Ύποπτοι για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος θα θεωρούνται από εδώ και στο εξής όσοι έχουν οφειλές προς το Δημόσιο άνω των 10.000 ευρώ και έχουν ταυτόχρονα στο ενεργητικό τους παραβάσεις φοροδιαφυγής πάνω από 40.000 ευρώ, σύμφωνα με εγκύκλιο προς τις εφορίες και τα ελεγκτικά κέντρα του Υπουργείου Οικονομικών.
Έτσι, αν οι εφορίες και τα ελεγκτικά κέντρα διαπιστώνουν τέτοιου είδους αδικήματα, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Ημερησία», οφείλουν να αποστέλλουν σχετικές αναφορές στην Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, ώστε να φτάσει η έρευνα μέχρι το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών των οφειλετών και τον έλεγχο του πόθεν έσχες τους.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών, την οποία επικαλείται η εφημερίδα, από την 1η Ιανουαρίου 2014 ως «βασικό αδίκημα» που μπορεί να συνδεθεί με πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θεωρείται πλέον και το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, εφόσον το μη καταβληθέν ποσό υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ και υπό την προϋπόθεση ότι έχουν διαπραχθεί ταυτόχρονα και αδικήματα μεγάλης φοροδιαφυγής συνολικού ύψους τουλάχιστον 40.000 ευρώ.
Έτσι στο στόχαστρο των φοροελεγκτών για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος βρίσκονται όσοι έχουν διαπράξει τα εξής αδικήματα:
1. Της φοροδιαφυγής, δηλαδή:
- Μη υποβολή δήλωσης ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 15.000 ευρώ, καθώς και η αποφυγή πληρωμής φόρου πλοίων.
- Μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση ΦΠΑ, παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίστηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ σε ετήσια βάση.
- Έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ευρώ, καθώς και μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση στοιχείων.
2. Της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ, με την εξαίρεση της μη καταβολής χρεών που προκύπτουν από χρηματικές ποινές ή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια ή από διοικητικές αρχές.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο:
- Οι ΔΟΥ και τα ελεγκτικά κέντρα, όταν διαπιστώνουν περιπτώσεις παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, καθώς και των λοιπών αδικημάτων αρμοδιότητάς τους που υπάγονται στα βασικά αδικήματα, υποβάλλουν σχετικές αναφορές στην Αρχή για το «ξέπλυμα μαύρου χρήματος», εφόσον το ποσό των παραβάσεων υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη ληξιπρόθεσμου χρέους από 10.001 έως 50.000 ευρώ, που έχει καθυστερήσει να εξοφληθεί για πάνω από 4 μήνες δεν αρκεί από μόνη της ως «παράβαση» να οδηγήσει τις φορολογικές αρχές στην υποβολή αναφοράς σε βάρος του οφειλέτη. Για να υποβληθεί αναφορά, θα πρέπει ο οφειλέτης να βαρύνεται και με ένα ή περισσότερα από τα παραπάνω αναφερθέντα αδικήματα φοροδιαφυγής και το συνολικό ποσό των παραβάσεών του να υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ.
- Αναφορές δεν αποστέλλονται στην περίπτωση που ο υπόχρεος καταβάλλει τον φόρο που του καταλογίστηκε στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των 30 ημερών.
- Εφόσον ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή, δεν αποστέλλεται αναφορά στην Αρχή σε περίπτωση αποδοχής από τον υπόχρεο της απόφασης ή της σιωπηρής απόρριψης της προσφυγής από την ανωτέρω Διεύθυνση. Αντίθετα, αποστέλλεται αναφορά σε περίπτωση μη αποδοχής από τον υπόχρεο της απόφασης της ανωτέρω Διεύθυνσης (δηλαδή σε περίπτωση μη καταβολής καταλογισθέντων ποσών ή προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια).
Οι ελεγκτικές αρχές δεν θα αποστέλλουν αναφορά στις περιπτώσεις όπου από τον έλεγχο προκύπτουν διαφορές φόρου εισοδήματος που οφείλονται σε συνήθεις λογιστικές διαφορές, όπως επίσης και στις περιπτώσεις εξωλογιστικού προσδιορισμού των αποτελεσμάτων, όπου οι διαφορές φόρων δεν συνδέονται με αποδεδειγμένη πραγματική απόκρυψη. Αντίθετα, διαβιβάζονται αναφορές στις περιπτώσεις εξωλογιστικού προσδιορισμού λόγω μη επίδειξης βιβλίων και στοιχείων στον έλεγχο ή μη τήρησης αυτών.
Σε περιπτώσεις εφαρμογής των εμμέσων τεχνικών ελέγχου για τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, θα αποστέλλεται αναφορά στις περιπτώσεις πραγματικής απόκρυψης εισοδήματος που διαπιστώνεται κατά την ελεγκτική διαδικασία, εφόσον το ποσό του αναλογούντος φόρου υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ.