Ένα ζευγάρι αλλοδαπών μαζί με το ηλικίας μόλις πέντε μηνών κοριτσάκι τους που βρίσκεται σε καρότσι, δείχνει να απολαμβάνει τη μοναξιά της νυχτερινής Αθήνας στα σκαλιά μιας οικοδομής, στην οδό Δώρου, λίγα μόνο μέτρα από την πλατεία Ομονοίας. Μιλάνε, γελάνε και κάπου-κάπου ασχολούνται με το βλαστάρι τους, που δείχνει απόλυτα εξοικειωμένο με το σκοτάδι.
Το θέαμα φαντάζει παράξενο, αν λάβει κανείς υπόψη του το γεγονός ότι η ώρα είναι δώδεκα και μισή και γύρω επικρατεί απόλυτη ησυχία. Κι ας βρισκόμαστε στο κεντρικότερο σημείο της πόλης. Οι Αθηναίοι έχουν αποσυρθεί από νωρίς στα σπίτια τους και το κλεινόν άστυ, η το πάλαι ποτέ πλανεύτρα και ξενύχτισσα Αθήνα, έχει παραδοθεί σ' αυτούς που δεν φοβούνται.
Μεταξύ αυτών και το ζευγάρι της οδού Δώρου, καθώς και εκατοντάδες άλλοι αλλοδαποί, αλλά και πολλοί ντόπιοι -άνεργοι οι περισσότεροι- που ένας Θεός ξέρει αν είναι οι... νυχτοφύλακες της πόλης ή οι κατακτητές της.
Η ώρα είναι μία μετά τα μεσάνυχτα. Βρισκόμαστε στην πλατεία Βάθης. Όλα σκοτεινά. Από την πόρτα ενός ξενοδοχείου στην οδό Μαιζώνος ξεπροβάλλει μία φιγούρα. Είναι ο Γιώργος από την Κρύα Βρύση Γιαννιτσών που έχει έρθει στην Αθήνα για να βρει δουλειά.Πληρώνει 20 ευρώ για ύπνο κι όταν τελειώσουν τα λεφτά του, θα φύγει και πάλι για το χωριό του, όπως έκανε πολλές φορές μέχρι τώρα.
Στην οδό Κουμουνδούρου, το ίντερνετ καφέ είναι γεμάτο αλλοδαπούς και στην οδό Φαβιέρου ο Ραφαήλ (όπως είναι το ψευδώνυμο που του έδωσαν οι Έλληνες φίλοι του) από το Ιράν μας ανοίγει την καρδιά του εν μέση οδώ. Ήρθε, λέει, στην Ελλάδα πριν από 15 χρόνια και έχει συγκεντρώσει 3.500 ένσημα, δουλεύοντας σαν χασάπης στην επαρχία.
Πρόσφατα, όμως, έχασε τη δουλειά του επειδή τράκαρε το αυτοκίνητο του αφεντικού του, προκαλώντας ζημιές 700 ευρώ. Έτσι τον πήρε η κατηφόρα. Σήμερα είναι άνεργος και άστεγος και σιτίζεται κι αυτός από το Δήμο. Στέκι του η πλατεία Βάθης, που, όπως λέει, είναι από τις πιο ασφαλείς περιοχές. Στους παράδρομους της Ομόνοιας δεν υπάρχει ψυχή. Εκτός φυσικά από τους Κινέζους της οδού Αγησιλάου που συνεχίζουν τη δουλειά στα μαγαζιά τους.
Στη Γερανίου, τη Σωκράτους και την Αναξαγόρα δεν υπάρχει ψυχή. Στο σοκάκι πίσω από το δημαρχείο, όμως, μας πλησιάζει ο Αλή από το Μπαγκλαντές. Προσφέρεται να μας πουλήσει ότι λαχταρά η καρδιά μας, από κινητά μέχρι ποδήλατα, όπως λέει. Τον συνοδεύει ο φίλος του ο Αχμέτ, που μαζεύει σίδερα από τα σκουπίδια για να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα και να φύγει στην Ιταλία.
Στην πλατεία Κοτζιά κάποιοι Έλληνες έχουν πιάσει θέση στο παγκάκι. Όπως μας εξηγούν είναι άνεργοι, αλλά δεν έχουν έχουν χάσει το κέφι τους. Η ανεργία, λένε, εκτός των άλλων προκαλεί και αυπνίες... Μεγάλη η ερημιά και στους δρόμους γύρω από την πλατεία Κάνιγγος. Η συσκότιση είναι γενική και τα φώτα από τα λιγοστά μπαρ που διασώθηκαν από την οικονομική κρίση, φαντάζουν σαν εικόνες από κρυφό σχολειό.
Μας έκανε εντύπωση, πάντως, που στις 10 το βράδυ τα φώτα των γραφείων του υπουργείου Ανάπτυξης παρέμεναν ανοικτά. Στις δύο το πρωί, ακόμη και η Ακαδημίας φαντάζει απόκοσμη.
Οι Έλληνες κυκλοφορούν δύο-δύο κι αν τους ρωτήσεις γιατι, έχουν έτοιμη την απάντηση. Άλλοι θα σου πουν ότι φοβούνται τους Αλβανούς και Πακιστανούς μαχαιροβγάλτες και άλλοι τους Έλληνες. Το πιθανότερο, όμως, είναι να μην σου μιλήσουν γιατί κανείς δεν σταματά για να μιλήσει σ' εναν άγνωστο, στην θεοσκότεινη οδό Χαριλάου Τρικούπη, στις τρεις το πρωί. Ευκολότερα πιάνεις κουβέντα με τους θαμώνες των Εξαρχείων, που μαζί με την Πλάκα, είναι οι μόνες γειτονιές με ένα είδος νυχτερινής ζωής έως τις τρείς το πρωί.