Το κλάμα του μωρού στη μέση της νύχτας είναι από τις πιο δυσάρεστες εμπειρίες ενός νέου γονιού. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Αμερικανό εξελικτικό βιολόγο Ντέιβιντ Χέιγκ, πίσω από αυτή την εκνευριστική συνήθεια των βρεφών κρύβεται ένα καλοστημένο σχέδιο της φύσης, με βάση γονιδιακή.
Σύμφωνα με τον Χέιγκ, τα μωρά κλαίνε τη νύχτα γιατί προσπαθούν να αποτρέψουν μια νέα εγκυμοσύνη της μητέρας. Με την απαίτησή τους να θηλάζουν μέσα στη νύχτα, τα μωρά προκαλούν κούραση στους γονείς αποθαρρύνοντας την αναπαραγωγή και ταυτόχρονα καταστέλλουν τη γονιμότητα της μητέρας, αφού ο τακτικός θηλασμός μπορεί να οδηγήσει σε ορμονικές αλλαγές που σταματούν την ωορρηξία.
Η θεωρία αυτή μπορεί να ακούγεται λίγο «τραβηγμένη» ωστόσο, σύμφωνα με τον Χέιγκ υπάρχουν αποδείξεις που την ενισχύουν. Καταρχάς έχει παρατηρηθεί ότι τα μωρά αυξάνουν τις νυχτερινές τους απαιτήσεις στο δεύτερο εξάμηνο, την περίοδο δηλαδή που η μητέρα είναι πιθανότερο να ξαναμείνει έγκυος. Επίσης το 2ο και πολύ βασικό στοιχείο είναι ότι τα μωρά που κλαίνε συνήθως το βράδυ, είναι εκείνα που έχουν πάρει τα γονίδια του πατέρα τους. Οσα μωρά έχουν τα γονίδια της μητέρας, εξυπηρετούν υποσυνείδητα τα συμφέροντα της στην απόκτηση περισσότερων απογόνων, αντίθετα όσα έχουν γονίδια του πατέρα, προσπαθούν να αποτρέψουν μία επόμενη εγκυμοσύνη και αυτό κατά τον Χειγκ μπορεί να εξηγηθεί εξελικτικά: αφού οι άνδρες δεν έχουν καμία εγγύηση ότι το επόμενο παιδί της συντρόφου τους θα είναι δικό τους.
Η θεωρία ωστόσο αυτή έχει βρει και αρκετές αντιρρήσεις από τον επιστημονικό κόσμο, με κυριότερη αυτή του αανθρωπολόγου Τζέιμς ΜακΚένα του Πανεπιστημίου της Νοτρ Νταμ ο οποίος επισημαίνει ότι μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι λόγοι για να κλαίει το μωρό, όπως το να ζεσταίνεται, ή να θέλει παρέα, ενώ είναι επίσης πιθανό οι συχνές αφυπνίσεις να εμποδίζουν το μωρό να πέσει σε επικίνδυνα βαθύ ύπνο.