Κατάγονται από μια κωμόπολη 3 χιλιόμετρα από το πυρηνικό εργοστάσιο της Φουκουσίμα. Οι Τομισάουα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν εκεί την επιχείρησή τους παραγωγής σάκε, που είχε παράδοση 300 ετών.
Στα χαρτιά οι Τομισάουα μένουν ακόμη στη Φουτάμπα. Αλλά η κωμόπολη των 6.000 κατοίκων είναι πλέον ένα φάντασμα, αφού βρίσκεται μόλις 3 χιλιόμετρα από την Φουκουσίμα, όπου το 2011 η μονάδα παραγωγής ενέργειας , μετά το μεγάλο σεισμό και το τσουνάμι που τον ακολούθησε, σημειώθηκαν εκρήξεις σε αντιδραστήρες του σταθμού και καταγράφηκε διαρροή μεγάλης ποσότητας ραδιενέργειας στο περιβάλλον.
Οι Τομισάουα τα έχασαν όλα στην τριπλή καταστροφή του 2011. Το σπίτι, το χωράφι, τη δουλειά τους. Βρήκαν καταφύγιο σε συγγενείς στην πόλη Ιουάκι, όπου έμεναν κυρίως εργάτες του πυρηνικού εργαστασίου. Προσπάθησαν να βρουν κάποια δουλειά αλλά υπήρχαν μόνο ερείπια. Ετσι, αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στο Σιάτλ και να παράξουν εκεί το ποτό σάκε που ξέρουν τόσο καλά να κάνουν.
Η εφημερίδα Liberation τους ακολούθησε σε ένα ταξίδι επιστροφής στο χωριό τους. Ηθελαν να επιστρέψουν για να ξαναδούν το σπίτι και τη βιοτεχνία τους και να κλειδώσουν τις πόρτες πριν ξαναγυρίσουν στην ξενιτιά που αποτελεί γι'αυτούς η Αμερική.
Ο Γκοτζίλα πέρασε πάνω μας
Στο αυτοκίνητο η μικρότερη κόρη Μαρί δύσκολα μπορεί να προφέρει μερικές λέξεις στα αγγλικά. Θυμάται πολύ καλά την ημέρα που η ζωή τους άλλαξε για πάντα. «Γυρνούσα από την τράπεζα και το αυτοκίνητό μου ξαφνικά άρχισε να χορεύει πάνω-κάτω και στη συνέχεια οριζόντια. Πίστεψα ότι θα πεθάνω. Θα έλεγε κανείς ότι ο γορίλας Γκοτζίλα πέρασε από κει».
Η επιχείρηση πριν την πυρηνική καταστροφή
Στο σπίτι, ο πατέρας της Σιουχέι κρατούσε ακόμη τα μπουκάλια του σάκε για να μη σπάσουν. Ωστόσο όλοι είναι ζωντανοί και κανένας δεν θέλει να φύγει. «Οταν το εργοστάσιο εξερράγη ο γάτος νιαούριζε σπαρακτικά και μπήκα στο σπίτι να δω τι συμβαίνει. Χάρη σε αυτόν, δεν με χτύπησε η ραδιενέργεια, αφηγείται ο πατέρας.
Το ίδιο βράδυ, στρατιώτες τους διώχνουν από τα σπίτια. Τους είπαν ότι θα σφραγίσουν το χωριό και ότι το τελευταίο λεωφορείο περνούσε σε μισή ώρα. Πρόλαβα μόνο να πάρω πάμπερς για τους παπούδες και μερικές κουβέρτες».
Αλλά η βιοτεχνία σάκε έμεινε πίσω. Ο πατέρας ήταν η 17η γενιά που ακολουθούσε την παράδοση. «Ο πατέρας μου κατέρρευσε. Για εκείνον το σάκε ήταν η κόρη του, τα παιδιά του, κάτι πολυτιμότερο από την ίδια την οικογένεια» λέει η κόρη του Μαρί.
Η επιχείρηση σήμερα στην πόλη φάντασμα
Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να ανοίξουν την επιχείρηση αλλού, η Μαρί δέχεται να μετακομίσει για πρώτη φορά στη ζωή της στις ΗΠΑ, τον Οκτώβριο του 2012. Ανακαλύπτει το Σικάγο, το Σαν Φρατζίσκο αλλά η πόλη του Σιάτλ τραβάει την προσοχή της. «Πήγαινα για πρώτη φορά αλλά ένιωσα σαν να είμαι στο σπίτι μου. Είδα φύλλα να πέφτουν από τα δένδρα, όπως στο Σεντάι, είδα σολωμούς να ανεβαίνουν το ποτάμι, όπως στη Φουτάμπα!».
Ο Τόμιο Μοριγκούσι, γιός μεταναστών, τους υπόσχεται βοήθεια και την πείθει. Γιατί να μην κατασκευάζουν σάκε σε αυτή τη μεγάλη αμερικανική πόλη;
Πείθει και την οικογένειά της να μεταναστεύσουν. Ο πατέρας αναζητά στο Σιάτλ ένα μέρος άξιο για να κατασκευάσει το σάκε Shirafuji. «Η θερμοκρασία του νερού στο Σιάτλ είναι τέλεια για να γίνει το σάκε και γρήγορα καταλάβαμε ότι θα παίρναμε άδεια». Το αμερικανικό όνειρο, αυτό που λέει ότι όλα είναι δυνατά για όποιον δεν έχει τίποτα, συνεπαίρνει τους Τομισάουα.
Από τότε όλοι τρέχουν ανάμεσα σε μαθήματα αγγλικών, γραφειοκρατία, κιβώτια και aller-retour μεταξύ Ασίας και Αμερικής. Μια οργάνωση βοήθειας των θυμάτων της Φουκουσίμα τους συντρέχει για να στήσουν την επιχείρηση και να βγάλουν βίζα.
Aναμνήσεις από το παρελθόν