Συνταγματική και με τη «βούλα» του Συμβουλίου της Επικρατείας η νέα διάταξη του υπαλληλικού κώδικα, σύμφωνα με την οποία δημόσιοι υπάλληλοι που διαπράττουν πειθαρχικό παράπτωμα τίθενται αυτομάτως σε αυτοδίκαιη αργία.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε αίτημα εκπαιδευτικού δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και απεφάνθη ότι η επίμαχη διάταξη είναι σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, το μέτρο της αυτοδίκαιης αργίας των πειθαρχικώς ελεγκτέων δημοσίων υπαλλήλων είναι επιβεβλημένο για λόγους δημοσίου συμφέροντος και εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας. Όπως άλλωστε επισημαίνουν οι δικαστές του ΣτΕ, η αυτοδίκαιη αργία δεν αποτελεί πράξη απόλυσης από την υπηρεσία, καθώς δεν επιφέρει τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, ούτε την απώλεια της οργανικής θέσης. Απλώς, «συνιστά προσωρινό διοικητικό μέτρο, το οποίο συνεπάγεται την για λόγους δημοσίου συμφέροντος διακοπή της ενεργού ασκήσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων του υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της εκκρεμότητας της πειθαρχικής ή ποινικής υποθέσεως». Συνεπώς, η επιβολή του μέτρου της αυτοδίκαιης αργίας «δεν ισοδυναμεί από πλευράς εννόμων αποτελεσμάτων προς απόλυση ή υποβιβασμό».
Πάντως οι δημόσιοι υπάλληλοι που τίθενται σε αργία «προστατεύονται» καθώς εξακολουθούν να λαμβάνουν το 75% του μισθού τους, ενώ ο πειθαρχικός έλεγχος σε βάρος τους θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το πολύ εντός τεσσάρων μηνών.
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους δικαστές, η νέα διάταξη του άρθρου 103 του Υπαλληλικού Κώδικα δεν παραβιάζει την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, ούτε το άρθρο 20 του συνταγματικού χάρτη που κατοχυρώνει το δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως.
Η αυτοδίκαιη θέση σε αργία «δεν πλήττει τον υπάλληλο σε τέτοια σφοδρότητα, ώστε να προσλαμβάνει ποινική χροιά και να λογίζεται ως ποινική κύρωση, κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.