Της Τάνιας Μπιζούμη
Ο μέσος Λονδρέζος χάνει μία ώρα και ένα τέταρτο κάθε μέρα για να μετακινηθεί από το σπίτι στη δουλειά του, με κόστος 5.000 λίρες το χρόνο. Αντί να φιλοξενούν κυρίως οικογένειες, τα προάστια του Λονδίνου είναι πλέον η μοναδική προσιτή επιλογή για νέους επαγγελματίες και απόφοιτους. Η δραματική αύξηση στις τιμές των ακινήτων σε κεντρικές περιοχές της πόλης έχει αφήσει στα περιθώρια ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, το οποίο πλέον δεν έχει καμία βλέψη ή πιθανότητα να αποκτήσει ή να νοικιάσει κατοικία, ειδικά στις 2 κεντρικές ζώνες της πόλης. Η αγορά πρώτης κατοικίας είναι ένα απαρχαιωμένο όνειρο για τους νέους, με εξωφρενικές τιμές να δημιουργούν μια φούσκα τόσο στο κέντρο του Λονδίνου αλλά και σε κομβικά προάστια που διευκολύνουν τις καθημερινές μετακινήσεις. Η μέση τιμή ενός σπιτιού στο Λονδίνο έχει ανέβει κατά 18% μέσα στους τελευταίους 12 μήνες, καθρεφτίζοντας εκθετικά την τάση της τελευταίας δεκαετίας - ανάπτυξη, αύξηση και αλλαγή.
Πολλοί στρέφουν το βλέμμα τους στους ξένους επενδυτές, η παρουσία των οποίων έχει σε μεγάλο σημείο βοηθήσει την πόλη να αναπτυχθεί ως σύγχρονη μητρόπολη και παγκόσμιο οικονομικό κέντρο, άλλα παράλληλα έχει καταστήσει ικανή τη διαστρέβλωση της αγοράς ακινήτων.
Η ραγδαία αύξηση των τιμών ακινήτων στο κέντρο μίας σύγχρονης πόλης είναι γνώρισμα μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας της οποίας η ανάπτυξη έχει στηριχθεί στους ώμους ξένων επενδυτών. Η παρουσία ιδανικών συνθηκών για ανάπτυξη, ελκύει και καλωσορίζει τους πιθανούς επενδυτές, που με τη σειρά τους ψάχνουν να πολλαπλασιάσουν τον πλούτο τους και να εξαπλώσουν το κεφάλαιο και τις επενδύσεις τους. Η πόλη του Λονδίνου, ως κομβικό σημείο και οικονομικό κέντρο έδωσε γόνιμο έδαφος, πρόσβαση και φορολογικά κίνητρα σε ανθρώπους με οικονομικά μέσα να επενδύσουν στην αγορά ακινήτων, χωρίς μια ενημερωμένη και οργανωμένη βλέψη στις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας εισροής.
Οι πιο νεοφιλελεύθεροι ανάμεσά μας μπορεί να μη βλέπουν κάτι λάθος σε αυτή την τροπή των γεγονότων. Άλλωστε, αν θεωρούμε ότι η ανάπτυξη είναι πάντα θετική, και υποθέτουμε ότι μέσα στο σύστημα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού τα μέσα, ο πλούτος και το κεφάλαιο καθορίζουν τον τρόπο ζωής κάποιου, δεν είναι κατακριτέο το κέντρο μία πόλης να είναι αποκλειστικά φυλαγμένο για ένα πολύ μικρό και υπερβολικά πλούσιο κομμάτι του πληθυσμού. Το πρόβλημα όμως βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτό δεν είναι ένα απομονωμένο συμβάν αλλά αντιθέτως κατρακυλά μέσα σε οικονομικά και κοινωνικά στρώματα αλλάζοντας εντελώς τόσο τον τρόπο ζωής αλλά και το χαρακτήρα ενός τόπου.
Μελέτες έχουν δείξει ότι το 2013 το 80% των πολυτελών κατοικιών στο Λονδίνο αγοράστηκαν με ξένα χρήματα, και το 61% των νέων κατασκευών αγοράστηκαν από επενδυτές. Τα περισσότερα από αυτά τα ακίνητα μένουν άδεια για το μεγαλύτερο ποσοστό του χρόνου, είτε ενοικιάζονται, δημιουργώντας γειτονιές -φαντάσματα. Οι οικογένειες που πλέον δεν μπορούν να υποστηρίξουν οικονομικά τη διαμονή στις περισσότερες περιοχές του κέντρου, δίνουν τη θέση τους σε προσωρινούς κατοίκους που δεν έχουν λόγο και χρόνο να δημιουργήσουν κοινότητες και να υποστηρίξουν κοινωνικά δίκτυα.
Από την άλλη, για του νέους απόφοιτους και επαγγελματίες, το υψηλό κόστος ζωής είναι ένα ακόμα εμπόδιο, σε συνδυασμό με μια πολύ ανταγωνιστική αγορά εργασίας και μισθούς που δεν αντιστοιχούν στις απαιτήσεις της καθημερινότητας στο Λονδίνο. Πόλεις όπως το Βερολίνο, το οποίο παρότι κομβικό και αναπτυσσόμενο είναι πιο προσβάσιμο, είναι πιο ελκυστικές επιλογές για κάποιον που μόλις ξεκινά την καριέρα του, αφού εξασφαλίζουν καλύτερη ποιότητα ζωής και περισσότερη οικονομική ασφάλεια. "Το Λονδίνο είναι για φοιτητές ή για ολιγάρχες", μου είπε ένας φίλος τις προάλλες μετά από δυό-τρεις μπύρες. "Οποιοσδήποτε βρίσκεται στη μέση απλά τρέχει για να καλύψει το βασικό κόστος".
Καλώς η κακώς, οι νέες ιδέες, η πρωτοπορία και η πραγματική δημιουργία έρχονται από ανθρώπους με διαφορετικές οπτικές γωνιές οι οποίες εξελίσσονται όταν έρχονται σε επαφή με έντονα ερεθίσματα, σε περιβάλλοντα γεμάτα αντιθέσεις και ιδιαιτερότητες. Όταν όλα γίνονται αποστειρωμένα και ομογενοποιημένα, και οι οικονομικές πιέσεις περιορίζουν τους νέους, οι πόλεις παίρνουν τις τελευταίες απεγνωσμένες ανάσες τους και η καινοτομία ξεκινά να γίνεται κομμάτι του παρελθόντος.
Τα συστήματα που βρίσκονται εν δράση, είναι δημιουργημένα για να επωφελών κυρίως τους εκατομμυριούχους που παρκάρουν τον πλούτο τους στην πόλη του Λονδίνου, και τον οικονομικό τομέα. Οι δημιουργικές βιομηχανίες και η τέχνη παλεύουν να κρατήσουν μια θέση στην πλουτοκρατική κοινωνία της πόλης, που αναγκάζει την δημιουργική τάξη να απομακρύνεται όλο και περισσότερο, σε μια προσπάθεια να καλύψει το κόστος.
Παράλληλα, η μεγαλοαστικοποίηση των περιοχών αφαιρεί κεντρικά στοιχεία που μέχρι πρότινος όριζαν την ταυτότητα και το χαρακτήρα τους, με θρυλικά μπαρ, ντόπιες αγορές και κατοίκους- σύμβολα να αντικαθιστώνται από εστιατόρια αλυσίδες και υποκαταστήματα πολυεθνικών μαγαζιών.
Μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία, η γοητεία του Λονδίνου ως μία πόλη γεμάτη αντιθέσεις, εκπλήξεις και έμπνευση ξεκινά να ξεθωριάζει και να φέρνει στο νου κάτι επιτηδευμένο, και κατασκευασμένο πάνω σε μια όμοια αισθητική - αυτή του πλούσιου, προβλέψιμου τουρίστα. Σε κοινωνικό επίπεδο, τονίζει τις ανισότητες που τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις δεν έχουν καταφέρει να γεφυρώσουν, αλλά και τη γενικότερη ανασφάλεια που πλέον χαρακτηρίζει τις νεότερες γενιές.
Σε μία τόσο πολυπολιτισμική πόλη, οπού η ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα των γειτονιών της και των κατοίκων της ταΐζει τη δημιουργική ανάπτυξη και την πρωτοπορία, οι απρόσιτες τιμές και το υψηλό κόστος ζωής απειλούν κοινότητες και σε αργό αλλά σταθερό ρυθμό ομογενοποιούν το κέντρο κάνοντας το στην ουσία ένα αποστειρωμένο λούνα παρκ για τους πλούσιους της παγκόσμιας σκηνής.