Ο Λουίτζι Ντι Τσίκο μεγάλωσε μέσα στον κόσμο της ναπολιτάνικης μαφίας. Αν και οι περισσότεροι περίμεναν το νεαρό αγόρι να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του, ο ίδιος κατάφερε να ξεφύγει από έναν κόσμο πλούτου, εγκλήματος, βίας και φυλακής.
Ο Ντι Τσίκο, ενήλικας πια περιγράφει την ιστορία της ζωής του στο βιβλίο «Gramigna: Vita di un Ragazzo in Fuga dalla Camorra» (Γκραμίνια: Η ζωή ενός παιδιού που ξέφυγε από την Καμόρα) που κυκλοφορεί στην Ιταλία. Μια σύντομη εξιστόρηση κάνει ειδικά για το BBC.
Μια μέρα, το 11χρονο αγόρι επέστρεφε στο σπίτι από το σχολείο σε μια μικρή πόλη κοντά στη Νάπολη, όταν άκουσε κάτι που νόμιζε πως ήταν πυροτεχνήματα.
«Ποιος γιορτάζει;» αναρωτήθηκε και πλησίασε το σπίτι. Το θέαμα που αντίκρισε μόνο χαρμόσυνο δεν ήταν: Δύο θείοι του -που είχαν σχέση με τη μαφία- κείτονταν νεκροί σε μια λίμνη αίματος. Τα «πυροτεχνήματα» που το νεαρό αγόρι νόμιζε πως άκουσε ήταν στην πραγματικότητα πυροβολισμοί από αντίπαλη συμμορία.
Ο πατέρας του ήταν στη φυλακή όταν ο ίδιος γεννήθηκε και έμαθε τα νέα από ένα συγγενή του που του φώναξε μέσα από τα κάγκελα πώς «είναι αγόρι». Ο πατέρας του Λουίτζι και οι θείοι του ήταν μέλη της Καμόρα. Για ένα διάστημα, ο Τζουζέπε Ντι Τσίκο ήλεγχε περιοχές γύρω από τη μικρή πόλη του Λουσιάνο και ζούσε την τυπική ζωή ενός αφεντικού της μαφίας. Ωστόσο, όταν ο γιος του γεννήθηκε, είχε ήδη καταδικαστεί σε 18 χρόνια φυλάκισης, ποινή που παρατάθηκε σε ισόβια.
«Μεγάλωσα τριγυρνώντας σε φυλακές υψίστης ασφαλείας», γράφει ο Luigi. «Ακούγεται αστείο, αλλά έτσι έμαθα τη γεωγραφία της Ιταλίας». Ο Λουίτζι μεγάλωνε σε ένα σπίτι που ελέγχονταν από τους αδελφούς του πατέρα του, επίσης μέλη της μαφίας, και οι εισβολές αστυνομικών ήταν συχνό φαινόμενο.
Η πόλη στην οποία ζούσε χτυπούσε η καρδιά της Καμόρα. Νεαροί άντρες έπαιρναν μέρος στα εγκληματικά δίκτυα και το ενδιαφέρον για τις δουλειές της μαφίας ήταν έντονο. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, το πρεστίζ του Λουίτζι ήταν μεγάλο. «Όταν κυκλοφορούσα στους δρόμους, με έβλεπαν σαν το γιο του σαν του Αφεντικού. Είχα ήδη το σεβασμό τους όταν ήμουν 15 ή 16 χρονών».
Ο Λουίτζι είχε ήδη περάσει τα 20, όταν απελευθερώθηκε ο πατέρας του. Ο ίδιος φαίνεται πως είχε μια άρνηση στο να μάθει για τα εγκλήματα του πατέρα του: «Γνώριζα μόνο πως ήταν το αφεντικό της οικογένειας που ήλεγχε τη μεγαλύτερη περιοχή». Ο πατέρας του, από τη μεριά του, παρά τα εγκλήματά τουι, δεν ήθελε ο γιος του να ακολουθήσει τα δικά του βήματα και τον παρακινούσε συνεχώς να χτίσει ένα αλλιώτικο μέλλον.
Ο Λουίτζι παραδέχεται ότι υπήρχαν περίοδοι που είχε «δελεαστεί», ειδικά όταν θα μπορούσε εύκολα να μπει στην οικογενειακή «επιχείρηση», ωστόσο ήταν αρκετά δυνατός να βρει το δικό του δρόμο. Παράτησε το σχολείο και ξεκίνησε τις πωλήσεις. Αργότερα υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και έπειτα βρήκε δουλειά στις κουζίνες στο Βορά της Ιταλίας, μακριά από τον τόπο καταγωγής του. Παντρεύτηκε, απέκτησε παιδί και σήμερα διευθύνει ένα εστιατόριο.
«Δεν είμαι ήρωας», λέει. «Αλλά δεν μπορώ να μην σκέφτομαι πως δεν ήταν εύκολο να αποφύγω να πέσω σε μια παγίδα που η ζωή μου είχε στήσει. Η ζωή μου δείχνει πως το κακό μπορεί να απορριφθεί. Πως μπορείς να διαλέξεις ένα διαφορετικό μονοπάτι, γεμάτο θυσίες και πόνο και λάθη. Που όμως θα σου επιτρέψει να απολαύσεις την ελευθερία, τους ανθρώπους που αγαπάς και τα όμορφα πράγματα στη ζωή».
Φωτογραφίες: www.bbc.co.uk, www.lavocedelpopolo.net