαντ προσθέτει: «Αν κάποιο καλό βγήκε από το ότι αισθανόταν τόσο ανεπιθύμητος ως παιδί, ήταν ότι ο ίδιος φρόντιζε πάντα εμένα και τη μεγάλη μου αδελφή, Τέρι και μας αγαπούσε πολύ. Ηθελε να μας προσφέρει όσα εκείνος δεν έζησε ποτέ ως παιδί»
Ως σύζυγος όμως δεν ήταν τόσο στοργικός όσο ήταν ως πατέρας, αφού ακόμα και ο γάμος του ήθελε να διεξαχθεί με τους δικούς του όρους.
Ξεκίνησε μια παράνομη σχέση, μόλις λίγες εβδομάδες μετά το γάμο του με την πρώτη του σύζυγο Νιλ Ανταμς το 1956 – και όσο η καριέρα του απογειωνόταν, είχε ερωτοτροπίες με πολλές άλλες. «Δεν έκρυβε ποτέ τις παράνομες σχέσεις του» αναφέρει η ίδια η Νιλ στο ντοκιμαντέρ, «και αποφάσισα ότι θα πρέπει να ζήσω με αυτό. Ο ίδιος μου είχε πει "γιατί πρέπει να εργαστώ τόσο σκληρά για την αγάπη στο σπίτι όταν είναι δωρεάν οπουδήποτε αλλού;"
«Ξέραμε ότι αγαπούσε τις γυναίκες και τον αγαπούσαν κι αυτές» χαμογελά πονηρά ο Τσαντ «Επεφταν πάνω του συνεχώς, ακόμη και μπροστά στη Νιλ» Ομως οι κανόνες του παιχνιδιού άλλαζαν για τη Νιλ. Γινόταν ζηλιάρης και βίαιος μαζί της και όταν πίστεψε ότι η Νιλ έχει εξωσυζυγική σχέση την απείλησε με όπλο στο κεφάλι για να το παραδεχτεί.
Μάλιστα όταν παραδέχτηκε ότι είχε ένα ειδύλλιο με τον ηθοποιό Μαξιμίλιαν Σελ, ο Μακ Κουίν την ξυλοκόπησε και λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν η Νιλ του ανακοίνωσε ότι ήταν έγκυος την υποχρέωσε να πετάξει στο Λονδίνο για να κάνει άμβλωση, λέγοντας ότι δεν θα μπορούσε να είναι σίγουρος ότι ήταν ο πατέρας. Το ζευγάρι χώρισε το 1971.
Η επόμενη ταινία του ήταν The Getaway, στην οποία συμπρωταγωνιίστρια του του ήταν Aλι Μακ Γκράου. Ο σύζυγός της, Ρόμπερτ Εβανς, ήταν ο παραγωγός, αλλά η Μακ Γκραου με τον Μακ Κουίν είχαν μια παθιασμένη σχέση. «Η έλξη ήταν τρομακτική» αποκαλύπτει η Αλί στο ντοκιμαντέρ. Παντρεύτηκαν το 1973, αλλά ο Παράδεισος σύντομα μετατράπηκε σε κόλαση: «Ηταν τρομερά ανασφαλής και επικίνδυνός» εξηγεί η ίδια.
Ο Μακ Κουίν της ζήτησε να εγκαταλείψει την καριέρα της για να φροντίσει το σπίτι τους. «Όταν ήταν καλός ήταν πολύ, πολύ καλό;, αλλά όταν ήταν κακός ήταν φρικτός» λέει η Αλι.
Η φήμη του Μακ Κουίν εκτοξεύθηκε την ίδια περίοδο με ταινίες όπως Blob, The Magnificent Seven και The Great Escape. Ωστόσο, ακόμη και στο απόγειο της δόξας του, ήταν τρομερά ανασφαλής, αλλά δεν ξεχνούσε και το παρελθόν του. Σε κάθε γύρισμα απαιτούσε να έχει στο καμαρίνι του τεράστια φορτία με τζιν και ξυραφάκια, τα οποία δώριζε κρυφά στο αναμορφωτήριο στο οποίο μεγάλωσε.
Αγαπούσε τα γρήγορα αυτοκίνητα, αλλά ήταν πιο ευτυχισμένος με το μηχανάκι του και όταν υπήρχε πανσέληνος - ακόμη και στη μέση των γυρισμάτων – εξαφανιζόταν με αυτό για μια ημέρα ή δύο.
Μετά το διαζύγιο του από την Αλι, ο Στιβ άφησε γένια και ταξίδεψε στη χώρα σε ένα αυτοκίνητο και το μοντέλο φίλη του, Μπάρμπαρα Μιντ την οποία αργότερα παντρεύτηκε και τον Τσαντ.
«Είχε κουραστεί από τη δημοσιότητα», λέει ο Τσαντ. «Ήθελε να μείνει στην παραλία»
Έκανε μόνο δύο ταινίες στην εν λόγω περίοδο, και ενώ γύριζαν το Hunter, άρχισε να παραπονιέται για πόνους στο στήθος. Οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο, που πιθανώς προκλήθηκε από την εργασία με αμίαντο όταν ήταν στην πεζοναύτες.
Πάλεψε μέχρι το τέλος, αλλά πέθανε στις 7 του Νοεμβρίου του 1980.
Ο γιος του Τσαντ είναι ηθοποιός και επίσης λάτρης των αυτοκινήτων, καθώς και ηθοποιός και ενσαρκώνει τον Τζέρεμι Γκίλμπερτ στο The Vampire Diaries.
Ο μύθος του Μακ Κουίν, επίσης, παραμένει. «34 χρόνια μετά το θάνατό του ο ίδιος εξακολουθεί να είναι πολύ αγαπητός και σεβαστός για το έργο του», λέει ο Τσαντ. «Ο πατέρας μου ήταν απόδειξη πως ό, τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό».