Η εκεχειρία μεταξύ κυβέρνησης και δικαστών φαίνεται ότι διακόπτεται βίαια μετά την ανακοίνωση και της Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδας (είχε προηγηθεί χθες η ανακοίνωση των διοικητικών δικαστών) με τους εισαγγελείς της χώρας να δηλώνουν «ανήσυχοι» για την «ποιότητα της νομοθετικής παραγωγής και την προσήλωση του νομοθέτη στην αδιάκριτη εφαρμογή του νόμου».Σε μια πολύ σκληρή ανακοίνωση η Ενωση Εισαγγελέων εκφράζει τον προβληματισμό της και κάνει λόγο για μια τάση «άρρυθμης, ασυνεπούς και αποσπασματικής νομοθέτησης με αλλεπάλληλες τροποποιήσεις με τρόπο που υποθάλπει ευλόγως την υποψία ότι εξυπηρετούν σκοπούς που δεν διασφαλίζουν το δημόσιο συμφέρον».
Ενδεικτικά οι εισαγγελείς αναφέρονται σε μια σειρά διατάξεων που πέρασαν πρόσφατα από την Βουλή, όπως για παράδειγμα η αντικατάσταση του άρθρου 263 του ποινικού κώδικα, με την οποία συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων παύουν να θεωρούνται υπάλληλοι ΝΠΙΔ, ενώ σε αυτά τα πρόσωπα μπορούν να δοθούν επιχορηγήσεις και συνεπώς μπορούν να είναι δυνάμει υποκείμενα εγκλημάτων σχετικών με την υπηρεσία. Με βάση την αντικατάσταση του άρθρου, δηλαδή, τα πρόσωπα αυτά από τη στιγμή που δεν θεωρούνται υπάλληλοι της υπηρεσίας δεν μπορούν να διωχθούν ποινικά, π.χ. για απιστία.
Με άλλη διάταξη προβλέφθηκε η οριστική παύση των ποινικών διώξεων που εκκρεμούσαν και αφορούν σε πράξεις ή παραλείψεις με διάθεση πόρων του ΟΑΕΕ.
Στην τρίτη διάταξη που αναφέρουν οι Εισαγγελείς προβλέπεται να μην αναζητηθούν, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα, ποσά που χορηγήθηκαν ως επιδόματα μεταπτυχιακών σπουδών στους Προϊσταμένους των Γενικών Διευθύνσεων κ.λπ. φορέων του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Αναλυτικά η ανακοίνωση των Εισαγγελέων:
«Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος με ανησυχία παρατηρεί το τελευταίο χρονικό διάστημα φαινόμενα που δίδουν την εντύπωση ακατανόητης -ως προς το ρυθμό και το ρυθμιστέο πεδίο- νομοθέτησης, καθώς και ενέργειες της εκτελεστικής εξουσίας που διασπούν την αντίληψή της, ως λειτουργίας θεσμικά αναπόσπαστης με τη Δικαιοσύνη.
Ειδικότερα, (Α) προξενεί προβληματισμό η τάση άρρυθμης, ασυνεπούς και αποσπασματικής νομοθέτησης, με επάλληλες τροποποιήσεις ακόμη και των βασικών ποινικών νόμων (Κωδίκων), με τρόπο που –ενίοτε- υποθάλπει ευλόγως την υποψία ότι εξυπηρετούν σκοπούς κείμενους πέραν της διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος.
Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν :
- η αντικατάσταση του άρθρου 263 α' Ποινικού Κώδικα (ώστε κατηγορίες προσώπων να παύσουν να θεωρούνται ως υπάλληλοι νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, στα οποία μπορούν να διατεθούν επιχορηγήσεις κ.λπ. από νπδδ, Τράπεζες κ.λπ. και, άρα, δυνάμει υποκείμενα εγκλημάτων σχετικών με την υπηρεσία) με το άρθρο πρώτο § ΙΕ υποπαράγραφος ΙΕ.12 άρθρου πρώτου Ν 4254/2014, και η επαναφορά της διάταξης μετά 20 ημέρες με το άρθρο 50 Ν 4262/2014.
- η πρόβλεψη με το άρθρο 20 § 6 εδ β' Ν 4255/2014 (Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών) της οριστικής παύσης εκκρεμών ποινικών διώξεων που αφορούν σε κάθε είδους πράξεις και παραλείψεις σχετιζομένων με διάθεση πόρων του ΟΑΕΕ για την εξυπηρέτηση των σκοπών του.
- η πρόβλεψη στο άρθρο 39 § 12 Ν 4024/2011 (Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων) ως νομίμων, δαπανών που έγιναν ως την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, για την πληρωμή απασχολούμενων στον ΟΣΚ προσώπων, ακόμη και σε βάρος του προϋπολογισμού.
- η μη αναζήτηση ως αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών που χορηγήθηκαν ως επιδόματα μεταπτυχιακών σπουδών στους Προϊσταμένους των Γενικών Διευθύνσεων κ.λπ. φορέων του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για το χρονικό διάστημα από 1-9-2005 έως 31-9-2010 και η ex post άρση τυχόν γενομένων καταλογισμών, με το άρθρο 51 § 9 Ν 3918/2011.
Νομοθετικές πρωτοβουλίες αυτής της στόχευσης, αλλά και άλλες που δημοσιοποιούνται ως επικείμενες («Νομικός Πόλεμος για τους καταχραστές», Εφημερίδα «Τα Νέα» της 12-6-2014, σελ. 13), αφήνουν τους εισαγγελείς ανήσυχους για την ποιότητα της νομοθετικής παραγωγής και την προσήλωση του νομοθέτη στην εξυπηρέτηση της καθαρότητας της διοίκησης και της και της αδιάκριτης εφαρμογής του νόμου.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος (B), τέλος, με αφορμή τη δημοσιοποίηση αντιδράσεων δημοσίων φορέων έναντι ορισμένων δικαστικών αποφάσεων (Εφημερίδα «Καθημερινή» της 12-6-2014, σελ. 4), υπενθυμίζει την απορρέουσα από το Σύνταγμα υποχρέωση όλων για σεβασμό των αποφάσεων των Δικαστηρίων και υπογραμμίζει ότι ο σεβασμός αυτός, όταν επιδεικνύεται από πολιτειακούς φορείς, λαμβάνει παιδαγωγικό χαρακτήρα για τους πολίτες».
Δεύτερο χτύπημα μετά τους Διοικητικούς Δικαστές
Μια ημέρα πριν από την ανακοίνωση της Ενωσης Εισαγγελέων είχε προηγηθεί η επίθεση της Ενωσης Διοικητικών Δικαστών οι οποίοι εξέφραζαν την έντονη ανησυχία τους για την σταθερή άρνηση της εκτελεστικής εξουσίας να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης.
Σε μια εξίσου οργισμένη ανακοίνωση οι διοικητικοί δικαστές επισήμαναν ότι η κυβέρνηση δεν ακολουθεί εκείνες τις αποφάσεις που παρεκκλίνουν από την πολιτικής τους, ενώ, άφησαν σαφείς αιχμές προς το υπουργείο Οικονομικών, μιλώντας για κοινωνικούς εκβιασμούς από την πλευρά του υπουργείου.
Τι κρύβεται πίσω από την κόντρα
Δικαστές και Εισαγγελείς, ωστόσο, εκτός από την ανησυχία την οποία εκφράζουν, μέσω των ανακοινώσεών τους, φαίνεται πως αποφασίζουν να τραβήξουν εκ νέου το σχοινί εξαιτίας της μη επιστροφής των μισθών τους στα προηγούμενα επίπεδα.
Υπενθυμίζεται ότι το Μισθοδικείο έχει κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές στα μισθολόγιά τους και προς αυτήν την κατεύθυνση αναμένεται να πιέσουν κι άλλο την κυβέρνηση.
Και το ΔΝΤ χαρακτηρίζει επικίνδυνες τις αποφάσεις των Δικαστηρίων
«Δεν περιμένουμε πια αρνητικές αποφάσεις σχετικά με ειδικά μισθολόγια ή εισφορές επί των ακινήτων. Παρ' όλα αυτά, εάν υπάρξουν τέτοιες αποφάσεις, έχουμε δεσμευτεί για τη λήψη μέτρων συμψηφισμού», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση του ταμείου.
Στο μεταξύ σε άλλο σημείο της έκθεσης επισημαίνεται ότι «αρνητικοί - δυσμενείς κίνδυνοι περιλαμβάνουν τις δυσμενείς αποφάσεις του Δικαστηρίου σχετικά με περικοπές στο παρελθόν μισθών και εισφορών ιδιοκτησίας, τον αβέβαιο αντίκτυπο των νέων πρωτοβουλιών της φορολογικής πολιτικής, ιδίως εκείνων που εισάγονται στο κώδικα φορολογίας εισοδήματος, τυχόν υστέρηση των φόρων ακίνητης περιουσίας (το νέο καθεστώς τέθηκε σε ισχύ μόλις στις αρχές του έτους), και των δαπανών στον τομέα της υγείας. Οι αρχές επαναβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους να λάβουν αντισταθμιστικά μέτρα, εάν οι αρνητικοί κίνδυνοι υλοποιηθούν».