Πριν από 100 χρόνια, το Λούβρο έχανε το πολυτιμότερο ίσως έκθεμα της συλλογής του. Με ένα κλειδί και μία τανάλια ένας ιταλός ξυλουργός πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη κλοπή του 20ού αιώνα.
Το πρωί της 21ης Αυγούστου 1911, ο Σοβέ, ένας από τους υδραυλικούς του Λούβρου, ήρθε τετ α τετ με έναν λευκοφορεμένο άντρα μπροστά από μία κλειδωμένη πόρτα του μουσείου. Ο άγνωστος, που φορούσε την επίσημη φόρμα, όπως και το υπόλοιπο προσωπικό, έδειξε στον Σοβέ ότι από την πόρτα έλειπε το πόμολο. Ο υδραυλικός δεν έχασε χρόνο: με το δικό του αντικλείδι και μία τανάλια έβγαλε τον άγνωστο στο προαύλιο. Χωρίς να το ξέρει, είχε επιτρέψει τη μεγαλύτερη κλοπή του 20ού αιώνα, με ένα απλό γύρισμα της κλειδαριάς. Κάτω από τη λευκή στολή ο επισκέπτης είχε κρύψει τη «Μόνα Λίζα» του Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Μέχρι το πρωί της επόμενης ημέρας κανείς δεν είχε παρατηρήσει ότι το πορτρέτο με διαστάσεις 53x77 εκατοστά έλειπε από τη θέση του. Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε μόνο όταν ο καλλιτέχνης Λουί Μπερού, που ζωγράφιζε αντίγραφα της «Τζοκόντας», ανακάλυψε με έκπληξη τα τέσσερα καρφάκια στον τοίχο. Το ανέφερε αμέσως στο φύλακα Ποπαρντέν, ο οποίος εντελώς βαριεστημένα του απάντησε ότι ίσως βρισκόταν για συντήρηση ή τον είχαν πάρει οι φωτογράφοι του μουσείου. Οταν όμως το ρολόι χτύπησε 11 και η κυρία με το αινιγματικό χαμόγελο δεν βρισκόταν στη θέση της, ο Ποπαρντέν αναζήτησε τους φωτογράφους για να τους ζητήσει τα ρέστα. Η αρνητική τους απάντηση σήμανε κόκκινο συναγερμό. Μέσα στην επόμενη ώρα δεν σφραγίστηκαν μόνο οι πόρτες του Μουσείου, αλλά και τα σύνορα της Γαλλίας. Μία από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης ήταν να θέσει σε διαθεσιμότητα τον διευθυντή του Λούβρου Τεοφίλ Ομόλ, ο οποίος είχε εξαντλήσει τα μέτρα ασφαλείας σε μαθήματα... τζούντο για τους ηλικιωμένους φύλακες.
Οι έρευνες, από την άλλη, του αστυνομικού επιθεωρητή Λουί Λεπέν στράφηκαν στους κατώτερους υπαλλήλους, τους εμπόρους τέχνης και τους καλλιτέχνες της αβάν-γκαρντ. Να γιατί στις 7 Σεπτεμβρίου μία ακόμη έκπληξη περίμενε τους Παριζιάνους. Η αστυνομία ανακοίνωσε τη σύλληψη του διακεκριμένου γαλλοπολωνού ποιητή Γκιγιόμ Απολινέρ και του ανερχόμενου ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο, ως υπόπτων. Ο τελευταίος βέβαια αφέθηκε ελεύθερος την ίδια μέρα και ο Απολινέρ πέντε μέρες αργότερα.
Την ίδια εβδομάδα, η συγκίνηση για το χαμένο αριστούργημα οδήγησε χιλιάδες επισκέπτες - ανάμεσά τους και ο Φραντς Κάφκα - στον άδειο χώρο, όταν το Λούβρο άνοιξε και πάλι τις πύλες του. Με τον τρόπο του, ο άγνωστος κλέφτης είχε κληροδοτήσει στο μουσείο «την πρώτη φανταστική εγκατάσταση στην ιστορία του: την απουσία του πίνακα», γράφει ο Ζερόμ Κοανιάρ στο «Une femme disparait» (Η κυρία εξαφανίζεται).
Για τα επόμενα δύο χρόνια οι έρευνες δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, παρά την επικήρυξη με μεγάλα ποσά. Η κατάσταση άλλαξε στις 29 Νοεμβρίου 1913, όταν ο ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι έλαβε ένα γράμμα από το Παρίσι. Ο αποστολέας του, κάποιος Λεονάρντο Βιτσέντσο, έγραφε ότι είχε στην κατοχή του τη «Μόνα Λίζα» και σκόπευε να τη χαρίσει στην Ιταλία, με αντάλλαγμα μια αξιοσέβαστη αμοιβή. Στο ραντεβού που έκλεισαν οι δυο τους για τις 10 Δεκεμβρίου στη Φλωρεντία, παρών ήταν και ο Τζιοβάνι Πότζι, διευθυντής της πινακοθήκης Ουφίτσι. Με αποφασιστικές κινήσεις ο Τζέρι άνοιξε ένα μπαούλο και από τον κρυφό πάτο φανέρωσε στους επισκέπτες του τον πίνακα. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης που ακολούθησε αποκαλύφθηκε ότι το πραγματικό όνομα του 30χρονου ήταν Βιτσέντζο Περούτζια, καταγόταν από το Κόμο και για ένα διάστημα είχε δουλέψει ως ξυλουργός στο Λούβρο.
Πριν επιστρέψει στο Παρίσι, η «Μόνα Λίζα» εκτέθηκε για έναν μήνα στο Ουφίτσι. Στις 4 Ιανουαρίου 1914 εγκαταστάθηκε ξανά στο Λούβρο, όπου εκτίθεται ώς σήμερα. Η ολική επαναφορά της ήταν μία από τις ελάχιστες ιστορίες χάπι εντ που έζησε η Ευρώπη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
ΠΗΓΗ: tanea.gr