«Το κτήριο κατέρρευσε μέσα σε λίγα λεπτά. Ολα γύρω ήταν σκοτεινά και δεν μπορούσες να αναπνεύσεις. Φώναζα τη μητέρα μου, αλλά, το μόνο που άκουγα ήταν οι κραυγές των συναδέλφων μου. Γύρω μου ήταν διάφορα πτώματα». Η Μοσάματ Ρεμπέκα Χατούμ δούλευε στο εργοστάσιο Ράνα Πλάζα στο Μπανγκλαντές, το οποίο πριν από ένα χρόνο έγινε ο τάφος 1.129 εργατών.
Στις 24 Απριλίου του 2013, το οχταόροφο εργοστάσιο στο οποίο κατακευάζονταν ρούχα για διάφορες εταιρίες της Δύσης, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Το Ράνα Πλάζα, το πιο πολύνεκρο μέχρι σήμερα εργατικό ατύχημα στο χώρο της ένδυσης, προκάλεσε παγκόσμια κατακραυγή κι έθεσε εκ νέου το θέμα των ανύπαρκτων κανονισμών ασφαλείας στα εργοστάσια του αναπτυσσόμενου κόσμου. Από τα ερείπια του Ράνα Πλάζα ανασύρθηκαν ζωντανοί 2.515 εργάτες. Πολλοί με σοβαρά τραύματα, ακρωτηριασμένοι και ανίκανοι να δουλέψουν ξανά. Αλλοι στάθηκαν περισσότερο τυχεροί. Το BBC συλλέγει τις ιστορίες τους.
Η Ρεμπέκα Χατούμ ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Ηταν η μοναδική από τα μέλη της οικογένειάς της που επέζησε από το δυστύχημα. Το εργοστάσιο καταπλάκωσε άλλους πέντε συγγενείς της που δούλευαν εκεί, ανάμεσά τους και τη μητέρα της. Η ίδια έμεινε θαμμένη δυο μέρες κάτω από τα ερείπια. Ζωντανή, αλλά με πολύ βαριά αναπηρία. Εχασε το αριστερό της πόδι από τη λεκάνη και κάτω και το δεξί από τον αστράγαλο και κάτω. Ενα χρόνο αργότερα κι ύστερα από οχτώ εγχειρήσεις, δυσκολεύεται ακόμα να κινηθεί με τα πρόσθετα μέλη. «Μου πέφτουν πολύ βαριά», λέει. Ο άντρας της την σηκώνει αγκαλιά για να την μετακινήσει παντού, ακόμα και στην τουαλέτα. «Δεν μπορώ να πάω πουθενά. Τι θα κάνω αν συμβεί κάτι, αν ξεσπάσει φωτιά; Πώς θα ζήσω;», αναρωτιέται. Μια ερώτηση διπλής σημασίας, αφού κανένας άλλος στην οικογένειά της δεν έχει δουλειά.
Η Σαρμίν Ακτέρ στάθηκε πιο τυχερή. Η ίδια βγήκε σώα κι αβλαβής από τα ερείπια, έχασε όμως τη μητέρα της. «Ενα ολόκληρο χρόνο έψαχνα να μάθω τι απέγινε», αφηγείται. «Τελικά, πριν από δυο μήνες έμαθα ότι αναπαύεται εν ειρήνη. Στον τάφο με το νούμερο 173». Η Σερμίν δουλεύει πάλι σε κλωστοϋφαντουργία, στην επιθεώρηση ποιότητας. «Δεν ήθελα να γυρίσω στην παλιά μου δουλειά», λέει, «αλλά, δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο». Ενα χρόνο τώρα, τα βράδια βασανίζεται από εφιάλτες και την ημέρα ζει με το φόβο ότι το εργοστάσιο θα πέσει και θα την πλακώσει : «Ο Θεός με έσωσε μια φορά. Αλλά, πόσες φορές πιστεύετε πως θα με ξανασώσει»;
Ούτε ο Σελίμ Ρεζά ήθελε να ξαναδουλέψει σε εργοστάσιο κατασκευής ρούχων. «Τι θα κάνω όμως;», ρωτάει. «Ποιος θα ταϊσει την οικογένειά μου»; Ο Σελίμ δεν θα ξεχάσει ποτέ τη μέρα που κατέρρευσε το εργοστάσιο. Αυτός, όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοί του, φοβόταν να μπει μέσα, γιατί το κτήριο είχε παρουσιάσει σοβαρές ρωγμές: «Μας απείλησαν. Χτύπησαν κάποιους από μας και μας είπαν πως δεν υπήρχε λόγος να ανησυχούμε, πως ήταν ένα απλό ράγισμα». Ο Σελίμ έμεινε οχτώ ώρες κάτω από τα ερείπια, χωρίς, ευτυχώς, να τραυματιστεί άσχημα. Αμέσως μετά έφυγε για το χωριό του. Εβγαλε επαγγελματικό δίπλωμα οδηγού, χωρίς όμως να βρει δουλειά. Ετσι, αναγκάστηκε να ξαναγυρίσει στο παλιό του αντικείμενο. «Σκέφτηκα ότι αφού το κάνουν κι άλλοι, τότε μπορώ να το κάνω κι εγώ», λέει. «Ακόμα και σήμερα όμως, φοβάμαι πολύ».
Ο Σραμπόν Αχμέτ Τζαχανγκίρ, αντίθετα, δεν το συζητά με καμία δύναμη να ξαναδουλέψει σε τέτοιο εργοστάσιο. Ηταν από τους τυχερούς της ιστορίας. Απεγκλωβίστηκε λίγες ώρες μετά την κατάρρευση χωρίς σοβαρά τραύματα. Ο φόβος όμως και οι νυχτερινοί εφιάλτες τον κατατρέχουν ακόμα. Ο Σραμπόν άνοιξε μια μικρή καντίνα απέναντι από το σπίτι του όπου πουλάει τσάι. Αλλά, οι πελάτες δεν έρχονται. «Προσπάθησα να κάνω κι άλλες δουλειές, όμως δεν έγινε τίποτα», λέει. «Δεν έχω καθόλου εισόδημα κι έτσι ζω με τους γονείς μου. Ολα μου τα έξοδα τα έχει αναλάβει ο πατέρας μου. Μια ΜΚΟ μας έκανε δωρεά 20.000 τάκα (257 δολάρια) και με αυτά προσπαθώ να στήσω τη δική μου δουλειά. Δεν φτάνουν όμως».