Ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ και στενός συνεργάτης του Γιώργου Παπανδρέου, Παύλος Γερουλάνος, συνεχίζει να αρθρογραφεί για το ΠΑΣΟΚ και την κεντροαριστερά. Αυτή τη φορά εξηγεί γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων δεν θέλει το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και ασκεί κριτική στον Ευάγγελο Βενιζέλο.
Σε άρθρο του με τίτλο «Σοσιαλισμός και Εξουσία» στην προσωπική του ιστοσελίδα, ο Παύλος Γερουλάνος επιτίθεται στον Ευάγγελο Βενιζέλο λέγοντας ότι θα περίμενε κανείς από ένα κόμμα που πήγε από το 42% στο 8% να αναρωτηθεί γιατί δεν τον θέλει ο λαός στην εξουσία και όχι τι πρέπει να κάνει για να μείνει εκεί. Ο κ. Γερουλάνος κάνει μία αναδρομή στην πορεία του ΠΑΣΟΚ από το 1981 ως σήμερα και υποστηρίζει πως το θέμα δεν είναι πόσους υπουργούς θα έχει το ΠΑΣΟΚ σε μία κυβέρνηση συνεργασίας ή με ποιο κόμμα θα συνεργαστεί μετεκλογικά προκειμένου να παραμείνει πάση θυσία στην εξουσία αλλά να αναρωτηθεί ποιες αλλαγές δεν έκανε στο κράτος και το κόμμα ώστε οι Ελληνες να του γυρίσουν την πλάτη.
Αρχίζει μάλιστα το άρθρο του λέγοντας ότι το ΠΑΣΟΚ συζητάει σήμερα τα εξής πέντε θέματα:
- «Θα στηρίξουμε κάποιο κόμμα να κυβερνήσει;»,
- «Αν στηρίξουμε κάποιο κόμμα, θα είναι δεξιό ή αριστερό;»
- «Στην κυβέρνηση που θα στηρίξουμε θα συμμετάσχουμε με 'δικούς μας' υπουργούς;»
- «Μήπως πρέπει να αλλάξουμε αρχηγό και να συνεργαστούμε με άλλο κόμμα;», και
- «Μήπως πρέπει να αλλάξουμε σύμβολα διότι με αυτά που έχουμε κανένας δεν θέλει να συνεργαστεί μαζί μας;»
Σύμφωνα με τον Παύλο Γερουλάνο η συζήτηση θα πρέπει να στραφεί σε συγκεκριμένη κατεύθυνση:
«Θα περίμενε κανείς ότι ένα κόμμα που πήγε από το 42% στο 8% θα αναρωτιόταν γιατί δεν μας θέλει ο λαός στην εξουσία και όχι τι πρέπει να κάνουμε για να μείνουμε εκεί.
Το 1981, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα είχε όραμα να μετατρέψει την Ελλάδα σε μια σύγχρονη σοσιαλιστική κοινωνία. Το 2014, η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων έχει πεισθεί ότι το εγχείρημα απέτυχε. Τι πήγε λάθος;
Στα χαρτιά, ο απολογισμός του ΠΑΣΟΚ είναι θετικός. Αύξησε το βιοτικό επίπεδο και ισχυροποίησε τη μεσαία τάξη, εδραίωσε κοινωνικά προγράμματα με σκοπό να δώσει σε κάθε Έλληνα ίσες δυνατότητες (ΕΣΥ, παιδεία, συντάξεις σε όσους δεν είχαν), από προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στήριξε αγρότες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, υποστήριξε συλλογικές δομές έκφρασης όπως ο συνδικαλισμός και οι συνεταιρισμοί, πέρασε αρμοδιότητες στην τοπική αυτοδιοίκηση, κατάργησε ανισότητες μεταξύ φύλων και κοινωνικών ομάδων (νομικά τουλάχιστον) και έβαλε τέλος σε διαχωρισμούς που κατέτασσαν κάποιους Έλληνες ως «μιάσματα».
Σήμερα όμως, ο Έλληνας πολίτης αισθάνεται ότι ζει σε ένα κράτος που τον έχει απομονώσει και εγκαταλείψει κοινωνικά, αδικήσει και εξαθλιώσει οικονομικά. Απέτυχαν οι σοσιαλιστικές ιδέες του ΠΑΣΟΚ ή ο τρόπος που προσπαθήσαμε να τις υλοποιήσουμε; Τι δεν άλλαξε από την εποχή της «Αλλαγής»
Το 1981 το ΠΑΣΟΚ παρέλαβε ένα κράτος «κλειστό». Η εξουσία ήταν προνόμιο λίγων που συγκέντρωναν το μεγάλο μερίδιο των δικαιωμάτων και των ευθυνών που απορρέουν από αυτή. Γύρω από την κυβέρνηση, και συνήθως με τις ευλογίες της, λειτουργούσαν παράκεντρα εξουσίας που με τη σειρά τους επιμέριζαν την εξουσία που εκείνη τους είχε δώσει και μπορούσε να τους πάρει. Η αξία του πολίτη, και κατ' επέκταση η συμμετοχή του στα κοινά, εξαρτιόταν από την πρόσβασή του στην εξουσία. Η Ελληνική κοινωνία ήταν κατακερματισμένη με πολίτες διαφορετικών κατηγοριών
Ως σοσιαλιστικό κόμμα το ΠΑΣΟΚ υποσχέθηκε ένα κράτος «ανοιχτό», όπου κάθε εξουσία, συμπεριλαμβανομένης και της δικής του, θα απέρρεε από το λαό και θα λογοδοτούσε σε αυτόν. Για το ΠΑΣΟΚ, την κυβέρνηση που θα σχημάτιζε και το κράτος που θα δημιουργούσε, κάθε πολίτης θα είχε ίση αξία, ίσα δικαιώματα και ίσες υποχρεώσεις. Η κυβέρνηση και το κράτος θα εργαζόντουσαν για να προσφέρουν ίσες δυνατότητες σε κάθε Έλληνα, δηλαδή ίση πρόσβαση στις υπηρεσίες του κράτους και ίσες ευκαιρίες να δημιουργήσει. Σε μια τέτοια κοινωνία, ο πολίτης θα συμμετείχε ενεργά στο σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός οράματος που θα εξασφάλιζε πρόοδο και ευημερία χωρίς εξαιρέσεις.
Το όραμα του ΠΑΣΟΚ το 1981 ήταν ριζοσπαστικό και ενέπνευσε τις εκλογικές μας νίκες για δεκαετίες. «Ο λαός στην εξουσία» του Ανδρέα Παπανδρέου, «Ο εκσυγχρονισμός» του Κώστα Σημίτη και «Το επιτελικό κράτος» του Γιώργου Παπανδρέου περιγράφουν την ίδια υπόσχεση για ένα κράτος που σχεδιάζει και υλοποιεί με τη συμμετοχή του πολίτη και λογοδοτεί σε αυτόν
Όμως, η λειτουργία του κράτους που παραδώσαμε το 2012 δεν διαφέρει ουσιαστικά από αυτή που παραλάβαμε το 1981. Η εξουσία παραμένει σε ένα κέντρο, την κυβέρνηση, που διατηρεί όλα της τα δικαιώματα και δεν λογοδοτεί σε κανέναν. Η αξία του πολίτη, αντί να πηγάζει από την αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων και την παροχή ίσων δυνατοτήτων από το κράτος, απορρέει ακόμα από την πρόσβασή του σε αυτήν. Ακόμα και οι δομές που δημιουργήσαμε, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση και οι ανεξάρτητες αρχές, εξαρτώνται σε τέτοιο βαθμό από το κέντρο που παραμένουν εκτεθειμένες στις παρεμβάσεις του. Η συμμετοχή του πολίτη θεωρείται ακόμα περιττή πολυτέλεια.
Την ίδια ώρα όμως έχει επιδεινωθεί η αίσθηση απαξίωσης που αισθάνεται ο πολίτης για τρεις λόγους: τις σύνθετες και αδιαφανείς δομές του κράτους που αντί να εγγυώνται την κοινωνική προστασία και να προωθούν τη δημιουργία θέτουν εμπόδια, τα ισχυροποιημένα παράκεντρα εξουσίας τα οποία λειτουργούν με τους δικούς τους αδιαφανείς κανόνες, και την κρίση που πολλαπλασιάζει την έκθεση του πολίτη στην ασυδοσία του κράτους
Οι δομές του κράτους έχουν γίνει περισσότερο σύνθετες από ποτέ και ο πολίτης χάνεται μέσα σε συστήματα εξουσίας των οποίων δεν καταλαβαίνει ούτε το λόγο ύπαρξης αλλά ούτε και τα κριτήρια λειτουργίας τους. Η πολυνομία, οι κακογραμμένοι νόμοι που αφήνουν κενά και αντικρούουν ο ένας τον άλλο, οι φωτογραφικοί νόμοι, οι νόμοι που συνεχώς αλλάζουν, όπως και η καθυστέρηση απόδοσης της δικαιοσύνης, αφήνουν τον πολίτη εξαρτημένο από δυνάμεις που δεν ελέγχει και έρμαιο των καθημερινών αλλαγών που αυτές επιβάλουν. Η πλειοψηφία των πολιτών συνεχίζει να προσπαθεί να αποκτήσει πρόσβαση στο ένα κέντρο που μπορεί να του δώσει λύσεις: την κυβέρνηση.
Κάθε κράτος όμως που εξαρτάται από μια κεντρική ανεξέλεγκτη εξουσία παράγει πολίτες διαφορετικών ταχυτήτων ανάλογα με την πρόσβασή τους σε αυτήν. Και στις κοινωνίες που υπάρχουν πολίτες διαφορετικών ταχυτήτων ισχυροποιούνται παράκεντρα εξουσίας που παρέχουν έμμεση πρόσβαση στο κεντρικό κράτος σε όσους δεν έχουν. Κάθε υπουργός ή στέλεχος υπουργείου, κάθε νομάρχης ή δήμαρχος, κάθε συνδικαλιστής ή πρόεδρος συνεταιρισμού, κάθε τραπεζίτης, εκδότης, επιχειρηματίας, ακόμα και πρόεδρος ομάδας που μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μικρή ή μεγάλη του εξουσία για να παρέχει πρόσβαση στους «δικούς του» στο κεντρικό κράτος και τις υπηρεσίες του, αποτελεί ένα παράκεντρο εξουσίας.
Υπό αυτή την έννοια, παράκεντρα εξουσίας στην Ελλάδας δεν είναι μόνο όσοι έχουν την δύναμη να επηρεάσουν το κεντρικό κράτος, αλλά κάθε Έλληνας που εκμεταλλεύεται την πρόσβασή του στην κεντρική εξουσία για να επιβληθεί σε έναν άλλο Έλληνα και να τον κρατήσει εξαρτημένο από αυτήν.
Το ερώτημα «Αυτός είναι δικός μας;», δεν αναφέρεται σε κοινωνικές σχέσεις αλλά σε σχέσεις εξάρτησης. Όσο πιο ισχυρά είναι αυτά τα κέντρα τόσο περισσότερο μπορούν να παρακάμπτουν τους νόμους και να φτάσουν στην κεντρική εξουσία. Όσο καλύτερη πρόσβαση έχουν στην κεντρική εξουσία τόσο περισσότερο τα έχουν ανάγκη οι πολίτες. Όσο πιο πολύ ανάγκη τα έχουν οι πολίτες τόσο περισσότερο δυναμώνουν. Ο κύκλος είναι φαύλος.
Αυτές οι δομές εξάρτησης του πολίτη δεν γεννήθηκαν πρόσφατα και το αίσθημα απαξίωσης του πολίτη προϋπήρχε της οικονομικής κρίσης. Όμως, η κρίση μεγέθυνε την απαξίωση για τρεις λόγους: Πρώτον, διότι το κράτος δεν έχει πια κονδύλια να υποστηρίξει τις λίγες υπηρεσίες που παρείχε πριν. Δεύτερον, διότι μειώσαμε το προσωπικό που υπηρετεί στο κράτος χωρίς να αλλάξουμε τον τρόπο λειτουργίας του. Κρατήσαμε δηλαδή τις περίπλοκες δομές του κράτους αλλά μειώσαμε τον αριθμό των ανθρώπων που καλούνται να τις υπηρετήσουν. Και κυριότερο, διότι το τίμημα της κρίσης κλήθηκαν να πληρώσουν κυρίως οι πιο αδύναμοι. Όσοι δεν έχουν πρόσβαση. Αυτοί δηλαδή που είχαμε ταχθεί στο ΠΑΣΟΚ να προστατεύσουμε.
Είναι ώρα να παραδεχθούμε ότι αποτύχαμε στον κυριότερο στρατηγικό στόχο που θέσαμε: να δημιουργήσουμε ένα «ανοιχτό» κράτος και, μέσα από αυτό, ένα νέο μοντέλο λειτουργίας του, όπου κάθε εξουσία απορρέει από τον πολίτη, λειτουργεί στην υπηρεσία του πολίτη και λογοδοτεί σε αυτόν. Αντί να αλλάξουμε το συντηρητικό, πατερναλιστικό κράτος της δεξιάς το θέσαμε στην υπηρεσία μας. Στην πράξη, το σύνθημα «το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία» μετατράπηκε στο «το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, η εξουσία στο ΠΑΣΟΚ». Για αυτό, οφείλουμε να ζητήσουμε συγνώμη από τον Ελληνικό λαό.
Η διαχείριση ενός «κλειστού» κράτους έχει δημιουργήσει στο ΠΑΣΟΚ ιδεολογικό πρόβλημα, που έχει εξελιχθεί σε υπαρξιακό. Ένα σοσιαλιστικό κόμμα που πιστεύει ότι η εξουσία του απορρέει από τον πολίτη, ότι κάθε Έλληνας είναι ίσος απέναντι στο κράτος και το νόμο, και ότι υποχρέωσή του είναι να δημιουργεί κοινωνικές συνθήκες που διασφαλίζουν ίσες ευκαιρίες και ίσες δυνατότητες για κάθε πολίτη, δεν μπορεί επί τριάντα χρόνια να μην έχει καταφέρει να προσδώσει σε κάθε Έλληνα την αξία που υποσχέθηκε. Έτσι χάσαμε την αξιοπιστία και την σημασία μας για την κοινωνία.
Το μεγαλύτερο όμως κόστος της αποτυχίας μας είναι ότι ο πολίτης δεν αισθάνεται ότι ορίζει τη ζωή του. Δεν πιστεύει πια σε κόμματα και ιδεολογίες, νιώθει βαθύτατα προδομένος, έχει πάψει να ονειρεύεται και να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο. Ο πολίτης που δεν μπορεί να συμμετέχει, να σχεδιάζει και να δημιουργεί, που έχει απαξιώσει τις διαδικασίες και τις δομές του κράτους, «απέχει» από το πολιτικό γίγνεσθαι και νιώθει ότι έχουμε χάσει το στόχο μας ως κοινωνία και ως χώρα.
Το ότι εμείς στο ΠΑΣΟΚ σήμερα ασχολούμαστε εμμονικά με το πόσους υπουργούς έχουμε «δικούς μας» στην κυβέρνηση, είναι βαθύτατα προσβλητικό για κάθε Έλληνα. Ιδιαίτερα, για όσους πίστεψαν σε μας.
Ο σημερινός λόγος ύπαρξης του ΠΑΣΟΚ δεν οφείλεται σε κάτι που κάνουμε εμείς σωστά. Οφείλεται σε κάτι που κάνουν οι άλλοι λάθος. Τόσο η σημερινή κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση κινούνται στον παραδοσιακό άξονα «μικρό – μεγάλο» κράτος χωρίς να ασχολούνται με τη σχέση του κράτους με τον πολίτη. Πιστεύουν δογματικά σε ένα συγκεντρωτικό πατερναλιστικό κράτος, το οποίο χαρίζει εξουσία, δικαιώματα και προνόμια. Ακόμα ασχολούνται με το πώς θα το πάρουν και θα το διατηρήσουν δικό τους και όχι πώς θα το αλλάξουν.
Αυτό μας δίνει τον χώρο να αρθρώσουμε διακριτό πολιτικό λόγο. Είτε μέσα στην κυβέρνηση είτε έξω από αυτήν, να φέρουμε προτάσεις για το που θέλουμε να είναι η κοινωνία μας σε δέκα χρόνια και πως θα δομήσουμε ένα κράτος που θα ταχθεί στην υπηρεσία των προτεραιοτήτων που θα θέσουμε συλλογικά.
Για να βγούμε από την κρίση, πρέπει να αποτυπώσουμε και να υλοποιήσουμε ένα σχέδιο που ανήκει σε εμάς τους Έλληνες. Για να γίνει αυτό πρέπει πρώτον, όλοι να συμμετέχουμε στη διαμόρφωσή του, και δεύτερον, να εξασφαλίσουμε τη θεμελίωση δομών λειτουργίας ενός κράτους που θα το υποστηρίξει. Το όραμα που θα βγάλει την Ελλάδα από την κρίση δεν είναι ένα όραμα που κρατάει την Ελληνική κοινωνία κατακερματισμένη και εξαρτημένη, αλλά ένα όραμα που μας ενώνει κάτω από κοινούς στόχους και δίνει σε κάθε Έλληνα αξία
Ως ΠΑΣΟΚ πρέπει να καλέσουμε όποιους πολίτες είναι διατεθειμένοι να συμμετάσχουν στη εκπόνηση ενός τέτοιου σχεδίου για τη χώρα, γνωρίζοντας ότι όσο αυξάνεται η πραγματική μας διάθεση να ακούσουμε και να συνθέσουμε, τόσο θα αυξάνεται η διάθεση κάποιων πολιτών να συμμετέχουν. Χρειάζεται όμως να είμαστε ξεκάθαροι στις προτάσεις μας.
Η πρώτη ερώτηση που πρέπει να απαντήσουμε είναι το πώς θα λειτουργεί η κυβέρνηση και πώς και από ποιους θα ελέγχεται. Ποιος θα είναι ο ρόλος του κοινοβουλίου και με ποιον τρόπο θα μπορεί να τον εξασκεί χωρίς να υποκλίνεται στην κυβέρνηση. Πώς θα λειτουργεί μια πραγματικά ανεξάρτητη δικαιοσύνη χωρίς καμία πίεση από την εκάστοτε κυβέρνηση. Για να ξαναχτίσουμε την αξιοπιστία μας, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε και να διορθώσουμε τα λάθη της δικής μας ανεξέλεγκτης εξουσίας και μετά να μιλήσουμε για τις άλλες.
Δεύτερον, χρειάζεται να προσδιορίσουμε τις δομές λειτουργίας του κράτους με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζονται ο επιμερισμός της εξουσίας και η συμμετοχή του πολίτη, που με τη σειρά του εγγυάται την ανεξαρτησία και τον έλεγχο. Να εξηγήσουμε πώς θα λειτουργούν από τα υπουργεία και τους εποπτευόμενους φορείς μέχρι την τοπική αυτοδιοίκηση και τα συλλογικά όργανα. Πώς δηλαδή θα επιμεριστούν οι ευθύνες και τα δικαιώματα της κεντρικής εξουσίας ώστε να γίνουν πράξη όσα σχεδιάσουμε εκεί που μπορεί να τα ελέγξει ο πολίτης.
Και τρίτον, με ποια εργαλεία θα ενισχύσουμε περαιτέρω τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και τη συμμετοχή του πολίτη ώστε να γίνει βίωμα ότι η εξουσία απορρέει από τον πολίτη και βρίσκεται στην υπηρεσία του. Το ΠΑΣΟΚ έχει φέρει προτάσεις που έχουν αξία έστω και αν η εφαρμογή τους δεν έχει πιάσει ακόμα τόπο: από τις νέες τεχνολογίες που προσφέρουν εργαλεία λογοδοσίας του κεντρικού κράτους μέχρι τις τοπικές συνελεύσεις, όπου ο πολίτης έρχεται σε επαφή με όσους ορίζουν την τύχη της γειτονιάς του.
Το ΠΑΣΟΚ και ο χώρος του πρέπει να ασχοληθούν και πάλι με την κοινωνία και τον πολίτη ουσιαστικά. Αυτή τη φορά όμως, στο κέντρο της δημιουργίας ενός νέου σχεδίου για την Ελλάδα δεν πρέπει να είμαστε εμείς και πώς εμείς θα κάνουμε πράξη τον σοσιαλισμό, αλλά πώς θα αποδεσμεύσουμε τον πολίτη ώστε να κάνει πράξη αυτό που του εμπνεύσαμε τριάντα χρόνια πριν: μια σύγχρονη κοινωνία όπου η εξουσία απορρέει από τον ίδιο και λειτουργεί για αυτόν.
Για να πείσουμε όμως ότι ακόμα οραματιζόμαστε μια δίκαιη κοινωνία πρέπει πρώτα να πείσουμε ότι πιστεύουμε σε ένα «ανοιχτό» κράτος. Για να γίνει αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε χτίζοντας ένα «ανοιχτό» ΠΑΣΟΚ. Ένα ΠΑΣΟΚ που ακούει και συνθέτει. Που βάζει τον πολίτη στο κέντρο των προτεραιοτήτων του. Αν θέλουμε να δώσουμε αξία στο ΠΑΣΟΚ χρειάζεται να αποδείξουμε πρώτα ότι πιστεύουμε στην αξία του πολίτη.»