Αναρωτηθήκατε ποτέ πώς μυρίζει το κέντρο του γαλαξία μας; Η απάντηση πιθανότατα θα σας εκπλήξει, αφού σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες από επιστήμονες του ινστιτούτου Μαξ Πλανκ, φαίνεται πώς μυρίζει βατόμουρο και έχει γεύση ρούμι.
Οσο απίθανο και αν ακούγεται αυτό, η ανακάλυψη έγινε όταν οι αστρονόμοι από το Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ χρησιμοποίησαν το ραδιοτηλεσκόπιο IRAM στην Ισπανία για να μελετήσουν τον Τοξότη B2, ένα σύννεφο σκόνης κοντά στο κέντρο του γαλαξία.
Μεταξύ των χημικών ενώσεων που εντοπίστηκαν εκεί ήταν ο μεθανικός αιθυλεστέρας (C3H6O2), που δίνει αυτή τη μυρωδιά στα βατόμουρα και τη γεύση στο ρούμι.
Βέβαια οι ερευνητές ξεκαθαρίζουν ότι παρόλο που ο μεθανικός αιθυλεστέρας δίνει στα βατόμουρα αυτό το άρωμα, χρειάζονται πολλά ακόμη μόρια για να δημιουργηθούν «διαστημικά βατόμουρα», όπως εξηγεί ο Αρνο Μπελός από το Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ μιλώντας στην Guardian.
Ωστόσο η μυρωδιά είναι μάλλον ξεκάθαρη, αφού βρέθηκαν περίπου 4000 διακριτά σήματα στον Τοξότη Β. «μέχρι στιγμής έχουμε εντοπίσει περίπου 50 μόρια στην έρευνά μας, και δύο από αυτά δεν τα είχαμε ξαναδεί ποτέ πριν» αναφέρει ο Μπελός.
Η διαπίστωση αυτή χρησιμεύει ως υπενθύμιση ότι πολλές από τις χημικές ουσίες που γνωρίζουμε ως προϊόν των έμβιων όντων μπορεί να παραχθεί και με άλλους τρόπους, όπως μέσω της επίδρασης του υπεριώδους φωτός σε άλλα μόρια, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση.
Οι αλκοόλες, συμπεριλαμβανομένης της αιθανόλης, εμφανίζονται έτσι αρκετά συχνά στο διάστημα. Στη Γη, ο μεθανικός αιθυλεστέρας παράγεται συνήθως όταν η αιθανόλη αντιδρά με μυρμηκικό οξύ (το κύριο συστατικό του δηλητηρίου του μυρμηγκιού)
Η φιλοδοξία για τους αστρονόμους, όπως ο Μπελός είναι να βρουν τα αμινοξέα, τα δομικά στοιχεία της ζωής. Δεδομένου ότι η γλυκίνη, το απλούστερο αμινοξύ, δεν είναι μεγαλύτερο από τον μεθανικό αιθυλεστέρα, το εύρημα ενίσχυσε την εμπιστοσύνη τους. Οι ισχυρισμοί για την ανακάλυψη της γλυκίνης έχουν γίνει στο παρελθόν, αλλά έχουν προσελκύσει μικρή υποστήριξη.
«Η δυσκολία στην αναζήτηση για σύνθετα μόρια είναι ότι οι καλύτερες αστρονομικές πηγές περιέχουν τόσα πολλά διαφορετικά μόρια που είναι δύσκολο να διαχωριστούν» επισημαίνει ο Μπελός.