Σε πρόσωπο των ημερών αναδεικνύεται ο Πολ Σίνγκερ ο άνθρωπος που θεωρείται ως ο κύριος υπεύθυνος για τη νέα χρεοκοπία της Αργεντινής, ενώ οι περισσότεροι τον χαρακτηρίζουν ως «γύπα» της κερδοσκοπίας.Η γερμανική εφημερίδα Die Welt, πάντως, αναφέρει ότι στο στόχαστρο του Πολ Σίνγκερ βρίσκονται και μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις, ανάμεσά τους η εταιρεία καλλυντικών Wellaο κατασκευαστής υπολογιστών Medion και η εταιρεία εμπορίου φαρμάκων Celesio, η εταιρία καλωδιακής τηλεόρασης και ίντερνετ Kabel Deutschland, η εταιρεία κατασκευής γερανών Demag, η ιδιωτική εταιρεία ευρέσεως εργασίας DIS, η εταιρεία παροχής υπηρεσιών στο τομέα της ενέργειας Techem.
Η σκληρή στρατηγική του Σίνγκερ
Στην περίπτωση της Wella τα αντισταθμιστικά κεφάλαια Elliott του Πολ Σίνγκερ αγόρασαν πρώτα μαζικά μετοχές της Wella και στη συνέχεια έθεσαν υπό τρομερή πίεση τον επίδοξο αγοραστή, την γνωστή Procter & Gamble, ώστε εκείνη αναγκάστηκε να αυξήσει γενναία την προσφορά εξαγοράς. Πανομοιότυπη στρατηγική ακολούθησε ο Πολ Σίνγκερ και με τις άλλες γερμανικές εταιρείες που βρίσκονταν λίγο πριν την εξαγορά ή την συγχώνευσή τους.
ΙΟταν ο αμερικανικός κολοσσός στο χώρο της υγείας ΜcKesson θέλησε να εξαγοράσει την γερμανική εταιρεία εμπορίου φαρμάκων Celesio, τη μεγαλύτερη στον τομέα στην Ευρώπη, τα αντισταθμιστικά κεφάλαια Elliott άσκησαν πιέσεις στην αμερικανική εταιρεία με αποτέλεσμα η τιμή εξαγοράς να αγγίξει το 1 δισεκατομμύριο ευρώ.
Ομως η συμφωνία κινδύνευσε με αποτυχία όταν η McKesson δεν μπορούσε να πάρει πράσινο φως από τους μετόχους της λόγω της υπερβολικής τιμής εξαγοράς. Παραλίγο η Elliott να έβγαινε χαμένη. Ήδη οι αντίπαλοί της είχαν αρχίσει να πανηγυρίζουν την αποτυχία του Πολ Σίνγκερ, η οποία διαφαινόταν στον ορίζοντα. Είχαν όμως υπολογίσει χωρίς... τον ξενοδόχο. Ο τετραπέρατος επενδυτής επινόησε ένα τρικ. Πούλησε με σημαντικό κέρδος το μερίδιο των μετοχών της γερμανικής Celesio στην επίσης γερμανική Haniel, η οποία το μεταπώλησε στην McKesson κλείνοντας την εξαγορά της Celesio. Για μια ακόμα φορά η Elliott βγήκε κερδισμένη!
Σημειώνουμε ότι από το 1977, εδώ και 37 χρόνια, τα αντισταθμιστικά κεφάλαια Elliott καταγράφουν κάθε χρόνο αυξήσεις στα κέρδη 14%, κατά μέσα όρο.