Πρόσωπο της ημέρας πριν καλά- καλά αναλάβει καθήκοντα, γίνεται ο νέος επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Χριστόδουλος Στεφανάδης, καθώς με δύο άρθρα του τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2011 κάθε άλλο παρά είχε αποκλείσει ως διέξοδο την συντεταγμένη επιστροφή στη δραχμή ως αντίδοτο στην πρωτοφανή ύφεση και απώλεια εισοδημάτων.Τα δύο άρθρα, που αναφέρονται, μάλιστα, στο βιογραφικό του κ. Στεφανάδη, έχουν προκαλέσει αμηχανία στην κυβέρνηση αν και ήδη καταβάλλεται προσπάθεια να υποβαθμιστεί το θέμα, με το επιχείρημα ότι πρόκειται για άρθρα με την οπτική ενός καθηγητή, σε συγκεκριμένη συγκυρία.
Στο πρώτο του άρθρο στην Καθημερινή με ημερομηνία 13/11/2011 και τίτλο "Για μια λιγότερο
επώδυνη εσωτερική υποτίμηση", ο κ. Στεφανάδης αναφέρει χαρακτηριστικά: "Δεχόμενοι ότι η παραμονή στην Ευρωζώνη θα έχει μακροπρόθεσμα οφέλη για την Ελλάδα, η εσωτερική υποτίμηση (σ.σ. Εντός Ευρωζώνης) παρουσιάζεται, τουλάχιστον προς το παρόν, ως η λιγότερο κακή λύση. Όμως, η εσωτερική υποτίμηση αποτελεί μία εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία. Το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα είναι ότι οι εγχώριοι μισθοί και τιμές δεν πέφτουν συγχρόνως, αλλά οι τιμές μπορεί να πέσουν αρκετά αργότερα από τους μισθούς. Αυτό δημιουργεί μεγάλη κοινωνική αναταραχή.
Επίσης, μία εσωτερική υποτίμηση θέλει πολύ χρόνο για να ολοκληρωθεί. Ο αργός ρυθμός της διαδικασίας προσωρινά οδηγεί σε πολύ υψηλή ανεργία και αναγκαστική μετανάστευση. Μία νομισματική υποτίμηση (σ.σ. Εκτός Ευρωζώνης), από την άλλη πλευρά, είναι συνήθως λιγότερο επώδυνη επειδή φέρνει την ταυτόχρονη πτώση των εγχώριων μισθών και τιμών. Όμως, τότε η Ελλάδα θα έχανε τα πιθανά μακροχρόνια οφέλη από τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη". Αναπτύσσοντας, δε, ένα σκεπτικό με βάση το οποίο η τότε κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι δεν έκαναν τίποτα για να καταστήσουν λιγότερο επώδυνη την εσωτερική υποτίμηση, ο κ. Στεφανάδης κατέληγε στο άρθρο του ως εξής: "Αν η κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν καταφέρουν να καταστήσουν την εσωτερική υποτίμηση λιγότερο επώδυνη, η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη μπορεί να μετατραπεί σε ένα άσχημο εφιάλτη. Και τότε όλα τα σενάρια θα είναι ανοικτά".
Έναν μήνα αργότερα (18/12/2011), ο κ. Στεφανάδης επανήλθε και σε άρθρο του στην ίδια εφημερίδα, με τίτλο "Δομικές αλλαγές και οι αυταπάτες της ανάπτυξης", εμφανίζεται πιο ανοικτός στην προοπτική της συντεταγμένης επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, ως αντίδοτο της βαθιάς ύφεσης, της υψηλής ανεργίας και της απώλειας εισοδήματος. Σημειώνοντας ότι η λύση της δημοσιονομικής επεκτατικής πολιτικής- δηλαδή η αύξηση των δημόσιων δαπανών- για την ενίσχυση της βραχυπρόθεσμης ανάπτυξης είναι ανέφικτη λόγω Μνημονίου, κατέληγε ως εξής: "θα είναι προτιμότερο αν η κυβέρνηση μπορεί να προχωρήσει σε μία γρήγορη και αποτελεσματική εσωτερική υποτίμηση εντός της Ευρωζώνης. Αλλά αν δεν υπάρχει η δυνατότητα να εφαρμοστεί σωστά η δύσκολη και ημι-πειραματική συνταγή της εσωτερικής υποτίμησης (και εδώ ισχύει το «Γνώθι Σαυτόν»), θα ήταν φρόνιμο να εξεταστεί προσεκτικά και η εναλλακτική λύση της νομισματικής υποτίμησης με συντεταγμένη επιστροφή στη δραχμή".
Διαβάστε παρακάτω τα επίμαχα κείμενα όπως δημοσιεύθηκαν στην «Καθημερινή»
Για μια λιγότερο επώδυνη εσωτερική υποτίμηση
«Του Χριστόδουλου Στεφανάδη*
Από το 2000 έως το 2008, η άφθονη ροή κεφαλαίων από τον πυρήνα της Ευρωζώνης προς στην Ελλάδα, κυρίως με τη μορφή του δανεισμού-φούσκας του κράτους, οδήγησε σε υπερθέρμανση της ελληνικής οικονομίας και σε υπερβολική αύξηση του εγχώριου κόστους ζωής, δηλαδή των εγχώριων μισθών και τιμών. Σε αυτό το διάστημα, η τιμή του μέσου ελληνικού προϊόντος αυξήθηκε κατά 28,7%, ενώ η τιμή του μέσου γερμανικού προϊόντος αυξήθηκε μόνο κατά 8,5%.
Πλέον, η πτώση του εγχώριου κόστους ζωής (μισθών και τιμών) σε σχέση με τον πυρήνα της Ευρωζώνης μοιάζει αναπόφευκτη. Δύο πιθανές μορφές υποτίμησης είναι η εσωτερική (εντός του ευρώ) και η νομισματική (εκτός του ευρώ). Στην εσωτερική υποτίμηση, η μεγάλη ανεργία (λόγω της αρχικής έλλειψης ανταγωνιστικότητας) πιέζει αδυσώπητα τους μισθούς προς τα κάτω. Αυτό οδηγεί και σε αντίστοιχη πίεση προς τις εγχώριες τιμές, καθώς το εγχώριο κόστος παραγωγής και η αγοραστική δύναμη μειώνονται. Σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, μία τέτοια πίεση μπορεί να μειώσει τους μισθούς του ελληνικού ιδιωτικού τομέα κατά 20% έως 30% σε σχέση με το 2009. Η δεύτερη μορφή υποτίμησης είναι η επιστροφή στη δραχμή και η υποτίμηση του νέου νομίσματος.
Δεχόμενοι ότι η παραμονή στην Ευρωζώνη θα έχει μακροπρόθεσμα οφέλη για την Ελλάδα, η εσωτερική υποτίμηση παρουσιάζεται, τουλάχιστον προς το παρόν, ως η λιγότερο κακή λύση. Ομως, η εσωτερική υποτίμηση αποτελεί μία εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία. Το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα είναι ότι οι εγχώριοι μισθοί και τιμές δεν πέφτουν συγχρόνως, αλλά οι τιμές μπορεί να πέσουν αρκετά αργότερα από τους μισθούς. Αυτό δημιουργεί μεγάλη κοινωνική αναταραχή. Επίσης, μία εσωτερική υποτίμηση θέλει πολύ χρόνο για να ολοκληρωθεί. Ο αργός ρυθμός της διαδικασίας προσωρινά οδηγεί σε πολύ υψηλή ανεργία και αναγκαστική μετανάστευση. Μία νομισματική υποτίμηση, από την άλλη πλευρά, είναι συνήθως λιγότερο επώδυνη επειδή φέρνει την ταυτόχρονη πτώση των εγχώριων μισθών και τιμών. Ομως, τότε η Ελλάδα θα έχανε τα πιθανά μακροχρόνια οφέλη από τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη.
Η κυβέρνηση μπορεί να κάνει την εσωτερική υποτίμηση λιγότερο επώδυνη ενθαρρύνοντας μία κοινωνική συμφωνία μεταξύ βιομηχανιών και συνδικάτων για πιο συντονισμένη πτώση των μισθών και των τιμών. Επίσης, η κυβέρνηση μπορεί να μειώσει τους φόρους, συνεισφέροντας με αυτό τον τρόπο στη μείωση του κόστους των εγχώριων προϊόντων (έτσι ώστε να χρειάζεται λιγότερη υποτίμηση). Η υποτίμηση μπορεί να διευκολυνθεί και με την παρουσίαση της πραγματικής κατάστασης της οικονομίας στον λαό και τη δημιουργία αυτοεκπληρούμενων προσδοκιών για πτώση του κόστους ζωής. Επιπρόσθετα, η ΕΚΤ θα μπορούσε να βοηθήσει αποφασιστικά, ακολουθώντας επεκτατική νομισματική πολιτική και αυξάνοντας τον πληθωρισμό στον πυρήνα της Ευρωζώνης, έτσι ώστε λιγότερη εσωτερική υποτίμηση (σε σχέση με τον πυρήνα) να είναι απαραίτητη στην Ελλάδα.
Δυστυχώς, τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει γίνει. Η ελληνική κυβέρνηση έχει επικεντρωθεί στην επιβολή υπερβολικών φόρων που μειώνουν ακόμα περισσότερο την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Για παράδειγμα, από το 2009 έως το 2011, η τιμή του μέσου ελληνικού προϊόντος αυξήθηκε κατά 5%, ενώ η τιμή του μέσου γερμανικού προϊόντος αυξήθηκε μόνο κατά 2,8%. Δηλαδή, μετά από δύο χρόνια θυσιών, το κόστος ζωής στην Ελλάδα σε σχέση με τη Γερμανία έχει αυξηθεί. Αυτή τη στιγμή, λόγω των λανθασμένων κυβερνητικών επιλογών, αλλά και λόγω της έλλειψης βοήθειας από την ΕΚΤ και την Ευρωπαϊκή Ενωση, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας είναι σχεδόν τραγική. Αν η κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν καταφέρουν να καταστήσουν την εσωτερική υποτίμηση λιγότερο επώδυνη, η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη μπορεί να μετατραπεί σε ένα άσχημο εφιάλτη. Και τότε όλα τα σενάρια θα είναι ανοικτά».
Δομικές αλλαγές και οι αυταπάτες της ανάπτυξης
Του Χριστοδουλου Στεφαναδη
Είναι προφανές σε κάθε σκεπτόμενο πολίτη ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται μεγάλες δομικές αλλαγές. Πρέπει να μειωθεί η διαφθορά στη δημόσια διοίκηση, να βελτιωθεί το δικαστικό σύστημα, να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα και να αυξηθεί ο ανταγωνισμός στις ολιγοπωλιακές αγορές. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες για τη μακροχρόνια ευημερία της χώρας. Ομως, όπως δείχνει η οικονομική ιστορία, όσο και αν οι δομικές αλλαγές βοηθούν στη μακροχρόνια ανάπτυξη, συνήθως δεν συνεισφέρουν σημαντικά στην έξοδο από μία κυκλική κρίση. Είναι υπεραισιόδοξο να περιμένουμε πως η χώρα θα ανακάμψει μέσα σε αποδεκτό χρονικό διάστημα διαμέσου δομικών μεταρρυθμίσεων.
Δυστυχώς, η δομή μιας οικονομίας είναι μία μεταβλητή που συνήθως αλλάζει πολύ αργά. Τα δομικά προβλήματα και στρεβλώσεις συχνά οφείλονται σε δυσμενή ιστορικά ατυχήματα στο παρελθόν που ώθησαν την οικονομία να στραφεί σε λάθος κατεύθυνση. Επίσης, μπορεί να οφείλονται σε πολιτικοοικονομικές συμμαχίες παρασιτικών ομάδων που επέβαλαν δομές επωφελείς για τα στενά τους συμφέροντα, αλλά επιβλαβείς για το κοινωνικό σύνολο. Τέτοιες καταστάσεις αλλάζουν δύσκολα, και ακόμα και όταν αλλάξουν, φέρνουν θετικά αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία μόνο μετά από αρκετό χρόνο.
Τι κάνει την κυβέρνηση να πιστεύει ότι οι δομικές αλλαγές μπορούν να πραγματοποιηθούν ταχύτερα στην Ελλάδα; Οτι οι αλλαγές θα ολοκληρωθούν πριν η χώρα μεταβληθεί σε κρανίου τόπο και μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων χαθεί; Οι αγορές προφανώς δεν πιστεύουν ότι αυτό το εγχείρημα είναι ιδιαίτερα εφικτό, και γι' αυτό ποντάρουν στο ότι η ελληνική οικονομία θα είναι βαλτωμένη για αρκετό καιρό. Επίσης, ακόμα χειρότερο είναι ότι η προβολή του υπεραισιόδοξου επιχειρήματος πως η κρίση θα ξεπεραστεί διαμέσου δομικών αλλαγών μπορεί να κάνει τις αλλαγές ακόμα πιο δύσκολες. Οι απογοητευμένοι πολίτες (που δικαιολογημένα περιμένουν αποτελέσματα μέσα σε ένα αποδεκτό χρονικό διάστημα) μπορεί να σταματήσουν να υποστηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις και να προσχωρήσουν σε λαϊκιστικά κινήματα.
Οπως τονίζουν τα πιο απλά εγχειρίδια Μακροοικονομικής, γρήγορη βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη μπορεί να έρθει όχι με δομικές αλλαγές, αλλά με δύο άλλους τρόπους. Πρώτον, με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική (δηλαδή με αύξηση των δημοσίων έργων και δαπανών) και δεύτερον, με υποτίμηση του κόστους ζωής (δηλαδή με μείωση των εγχώριων μισθών και τιμών) που καθιστά τα εγχώρια προϊόντα πιο ανταγωνιστικά. Στην Ελλάδα ο πρώτος τρόπος είναι προς το παρόν ανέφικτος λόγω της χρεοκοπίας του κράτους και της απροθυμίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης να συνεισφέρει, οπότε η μόνη διέξοδος για σχετικά γρήγορη ανάπτυξη είναι η υποτίμηση. Οπως εξήγησα στην «Καθημερινή» (13/11/2011, «Για μία λιγότερο επώδυνη εσωτερική υποτίμηση»), θα είναι προτιμότερο αν η κυβέρνηση μπορεί να προχωρήσει σε μία γρήγορη και αποτελεσματική εσωτερική υποτίμηση εντός της Ευρωζώνης. Αλλά αν δεν υπάρχει η δυνατότητα να εφαρμοστεί σωστά η δύσκολη και ημι-πειραματική συνταγή της εσωτερικής υποτίμησης (και εδώ ισχύει το «Γνώθι Σαυτόν»), θα ήταν φρόνιμο να εξεταστεί προσεκτικά και η εναλλακτική λύση της νομισματικής υποτίμησης με συντεταγμένη επιστροφή στη δραχμή.
Οπως δείχνουν οι πράξεις τους, οι κυβερνώντες των δύο τελευταίων χρόνων αδυνατούν να κατανοήσουν την τεράστια σημασία του εγχειρήματος μιας γρήγορης υποτίμησης. Εκτός, βέβαια, και αν η κυβέρνηση ενδιαφέρεται μόνο για τα πολύ μακροπρόθεσμα αποτελέσματα και έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια να βοηθήσει την οικονομία σε βραχυπρόθεσμο ή μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ομως, όπως είπε ένας από τους σημαντικότερους οικονομολόγους του 20ού αιώνα, ο John Maynard Keynes, «μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί».