Μια ξενάγηση στο χώρο του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης και Ιστορίας Πηλίου, που βρίσκεται στη Μακρινίτσα, υπόσχεται να συναρπάσει και τον πιο απαιτητικό επισκέπτη.
Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Ιστορίας Πηλίου στεγάζεται στο Αρχοντικό Τοπάλη, που βρίσκεται στον κεντρικό τομέα της Μακρινίτσας, λίγο κάτω από την κεντρική πλατεία και πλάι στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης.
Το αρχοντικό αυτό δωρίθηκε από τους τελευταίους απογόνους της οικογένειας Τοπάλη στην κοινότητα το 1932, προκειμένου να στεγαστεί σ' αυτό ο ιστορικός και λαογραφικός πλούτος τόσο του χωριού όσο και της ευρύτερης περιοχής του Πηλίου.
Αρχικά, σύμφωνα με στοιχεία του Δημήτρη Παλιούρα, προϊσταμένου στην 5η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων, στεγάστηκαν στο Αρχοντικό τα γραφεία της κοινότητας του χωριού, ενώ στη δεκαετία του '60 ο Προοδευτικός Σύλλογος Μακρινίτσας, με επικεφαλής τον τότε πρόεδρο Σπύρο Κουικούμη εγκατέστησε σχολή υφαντικής και παράλληλα ξεκίνησε τη συγκέντρωση ιστορικού και λαογραφικού υλικού για τη δημιουργία του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης και Ιστορίας Πηλίου.
Με τη δικτατορία του 1967, οι παραπάνω δραστηριότητες διακόπηκαν, το κτίριο εγκαταλείφθηκε, ενώ τα πλέον αξιόλογα εκθέματά του λεηλατήθηκαν.
Το 1975, σε μια απογραφή υλικού, που έγινε με ευθύνη του Κίτσου Μακρή, το πρακτικό της οποίας υπάρχει στο αρχείο του Μουσείου, καταγράφηκαν 311 αντικείμενα, τα οποία στη συνέχεια παραλήφθηκαν από την 5η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων (Ε.Ν.Μ.), συντηρήθηκαν και αποτέλεσαν το αρχικό εκθεσιακό υλικό του μουσείου.
To 1985, το αρχοντικό χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το υπουργείο Πολιτισμού και το 1987 ολοκληρώθηκε και εγκρίθηκε η μελέτη επισκευής και αποκατάστασής του.
Στη συνέχεια, το 1988, άρχισαν με αυτεπιστασία, από την 5η Ε.Ν.Μ. οι εργασίες επισκευής, οι οποίες, με μια διακοπή περίπου δυόμισι ετών, ολοκληρώθηκαν το 1994, οπότε και δόθηκε σε λειτουργία.
Πρόκειται, αναφέρει ο κ. Παλιούρας, για τριώροφο αρχοντικό παραδοσιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής, με έντονα φρουριακό χαρακτήρα, το οποίο κτίστηκε το 1844, σύμφωνα με τη χρονολογία που είναι χαραγμένη στο λιθανάγλυφο υπέρθυρο της εισόδου.
Είναι λιθόκτιστο στο μεγαλύτερο μέρος του, εκτός από την πρόσοψη του τελευταίου ορόφου, που είναι κατασκευασμένη από ελαφριά κατασκευή και η οποία προεξέχει ελαφρά έξω από το λίθινο περίγραμμα του κτιρίου, δημιουργώντας τα γνωστά σαχνισιά της παραδοσιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής.
Η κάτοψή του είναι σχήματος«Γ» και στο ισόγειο περιλαμβάνει τη σάλα με το κλιμακοστάσιο, ένα χειμωνιάτικο δωμάτιο, το υπερυψωμένο ζυμωτήρι και δύο κελάρια στο πίσω μέρος του σπιτιού.
Η ίδια περίπου διάταξη των χώρων επαναλαμβάνεται και στους παραπάνω ορόφους, με διαφοροποιημένες όμως τις χρήσεις τους. Έτσι, το μεσοπάτωμα ήταν αφιερωμένο στη χειμερινή διαμονή της οικογένειας και ο όροφος στην καλοκαιρινή και στους χώρους υποδοχής.
Η οργάνωση της έκθεσης του μουσείου έγινε αμέσως μετά την ολοκλήρωση των οικοδομικών εργασιών, αφού προηγουμένως το εκθεσιακό υλικό συντηρήθηκε από ειδικούς, ώστε να είναι εκθέσιμο.
Βασικός στόχος ήταν, με την έκθεση του υλικού, το αρχοντικό να μην χάσει τον αρχικό ζεστό χαρακτήρα του σπιτιού. Έτσι, όλοι οι χώροι που είχαν ένα ιδιαίτερο ύφος, όπως ο καλός οντάς, η κουζίνα, το χειμωνιάτικο κ.λπ., έγινε προσπάθεια να αποκτήσουν όσο το δυνατόν την αρχική τους μορφή, ενώ στους υπόλοιπους χώρους να αναπτυχθούν οι συλλογές κατά θεματικές ενότητες.
Μ' αυτή τη λογική, συμπληρώνει ο κ. Παλιούρας, αποφασίστηκε η σάλα του ισογείου να αφιερωθεί στη ζωγραφική διακόσμηση των αρχοντικών του Πηλίου. Η λαϊκή ζωγραφική στα αρχοντικά αφορά λίγες τοιχογραφίες στις προσόψεις τους, κυρίως στη ζώνη μεταξύ της στέγης και των παραθύρων και αρκετά πλουσιότερο διάκοσμο στους εσωτερικούς χώρους του τελευταίου ορόφου και κυρίως στους χώρους υποδοχής.
Η διακόσμηση των εξωτερικών όψεων έχει κυρίως αποτροπαϊκό και φυλακτικό χαρακτήρα, ενώ δεν λείπουν και άλλες παραστάσεις, όπως η τοιχογραφία με το ατμόπλοιο, που παρουσιάζεται στην έκθεση και προέρχεται από το σπίτι της εκκλησάρισσας, το οποίο βρίσκεται στην πλατεία της Χορεύτρας, στη συνοικία Κουκουράβα της Μακρινίτσας.
Τη ζωγραφική διακόσμηση των προσόψεων των αρχοντικών συμπληρώνουν τα ζωγραφιστό ψευτοπαράθυρα, τα οποία ήταν τοποθετημένα πάνω από τα παράθυρα του τελευταίου ορόφου και δημιουργούσαν ένα είδος ζωφόρου. Τα δείγματα των ψευτοπαραθύρών, που παρουσιάζονται στην έκθεση, προέρχονται από το Αρχοντικό Βλαχλή στη Μακρινίτσα και του Αλεξόπουλου στη Βυζίτσα.
Η εσωτερική διακόσμηση των αρχοντικών, συνεχίζει ο προϊστάμενος της 5ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων, εντοπίζεται στους χώρους υποδοχής του τελευταίου ορόφου, δηλαδή στο δοξάτο και τον καλό οντά.
Στην έκθεση παρουσιάζονται έξι τοιχογραφίες, που προέρχονται από τη μεσαία ζώνη του καλού οντά του Αρχοντικού Τριαντάφυλλου στη Δράκεια, οι οποίες απεικονίζουν ψευτοορθομαρμαρώσεις και διάφορα πετάσματα, με φυτικές διακοσμήσεις στο βάθος τους, τα οποία χρονολογούνται στο τέλος του 18ου αιώνα, ενώ το κύριο ζωγραφικό θέμα του αρχοντικού αυτού, που απεικόνιζε την Κωνσταντινούπολη, αποτοιχίστηκε παλιότερα και απομακρύνθηκε από την περιοχή.
Ο δε ζωγραφικός διάκοσμος των αρχοντικών συμπληρωνόταν από τις φυτικές διακοσμήσεις των ξύλινων μπακλαβαδωτών οροφών των καλών οντάδων. Στην έκθεση παρουσιάζεται τμήμα ζωγραφιστού ταβανιού, το οποίο προέρχεται από αρχοντικό της Μακρινίτσας που έχει κατεδαφιστεί.
Δεξιά της σάλας υπάρχει το χειμωνιάτικο δωμάτιο, το οποίο χρησιμοποιείται σήμερα ως αποθηκευτικός χώρος, το υπερυψωμένο ζυμωτήρι που χρησιμοποιείται ως γραφείο-φυλάκιο, ενώ τα δύο κελάρια στο πίσω μέρος του σπιτιού διαμορφώθηκαν σε αίθουσες περιοδικών εκθέσεων.
Στη σάλα του μεσοπατώματος εκτέθηκε φωτογραφικό υλικό των αρχών του αιώνα μας, πίνακες ζωγραφικής- κυρίως του μεσοπόλεμου- ενώ στο χώρο μπροστά από το αποχωρητήριο εκτέθηκαν παλιοί καθρέπτες, "καλημέρες" κ.ά.
Το χειμωνιάτικο δωμάτιο διατήρησε τον αρχικό του χαρακτήρα με τα σταθερά μιντέρια στρωμένα με μάλλινα μακρινιτσιώτικα κιλίμια, τη θηκιαστή, δύο πίνακες του λαϊκού ζωγράφου Δ. Μιχαηλίδη από τα Κανάκια και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα
Στην κουζίνα παρουσιάζονται όλα τα χάλκινα, τα ξύλινα και τα κεραμικά σκεύη, η σαρακατσάνικη ξυλόγλυπτη κασέλα για το ψωμί και όλος ο συναφής μ' αυτόν τον χώρο εξοπλισμός.
Στον πλαϊνό από την κουζίνα χώρο τοποθετήθηκαν διάφορα ξυλόγλυπτα ντουλάπια, χάλκινα καζάνια και ρακοκάζανα για την απόσταξη του τσίπουρου, μια δραστηριότητα που διατηρείται ακόμη έντονη στην περιοχή, ενώ στο γωνιακό δωμάτιο έγινε αναπαράσταση αστικής κρεβατοκάμαρας των αρχών του αιώνα μας.
Ακολουθεί ο τελευταίος όροφος, που είναι και ο πιο εντυπωσιακός του σπιτιού. Στη σάλα του ορόφου αυτού εκτίθεται μια σειρά κεραμικών πιάτων του τέλους του περασμένου και των αρχών του αιώνα μας, πίνακες ζωγραφικής, φωτογραφικό υλικό κ.ά.
Το πρώτο δωμάτιο αριστερά αφιερώθηκε στην εκκλησιαστική τέχνη, όπου εκτίθεται μια σειρά χαλκογραφιών του 18ου και 19ου αιώνα, εικόνες μεταβυζαντινής κυρίως τέχνης, ενώ στις δύο βιτρίνες, που καταλαμβάνουν ολόκληρη τη βόρεια πλευρά του δωματίου αυτού, τοποθετήθηκαν διάφορα μικροαντικείμενα, όπως ασημένια φυλακτά, εικονίδια, ξυλόγλυπτα και μια σειρά εκκλησιαστικών βιβλίων, που χρονολογούνται από τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα.
Ακολουθεί το δωμάτιο με τις παραδοσιακές φορεσιές του Πηλίου, ανάλογο φωτογραφικό υλικό, παραδοσιακά μουσικά όργανα της περιοχής και διάφορα άλλα, ασημένια κυρίως, αντικείμενα, τοποθετημένα στην κεντρική βιτρίνα του χώρου αυτού.
Στο επόμενο δωμάτιο παρουσιάζονται όλα τα ιστορικά κειμήλια της κοινότητας, όπως το λάβαρο της Επανάστασης του 1878, ο οπλισμός της ίδιας περιόδου και οι φωτογραφίες της Μακρινιτσιώτισσας οπλαρχηγού Μαργαρίτας Μπασδέκη και του Κάρολου Ογλ (σ.σ. Άγγλος δημοσιογράφος των Times του Λονδίνου), που πήραν μέρος στην ίδια μάχη.
Επίσης, ο πίνακας με τους πεσόντες το 1912-1913 και ο οπλισμός της περιόδου αυτής, ο πίνακας του μακεδονομάχου Γαντζόπουλου και διάφορες φωτογραφίες των ευεργετών της Μακρινίτσας. Στον ίδιο χώρο εκτίθενται τα οθωμανικά φιρμάνια, με τα οποία η Υψηλή Πύλη έδωσε τα προνόμια στην αυτοδιοικούμενη τότε Μακρινίτσα και δύο πήλινες προτομές των αρχών του αιώνα (του Αθανασίου Διάκου και του Ρήγα Φεραίου), οι οποίες προέρχονται, από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου.
Στη συνέχεια, βρίσκεται ο χώρος με όλο τον εξοπλισμό της κλωστικής και υφαντικής τέχνης, η οποία εξακολουθεί να είναι ζωντανή ακόμη έως σήμερα στην περιοχή και ο καλός οντάς με τα μιντέρια του, στρωμένα με αυθεντικά πηλιορείτικα κιλίμια, διάφορα χειροτεχνήματα στους τοίχους, η φωτογραφία του Δ. Τοπάλη, το πορτραίτα του ζεύγους Βακάτου και το πορτραίτο της αρχόντισσας του σπιτιού Αριστέας Τοπάλη το γένος Κοκωσλή από τα Λεχώνια, έργο του ζωγράφου Στέφανου Στουρνάρα.