Εκτός των κόλπων του δικαστικού σώματος τίθεται οριστικά και αμετάκλητα ο 49χρονος πρώην Πρωτοδίκης Διοικητικών Δικαστηρίων, Ε.Π., που υποχρέωνε τον 5χρονο γιο του να δέχεται τις διεστραμμένες σεξουαλικές ορέξεις του.
Την απόφαση έλαβε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ ο εν λόγω έχει ήδη εκτίσει ποινή φυλάκισης έξι ετών στις φυλακές Χαλκίδας και έχει δεχθεί 3ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για «αποπλάνηση ανηλίκου μη συμπληρώσαντος το 10ο έτος της ηλικίας του κατ' εξακολούθηση».
Την ποινή αυτή την εξέτισε και έχει ήδη αποφυλακιστεί, καθώς εργαζόταν μέσα στο σωφρονιστικό κατάστημα της Χαλκίδας, με αποτέλεσμα η μία ημέρα εργασίας να λαμβάνεται ως δύο ημέρες κράτησης.
Το κουβάρι της σεξουαλικής παρενόχλησης του ανήλικου παιδιού ξεκίνησαν το 2001 όταν η πρώην σύζυγός του Ε.Π. κατέθεσε σε βάρος του μήνυση για αποπλάνηση του ανηλίκου παιδιού τους.
Σύμφωνα με τη δικογραφία ο Πρωτοδίκης υποχρέωνε το γιο του, όταν τον φιλοξενούσε σπίτι του, καθώς ήταν διαζευγμένος, να του ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του επιθυμίες, λέγοντας του πως αν δεν δεχόταν «δεν θα του έπαιρνε το απόγευμα παγωτό».
Ακόμη, όπως αναφέρεται στην δικογραφία, ο Πρωτοδίκης υποχρέωνε ακόμη και εκβιαστικά (με ξυλοδαρμό, στέρηση φαγητού κ.λπ.), το 5χρονο, τότε, γιο του να δέχεται τις σεξουαλικές του επιθυμίες. Πάντως, τώρα το παιδί είναι ηλικίας 15 ετών και δεν έχει καμία επαφή με τον πατέρα του.
Πρωτόδικα, ο Ε.Π. είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 13 ετών, αλλά στο δεύτερο βαθμό ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, οι συγγενείς του άλλαξαν στάση και ανακάλεσαν επιβαρυντικές περιγραφές που είχαν κάνει στις αρχικές καταθέσεις τους.
Μετά την καταδίκη του, άσκησε αναίρεση στο Άρειο Πάγο κατά της εφετειακής απόφασης, αλλά οι αρεοπαγίτες απέρριψαν το αίτημά του.
Τον Ιανουάριο του 2012 με απόφαση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης τέθηκε σε αργία, μετά «την αμετάκλητη καταδίκη του σε ποινή στερητική της ελευθερίας, για αδίκημα που τελέσθηκε με δόλο».
Στην συνέχεια ο τέως Πρωτοδίκης ζήτησε από τον Άρειο Πάγο την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, αλλά το Ανώτατο Ποινικό Δικαστήριο, απέρριψε την αίτησή του.
Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου ο τέως δικαστικούς λειτουργός υποστήριξε ότι υπήρξε σκευωρία της πρώην συζύγου του και μητέρας του παιδιού του, ενώ ανέφερε ότι το παιδί του αντιμετωπίζει προβλήματα αντιληπτικής ανικανότητας.
Μάλιστα υποστήριξε ότι για το λόγο αυτό και η πρώην γυναίκα του είχε κάνει υποχείριο το παιδί τους.
Ανέφερε ακόμη, ότι το παιδί του σε ηλικία 8 ετών, κατόπιν υπόδειξης της πρώην συζύγου του, κατέθεσε ψευδώς, ότι όταν ήταν ηλικίας 3 έως 5 ετών, ασελγούσε επάνω του ο πατέρας του. Όμως, πρόσθεσε ο πρώην δικαστής, είναι αδύνατον το παιδί στην ηλικία των 8 ετών να ενθυμείται παραστάσεις της προνηπιακής ηλικίας των 3 έως 5 ετών.
Δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι, λόγω της αντιληπτικής ανικανότητας που αντιμετώπιζε το παιδί του, είχε ζητήσει να υπάρξει σχετική γνωμάτευση, κάτι όμως που δεν έγινε ποτέ δεκτό από την Ελληνική Δικαιοσύνη.
Όμως, ενώπιον των συμβούλων Επικρατείας υποστήριξε ότι υπάρχει ιατρική γνωμάτευση που αναφέρει ότι το παιδί του, όντως αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα.
Τόνισε ακόμη, ότι στην περίπτωσή του πλανήθηκαν τα Ποινικά δικαστήρια της πατρίδας του, κάτι που είχε ως συνέπεια να παραβιαστεί το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, που προστατεύεται και κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, αλλά και άλλες τις υπερνομοθετικές διατάξεις του Ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν στην απόφαση της Ολομέλειας ότι μετά την αμετάκλητη ποινική καταδίκη του σε κάθειρξη 6 ετών και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για 3 χρόνια, η «τυχόν παραμονή του στην υπηρεσία θα έθιγε σοβαρά το κύρος της Δικαιοσύνης και θα καθιστούσε αδύνατη την άσκηση των δικαστικών του καθηκόντων».
Κατόπιν αυτών το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι «ο Ε.Π. πρέπει να παυθεί οριστικώς».
Προηγουμένως οι δικαστές απέρριψαν το αίτημα του πρώην Πρωτοδίκη να ανασταλεί η διαδικασία ενώπιον του ΣτΕ, μέχρι να εκδοθεί απόφαση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στο οποίο έχει προσφύγει.
Ενώπιον του ΕΔΔΑ ο τέως Πρωτοδίκης υποστηρίζει ότι παραβιάστηκε «το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη», ενώ παράλληλα αμφισβητεί την κρίση των ελληνικών ποινικών δικαστών και ζητεί να εξεταστούν ως μάρτυρες τέσσερις συνάδελφοί του.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας απέρριψαν το αίτημα αναστολής της διαδικασίας με το επιχείρημα ότι το ΕΔΔΑ δεν έχει αρμοδιότητα και δεν μπορεί να ακυρώσει ή να αναιρέσει απόφαση των Ελληνικών δικαστηρίων.
Κατά συνέπεια, προσθέτει η Ολομέλεια, η όποια απόφαση του ΕΔΔΑ δεν επιδρά στο αμετάκλητο της ποινικής καταδίκης που του επιβλήθηκε από το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών.