«Ζήτησα μια μέρα ρεπό για να πάω στην κηδεία της αδερφής μου. Τα αφεντικά μου είπαν ότι θα μου κόψουν το μπόνους. (...) Ασφάλεια; Ποια ασφάλεια; Δεν υπάρχει καμία ασφάλεια στη δουλειά μας». Ο τούρκος ανθρακωρύχος Βελί Γιλμάζ έχει χάσει τον λογαριασμό από τις πολλές κηδείες στις οποίες έχει πάει την τελευταία εβδομάδα. Τριακόσιοι ένας συνάδελφοί του σκοτώθηκαν στο μοιραίο ορυχείο της Σόμα. Αυτός ήταν ένας από τους τυχερούς.
Ο Γιλμάζ μιλά στη βρετανική Guardian για τις ανύπαρκτες προδιαγραφές ασφάλειας και τις άθλιες εργασιακές συνθήκες που επικρατούσαν στο ορυχείο. Αυτό δεν είναι το αληθινό του όνομα. Ζήτησε από τον δημοσιογράφο να του το αλλάξει. Φοβάται πως αν τον ανακαλύψουν θα τον απολύσουν και δεν πρόκειται να ξαναβρεί δουλειά.
Ο «Βελί Γιλμάζ» είναι πικραμένος, τρομαγμένος, αλλά δε νιώθει καμία έκπληξη. Σαν να την περίμενε την τραγωδία που συνέβη. «Μας έλεγαν να σκάψουμε το υπέδαφος όπου να'ναι, χωρίς να τους νοιάζει μη γκρεμιστεί πάνω στα κεφάλια μας», λέεει στη βρετανική εφημερίδα. «Οι επιστάτες παίρνουν μπόνους αν εμείς βγάλουμε περισσότερο κάρβουνο από όσο έχει προβλεφθεί. Ετσι, η μοναδική τους έννοια είναι να μας κάνουν να δουλεύουμε γρηγορότερα και να βγάζουμε όσο περισσότερο κάρβουνο γίνεται».
Ο ανθρακωρύχος από τη Σόμα είναι αναγκασμένος να κατεβαίνει κάθε ξημέρωμα 400 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης για να δουλέψει. Η εταιρία παρέχει σε αυτόν και στους συναδέλφους τους λαστιχένιες μπότες και φτηνά πλαστικά κράνη, όχι όμως και γάντια. «Αν θέλω να φορέσω γάντια, θα πρέπει να τα πληρώσω από την τσέπη μου. Κι έτσι όπως φθείρονται, θα πρέπει να αγοράζω καινούργιο ζευγάρι σχεδόν κάθε μέρα».
Πολύ μελάνι έχει χυθεί την τελευταία εβδομάδα στον τουρκικό και διεθνή τύπο για τα ελλειπή μέτρα ασφαλείας στα ορυχεία της Τουρκίας μετά το πολύνεκρο δυστύχημα στη Σόμα. Ελεγχοι γίνονται, λέει ο Γιλμάζ. Μόνο που τους έχουν ειδοποιήσει εβδομάδες πριν κι έτσι, οι υπεύθυνοι έχουν όλο το χρόνο στη διάθεσή τους για να «κουκουλώσουν» την πραγματικότητα.
«Είμαστε πάντα προετοιμασμένοι για αυτές τις επισκέψεις», αναφέρει στη Guardian. «Καθαρίζουμε τα πάντα, σκεπάζουμε τα ελαττωματικά δοκάρια και κρύβουμε τα χαλασμένα μηχανήματα. Μας δασκαλεύουν να λέμε στους επιθεωρητές πως όλα πάνε καλά, πως είμαστε ευχαριστημένοι...». Οσο για τις ασκήσεις αντιμετώπισης κινδύνου, περιορίζονται, όπως λέει, σε μαθήματα που γίνονται μέσα σε μια αίθουσα: «Μας βάζουν σε μια τάξη δυο φορές το χρόνο. Καθόμαστε για έξι ώρες σε ένα θρανίο και κοιτάζουμε τον πίνακα. Δεν κάνουμε ποτέ ασκήσεις ετοιμότητας ούτε μέσα ούτε έξω από το ορυχείο».
Η τουρκική εισαγγελία κατάσχεσε τα αρχεία της εταιρίας στην οποία ανήκει το ορυχείο. Από αυτά εξάγεται το συμπέρασμα ότι η διοίκηση αμέλησε τη διαρροή αερίου που είχε εντοπιστεί μέρες πριν από την κατάρρευση. Λέγεται μάλιστα ότι οι περισσότεροι εργάτες πέθαναν από δηλητηρίαση εξαιτίας του μονοξειδίου του άνθρακα το οποίο διαχύθηκε παντού με μεγάλη ταχύτητα μετά την έκρηξη. Αλλά, η εταιρία δεν είχε μεριμνήσει να προστατεύσει τους εργάτες της ούτε από αυτό. Ο Γιλμάζ φοράει την ίδια προστατευτική μάσκα εδώ και οχτώ χρόνια. «Δεν ξέρω αν κάνει τίποτα πια», λέει. «Ετσι και βγάλουμε μάλιστα χωρίς λόγο τη μάσκα την ώρα της δουλειάς, μας αφαιρούν 200 λίρες από το μισθό μας» (Οι ανθρακωρύχοι της Σόμα κερδίζουν από 1.300 ως 1.900 λίρες το μήνα).
«Είναι πολύ μεγάλη η πίεση», λέει. «Αν αντιμιλήσουμε σε κάποιο ανώτερό μας, μας περιμένει τιμωρία. Μετά το δυστύχημα, η εταιρία μας απαγόρευσε να μιλήσουμε στους δημοσιογράφους και στον οποιοδήποτε ξένο για ο,τιδήποτε έχει σχέση με το ορυχείο». Αν και είναι τόσο άσχημη η κατάσταση, ο Βελί Γιλμάζ την υπομένει γιατί δεν έχει που αλλού να πάει. «Είμαστε απλοί εργάτες. Αναλώσιμοι. Οσοι απολύονται δεν μπορούν να ξαναβρούν δουλειά σε άλλο ορυχείο στην ίδια περιοχή. Δεν υπάρχουν δουλειές έξω από αυτούς τους λάκκους. Είναι το μόνο πράγμα που έχουμε».
Φωτογραφίες: Reuters, AFP