O TAZ παρασύρεται στη «μάταιη αναζήτηση της ευτυχίας» όπως λέει το δελτίο τύπου της παράστασης. Και προσπαθεί να συνέλθει ακόμα. Για καλό ή για κακό;
Ο «προβοκατόρικος» τίτλος προκύπτει μόνο και μόνο από το ότι γνωρίζω πόσοι μαυρόψυχοι περιμένουν τους χαρισματικούς να αποτύχουν. Άκουσα κάτι χτες βγαίνοντας από το μαγεμένο ιερό άβατο της «Αρκαδίας» του Κωνσταντίνου Ρήγου με το χοροθέατρο Οκτάνα, που έκανε την τελευταία της (;) εμφάνιση στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών στο Πειραιώς 260. Και υπόσχομαι να μην μείνω σε αυτό που άκουσα και μου έκανε το νευρικό μου σύστημα κρόσια ενεργοποιώντας το ραντάρ μου απέναντι στην φιλότεχνη μικροαστική δηθενιά. Γιατί αν μείνω θα ξεχαστώ με τις κακίες μου και δε θα γράψω για την ομορφιά που βίωσα και έγινα μέτοχος.
«Επιτέλους, ο Ρήγος ξαναβρήκε τον εαυτό του» είπε μια μαντάμ που μάλλον έχει ξοδέψει μια περιουσία σε ψυχολόγους μπας και βρει τον δικό της. Για να το τελειώσω εδώ, αν ο Ρήγος πληρώνει κάτι στη σύγχρονη Ελλάδα της εύκολης σουσουδίστικης ταμπελίτσας, είναι ακριβώς το αντίθετο. Το ότι ποτέ δεν έχασε τον εαυτό του. Με σπάνια τιμιότητα και χωρίς κανένα κόμπλεξ αποφάσισε να κάνει ότι στην ουσία ο καθ’ ένας με τη φαντασία του, την εργατικότητά του και τον παιδικό του ενθουσιασμό θα ήθελε να κάνει αν δεν φοβόταν τη σκιά του. Από το χοροθέατρο στη φωτογραφία, στη σκηνοθεσία, στο στήσιμο της πίστας του Μαζωνάκη και της Πάολα, στο Εθνικό με τα «Κόκκινα Φανάρια», στο Μέγαρο με την καλύτερη μεταφορά του «Καμπαρέ» στην Ελλάδα, στα αστραφτερά μέσα στον κομψό σαρκασμό τους και την glam αποθέωση «λαϊκά» βιντεοκλίπ του.
Αν κάποιος στερούσε από τον Ρήγο το παιδικό του αλλά τόσο τίμιο και απολαυστικό παιχνίδι του με τις αντιφάσεις της καλλιτεχνικής έκφρασης, την ανακάλυψη του πολύτιμου μέσα στο ταπεινό και την ταπείνωση του ακριβοθώρητου, θα ήταν σαν να τον ευνουχίζει. Και θα του στερούσε την δεξαμενή μέσα στην οποία βούτηξε για να φτιάξει την «Αρκαδία» του. Μια χοροθεατρική λιτανεία ανάμεσα στη μνήμη και τη βασανιστική χαρακιά της στο μέλλον. Ένα ενήλικο παραμύθι βουτηγμένο σε καντηλέρια που καίνε όπιο με μυρωδιά από βυζαντινό λιβάνι. Που το καίνε ο Πάνας, ο Βιργίλιος, ο Δάντης. Οι «δημιουργοί» του «Αρκαδισμού», της έκφρασης του ιδεατού. Που όπως κάθε ιδεατό, αργά ή γρήγορα θα έρθει αντιμέτωπο με την εντροπία.
Μια αναζήτηση της λύτρωσης μέσα από την καταδίκη της φθοράς. Ενός νέου Μεσσία, γεννημένου από σκοτεινή μήτρα, παρατημένου και βρώμικου σε φθαρμένες πολυθρόνες, αναβαπτισμένου μέσα σε ένα τουριστικό αντίσκηνο συνδεδεμένο με τις φλέβες της καρδιάς. Δεν παραληρώ. Προσπαθώ να αποδώσω τις εικόνες της παράστασης του Ρήγου. Το δέντρο της ζωής που απέχει μια στιγμή κι ένα φως από το δέντρο του θανάτου. Όπως και η γυναικεία μήτρα. Τα γυμνά σώματα στο ταξίδι τους από το σκοτάδι στο φως και πάλι πίσω. Οι βακχικοί μύθοι σε ένα μαγικά καταστρεμμένο δάσος. Οι ανάλαφρες μεταμορφώσεις από το «Όνειρο Θερινής Νύχτας» με το ουρλιαχτό του δαίμονα στην καταστροφή του καλού. Γιατί ο δαίμονας κι αν χρειάζεται το καλό. Κακό χωρίς καλό δεν μπορεί να υπάρξει.
Όλα αυτά, τοποθετημένα σε μια μυθική περιοχή πέρα από τον τόπο και το χρόνο. Την Αρκαδία. Στους φανταστικούς πρόποδες μιας Βαβυλώνας. Με τη γλώσσα να προσπαθεί να εφευρεθεί ξανά μέσα από το σώμα. Τους σπασμούς του, τις σιωπηλές κραυγές του και την παράδοση του στην αρμονία της υποταγής. Έχω χρόνια να δω χοροθέατρο που τηρεί τους όρους της λέξης. Του χορού και του θεάτρου. Με μια συγκλονιστική ομάδα χορευτών, σε αμφισβήτηση της ίδιας τους της φόρμας να αναζητούν τον συνδετικό ιστό με τα σώματα γύρω τους. Να γδύνονται κυριολεκτικά και μεταφορικά, για να αισθανθούν τον αέρα, το φως, την ελπίδα και το θάνατο. Να θυσιάσουν και να θυσιαστούν, αναζητώντας το καλό μέσα σε μια γούρνα νερού που προσπαθούν να ξεπλύνουν το κακό με πιθανό κόστος να τη μολύνουν.
Επιστρέφοντας από το μέλλον στο παρελθόν ξανά και ξανά. Εφευρίσκοντας τεχνάσματα εξορκισμού μέσα από την αμείλικτη λογική της φύσης. Και θυσιάζοντας αναπόφευκτα, τον βρώμικο Ιησού, φορτώνοντας του τα βάρη ενός κόσμου σε συνεχή ροή. Ενός κόσμου που η μόνη του σταθερή είναι ένας κορμός δέντρου. Που κι αυτός πέφτει σαν σταυρός. Καταπλακώνοντας την ελπίδα και ίσως αφήνοντας μέσα από το σκοτάδι, την ελπίδα για ένα νέο φως.
Οι φωτισμοί στην παράσταση του Ρήγου από τον Σάκη Μπιρμπίλη είναι μια παράσταση από μόνη της. Μια μεταφυσική χοάνη που κρύβει και αποκαλύπτει διαφορετικά πράγματα από ότι νομίζεις πως βλέπεις, παίζοντας συνεχώς με τις προσλαμβάνουσες σου. Και τα σκηνικά που ακολουθούν τη λογική του ονείρου, μέσα σε μια αφαιρετική, αλλά τόσο πλούσια αισθητικά στο αποτέλεσμα της, λιτότητα υπέρβασης του σκηνικού χώρου. Το ανησυχητικά εθιστικό στον κρυφό εφιάλτη και πόθο του, ηλεκτρονικό ηχοτόπιο της αρχής, διαδέχεται το ζωντανό στη σκηνή σύνολο των Ex Silentio με προκλασικές μουσικές κι απόκρυφες επικλήσεις στην ουτοπία ενός χαμένου παραμυθιού, μέσα από την ευγενικά αμείλικτη φωνή της σοπράνου Φανής Αντωνέλου.
Το τέλος γίνεται αρχή κι η αρχή τέλος. Από την αρχή της παράστασης, όταν είσαι ακόμα στον προθάλαμο. Με το λογότυπο του «Arkadia», σχηματισμένο από χρυσαφί φουσκωτά μπαλόνια σε σχήμα γραμμάτων, σαν την είσοδο σε ένα pop πάρτυ. Κι από κάτω, μπουκάλια κρασιού με αναμμένα κεριά, στη μνήμη ενός Διόνυσου που έγινε Ιησούς σε μοναστήρι να απαιτούν την ανάλογη ευλάβεια. Και το pop, μια παρεξηγημένη από ότι κατάλαβα λέξη, μιλώντας με ανθρώπους μετά την παράσταση και λέγοντάς τους τη γνώμη μου, να εντάσσεται μέσα στην «Αρκαδία».
Όχι σαν φτηνός εντυπωσιασμός, αλλά σαν ουσιαστική σεβαστική μετεγγραφή του όρου σε μια χορευτική ιεροτελεστία. Από τη στιγμή που μια βυζαντινή αγιογραφία, είναι στην ουσία «pop art». Ο έρωτας, η γέννηση κι ο θάνατος είναι «pop art». Ο Ιησούς – Διόνυσος είναι “pop art”. Κι εδώ χωρίς να μειώνω επ’ ουδενί την απίστευτη παρουσία όλης της ομάδας, επιτρέψτε μου να γράψω για τον ηθοποιό Βλάσση Πασιούδη, που δίνει ζωή και τρέμουλο καρδιακού παλμού και σιωπηλού βογκητού, στην μεσσιανική του παρεμβολή και κορύφωση του μύθου της παράστασης.
Η ευλάβεια κι ο τρόμος, σαν μαζικό, καταλυτικό συναίσθημα είναι επίσης pop. Δεν είναι μόνο για τους δυσκοίλιους σοβαροφανείς. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος όμως είναι ένας άνθρωπος με απίστευτο χιούμορ. Τεράστιες μελαγχολίες και μεγάλες ευθυμίες. Είναι ένα χορευτικό πάρτι κάθαρσης στα χαλάσματα ενός ιερού που αποκτάει ζωή μέσα από το χορό. Γι αυτό και με την «Αρκαδία», ένα απίστευτα ριψοκίνδυνο εγχείρημα, πετυχαίνει έναν θρίαμβο που στα χέρια άλλου θα ήταν καταστροφή. Ένα εικαστικό, χοροθεατρικό και συναισθηματικό σπάραγμα, που ψάχνει βολβούς δημιουργίας στα ερείπια της καταστροφής. Κλαίγοντας για τη χαμένη ουτοπία, δίνοντας μας όμως ελπίδα μέσα από την τέχνη του για την επανεφεύρεση της.
Σε μια παράσταση απίστευτης δουλειάς και κόπου που παρουσιάστηκε για δύο μόνο μέρες στο Φεστιβάλ Αθηνών. Αλλά κάτι μου λέει, πως θα την ξαναδούμε. Όχι μόνο στην Αθήνα το χειμώνα, αλλά και σε άλλες διεθνείς διοργανώσεις. Όχι επειδή απλά μου άρεσε. Αλλά γιατί αυτή είναι η Ελλάδα που αγαπάω. Στο σημείο τομής της δικής της παράδοσης και μυθολογίας, με την Ευρωπαϊκή κουλτούρα και τις πανανθρώπινες μνήμες.
*Ακολουθήστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz ή στo www.twitter.com/klarinabourana . Kάντε LIKE στην επίσημη σελίδα του facebook www.facebook.com/SigaikaProductions για να μαθαίνετε όσα χρειάζεστε, προκειμένου να καίτε τον εγκέφαλο (των άλλων) ή επικοινωνήστε με το terra_gelida@hotmail.com για μέιλ και υποθέσεις προσωπικής εκδίκησης.
ΤHEΑTRALE: Αποτυχία ή μυσταγωγία του Κωνσταντίνου Ρήγου η «Αρκαδία»; [εικόνες&βίντεο]
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο