Δεν είναι απλά μαγαζιά, αλλά αναπόσπαστα κομμάτια της ιστορίας της Αθήνας. Ήταν και είναι συνάντησης καλλιτεχνών, συγγραφέων, πολιτικών, απλών ανθρώπων. Στα τραπέζια τους παίχθηκαν δράματα, αλλά και ιστορίες αγάπης. Έγιναν γλέντια που έμειναν στην αθηναϊκή νύχτα. Τώρα ετοιμάζονται να βάλουν λουκέτο, λόγω κρίσης.
Όπως σημειώνει η Καθημερινή, Ο Νίκος Κουτούζης, ιδιοκτήτης του ιστορικού εστιατορίου «Κεντρικόν» στην οδό Κολοκοτρώνη, δεν είναι αισιόδοξος για τον χειμώνα που έρχεται. Τα τελευταία χρόνια είναι από τα πιο δύσκολα στην ιστορία του εστιατορίου που ξεκίνησε ως καφενείο το 1935, μετατράπηκε σε εστιατόριο το 1963 και μέχρι σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς, ένα εστιατορικό τοπόσημο στο κέντρο της Αθήνας.
Η οικονομική κρίση, τα λουκέτα στα εμπορικά καταστήματα της Αθήνας, ο κατήφορος του κέντρου, ήταν οι λόγοι που πολλά ιστορικά στέκια αναγκάστηκαν να κατεβάσουν ρολά. Από τον «Δυρό» στην οδό Ξενοφώντος που για πολλά χρόνια παρέμενε σταθερό στέκι σε όσους αναζητούσαν σπιτικές γεύσεις, μέχρι το κοσμοπολίτικο «Cellier» στην οδό Πανεπιστημίου -στον ίδιο ακριβώς χώρο που κάποτε έγραψε ιστορία ο «Απότσος», η «Μεγάλη Βρετανία του ουζάδικου» όπως τον αποκαλούσαν- και το «Far East», η πρώτη ουσιαστικά επαφή της αθηναϊκής κοινωνίας με την κινεζική κουζίνα.
Ρολά στο «Ιντεάλ»
Κατεβασμένα ρολά συναντήσαμε τις τελευταίες μέρες και στο αγαπημένο «Ιντεάλ» της Πανεπιστημίου, το 92χρονο εμβληματικό εστιατόριο της Αθήνας. Αλλη μια απώλεια στο κέντρο; «Κλείσαμε για το καλοκαίρι», απαντάει ο ιδιοκτήτης του Ανδρέας Βλασσόπουλος. «Ούτως ή άλλως, τους τουρίστες που "κατακλύζουν" το κέντρο, εμείς δεν τους είδαμε. Δεν φτάνουν μέχρι εδώ. Οπότε, αποφασίσαμε να κλείσουμε, θα κάνουμε κάποιες αλλαγές και θα ανοίξουμε πάλι τέλη Σεπτεμβρίου. Είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση. Προσπαθούμε να αντέξουμε. Κρατάμε τις τιμές χαμηλά, μειώσαμε αναγκαστικά το προσωπικό. Θα δούμε...».
Η δεκαετία του '70, τα τέλη της δεκαετίας του '80, ήταν καλές εποχές για το «Κεντρικόν» μας λέει ο Νίκος Κουτούζης. «Τώρα, ούτε χαρτζιλίκι δεν βγαίνει. Σε τρία χρόνια, από το 2010 μέχρι το 2013 με τα επεισόδια και τις απεργίες, είχαμε συνολικά 95 μέρες με μηδέν στο ταμείο του εστιατορίου. Καταλαβαίνετε τι θα πει αυτό; Μηδέν. Πέρυσι πιάσαμε πάτο. Αναγκαστικά από τα 13 άτομα προσωπικό πέσαμε στα 10, ρίξαμε τις τιμές όσο μπορούσαμε, γύρω στο 20%, και κάνουμε υπομονή μήπως ανέβει το κέντρο γιατί μόνο έτσι θα ανέβουμε κι εμείς. Δουλεύω μάγειρας και σερβιτόρος από το 1982. Την ξέρω αυτή τη δουλειά. Ξέρω ότι ο σωστός εστιάτορας, αυτός που δεν κλέβει δηλαδή, αυτός που δεν φοροδιαφεύγει, δεν γίνεται ποτέ πλούσιος. Δεν περιμένω λοιπόν να γίνω πλούσιος. Πρέπει να μπορώ να ζήσω όμως, να πληρώνω τους υπαλλήλους μου. Να μη χρωστάω. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν χρωστούσα πουθενά. Τώρα κάθε τόσο κάνω ρυθμίσεις στο ΙΚΑ, στην εφορία, στον ΟΑΕΕ».
Χρειάζεται ανταγωνισμός
Τα ιστορικά στέκια όπως το «Ιντεάλ» και το «Κεντρικόν» ποτέ δεν στήριξαν τη βιωσιμότητά τους στους τουρίστες. Η συντριπτική πλειονότητα των πελατών τους ήταν πάντα Ελληνες, πολλοί απ' αυτούς σταθεροί θαμώνες. «Εγώ δεν βλέπω γενικότερα στην Αθήνα τους τουρίστες που ακούμε και διαβάζουμε ότι έρχονται», συμπληρώνει ο Νίκος Κουτούζης. «Υπάρχουν κάποιοι ξένοι, Αγγλοι, Ρώσοι, Γερμανοί που μπορεί να έρθουν στο εστιατόριο αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για κάτι μαζικό. Είναι απλώς κάποιοι ψαγμένοι τουρίστες, που διάβασαν για μας σε ξένους τουριστικούς οδηγούς».
Στη μετά την κρίση εποχή, αν επιλέγοντας να είμαστε αισιόδοξοι, δεχθούμε ότι σε αυτήν τη φάση βρισκόμαστε, το κέντρο της Αθήνας προσπαθεί να βρει τον βηματισμό του. Τα τελευταία χρόνια άφησαν πολλές πληγές, ευχή όλων, είναι να μην προστεθούν κι άλλες σ' αυτόν τον μακρύ κατάλογο. «Είδα ότι το Ιντεάλ έκλεισε για το καλοκαίρι. Ξέρω ότι είναι δύσκολα τα πράγματα αλλά πραγματικά εύχομαι να τα καταφέρει» μας λέει ο Νίκος Κουτούζης, ιδιοκτήτης του «Κεντρικόν». «Για μένα το Ιντεάλ ήταν ένα πανεπιστήμιο. Πήγαινα εκεί και μάθαινα σέρβις, ντιζάιν, συμπεριφορά, σημείωνα συνταγές. Ποιοι έχουμε μείνει; Μόνο εμείς και ο Φιλίππου στο Κολωνάκι κι έτσι δημιουργείται καλός ανταγωνισμός. Αλλιώς ποιον θα ανταγωνιστώ; Τα τουριστομάγαζα στην Πλάκα;».
«Με πονάει αυτό που βλέπω στην πόλη σήμερα», λέει αρκετά συγκινημένος ο Ανδρέας Βλασσόπουλος. «Είμαι η τρίτη γενιά σ' αυτό το χώρο. 92 χρόνια ιστορία είναι αυτά, οπότε να σας το πω κι αλλιώς... το Ιντεάλ δεν είναι θέμα Βλασσοπουλέων, αλλά να μείνει ζωντανή η ανάμνηση μιας άλλης Αθήνας».